-Εγώ θα πάω! Στύλωσε τα πόδια κάτω ο Μύρωνας κι άλλη μιλιά δεν έβγαλε εκείνο το βράδυ. Αύγουστος του 1952. Θα’ ταν δεν θα ‘ταν 14 χρονών, μα την απόφαση την είχε πάρει. Χαμένες οι απειλές του πατέρα, χαμένα και τα παρακάλια της μάνας.
-Πού θα πας παιδάκι μου; Πού θα ξενιτευτείς; Το κύμα κι η
αρμύρα θα σε φάνε… και δώστου κλάμα η κυρά Ευτέρπη και να τα τάματα στην Παναγιά…
Του κάκου. Έτσι ήταν από παιδάκι, επίμονος κι αγύριστο
κεφάλι. Τι κι αν ο πατέρας από αυτόν περίμενε να τον ξεκουράσει, μεγάλωσε πια
πόσο να δουλεύει στα χωράφια, τι κι αν τα καπνά ήταν ανέκαθεν η δουλειά της
οικογένειας, η σίγουρη, αυτή που ανέθρεψε 4 γενιές, αυτή που κι εκείνον τον
είχε αναθρέψει… Αυτουνού η καρδιά χτυπούσε αλλιώτικα, αυτός γεννήθηκε
θαλασσινός, η ανάσα του μύριζε αλάτι, η ψυχή του λαχταρούσε να ταξιδέψει, να
χαθεί μέσα στο απέραντο του ωκεανού.
Η συνεχεια εδω: http://butterflysstories.blogspot.gr/2014/06/blog-post.html
@μαρια ελενα
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα εισαι καλα!Φιλια!
Μπράβο σου
ΑπάντησηΔιαγραφήΠανέμορφο!!!!
φιλάκι
Όμορφη η γραφή σου αν και μου σφίχτηκε λίγο το στομάχι στο τέλος..
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό ξημέρωμα
Μπράβο και από εδώ, Πεταλούδα μου! Αναμένω τη συνέχεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκια και καλό βράδυ!
@ποιω ελενη
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστω Ελενη μου!
@γιωργος
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, ειδες; Γραφω λιγο μελαγχολικα... Ελπιζω η συνεχεια να σας αποζημιωσει!
@ΠΑΛΟΜΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα εισαι καλα Παλομιτα μου! Φιλια!