Φέτος νιώθω όλα να κυλάνε πιο αργά... πιο ράθυμα...
Βρίσκω τον εαυτό μου να παρατηρεί τον κόσμο και το βλέμμα μου όλο και αλλάζει...
Κρατιέμαι από μικρές καθημερινές πράξεις αγάπης και καλοσύνης για να μη χάσω την πίστη μου.
Κι έχω κι αυτό το μικρό παιδί μέσα μου που θέλει να βγει στο δρόμο να παίξει, να γελάσει, να χαρεί... μα όλο κλαίει, όλο με κοιτάει με παράπονο. "Γιατί;" με ρωτάει συνέχεια...
Το αγκαλιάζω, το παρηγορώ και του υπόσχομαι ότι αύριο θα είναι εκείνη η μέρα, αύριο θα παίξει ελεύθερο και δε θα φοβάται...
Μα η πραγματικότητα με ξεπερνάει.
Τη μια είναι ένας τρελός οδηγός στο Βερολίνο.
Την άλλη ενας παράφρονας με όπλα στο Παρίσι.
Την τρίτη μια βόμβα στην Κωνσταντινούπολη.
Τα παιδια στις βάρκες, που θαλασσοπνίγονται για να βρουν μια στεριά.
Οι μάνες με τις άδειες αγκαλιές και τα γεμάτα πόνο στήθια.
Τα παιδιά στη Συρία που δεν κλαίνε πια, μόνο υπομένουν στωικά.
Οι γυναίκες και τα κορίτσια θύματα ενός αιώνιου πολέμου προς το φύλο τους, τη φύση τους, την ανθρώπινη υπόστασή τους.
Οι άνθρωποι που φοβούνται.
Και θέλω να βγω στο δρόμο. Θέλω να πω ΟΧΙ στο φόβο.
Είναι ο φόβος που καλλιεργεί την έχθρα. Η έχθρα που καλλιεργεί τη βία. Η βία που καλλιεργεί το μίσος. Το μίσος που σκορπάει το θάνατο.
Σκέψου... μόνο σκέψου... να ξημερώσει ένα πρωί και να είσαι ελέυθερος από το φόβο! Να ανοίγεις τις πόρτες και τα παράθυρα να μπαίνει όποιος θέλει και να τον αγκαλιάζεις σαν αδερφό. Και να μη σε κοιτάει με μίσος. Και να μην τον κοιτάς καχύποπτα. Κι ο φόβος να έχει εξαϋλωθεί. Μα αν δεν έχεις κάτι να φοβάσει, θα έχεις λόγο να πολεμήσεις, να σκοτώσεις, να σκοτωθείς;
Αναρρωτιέμαι... πόσοι από αυτούς που έχουν ποτίσει τη ζωή τους στο αίμα, που έχουν αφιερωθεί στο θάνατο, πραγματικά δεν φοβούνται; Μήπως ο μεγαλύτερος φόβος τους είναι η μέρα που δε θα φοβούνται πια; Που θα πρέπει απλά να ΖΗΣΟΥΝ;
Θέλω να βγω στο δρόμο. Θέλω να δημιουργήσω μια ανθρώπινη αλυσίδα, μια λαοθάλασσα. Θέλω να γεμίσω τις πλατείες, τις αγορές, τα πάρκα όλου του κόσμου με ανθρώπους... σαν εμένα, σαν εσένα... που αρνούνται να φοβηθούν, που αρνούνται να μισήσουν. Θέλω να πάρω αγκαλιά τον άγνωστο αδερφό μου, να πιάσω από το χέρι το προσφυγόπουλο, το μετανάστη,τον Έλληνα, τον Άγγλο και να τραγουδήσω μαζί του. Θέλω να δω τις πλατείες γεμάτες με πρόσωπα χαμογελαστά και πανώ που να λένε: "ΔΕΝ θα μας κάνετε να φοβηθούμε!", "ΔΕΝ θα μας κάνετε να μισήσουμε ο ένας τον άλλο!" "ΔΕΝ θα μας κάνετε να πάψουμε να ζούμε!", "ΑΡΝΟΥΜΑΣΤΕ το φόβο και το μίσος".
Θέλω να δείξουμε σε όσους προσπαθούν να μας τρομοκρατήσουν, ότι το παιχνίδι τους είναι χαμένο.
Γιατί όσο θάνατο και να σκορπίσεις, η ανθρώπινη ψυχή δεν υποτάσσεται!
Βρίσκω τον εαυτό μου να παρατηρεί τον κόσμο και το βλέμμα μου όλο και αλλάζει...
Κρατιέμαι από μικρές καθημερινές πράξεις αγάπης και καλοσύνης για να μη χάσω την πίστη μου.
Κι έχω κι αυτό το μικρό παιδί μέσα μου που θέλει να βγει στο δρόμο να παίξει, να γελάσει, να χαρεί... μα όλο κλαίει, όλο με κοιτάει με παράπονο. "Γιατί;" με ρωτάει συνέχεια...
Το αγκαλιάζω, το παρηγορώ και του υπόσχομαι ότι αύριο θα είναι εκείνη η μέρα, αύριο θα παίξει ελεύθερο και δε θα φοβάται...
Μα η πραγματικότητα με ξεπερνάει.
Τη μια είναι ένας τρελός οδηγός στο Βερολίνο.
Την άλλη ενας παράφρονας με όπλα στο Παρίσι.
Την τρίτη μια βόμβα στην Κωνσταντινούπολη.
Τα παιδια στις βάρκες, που θαλασσοπνίγονται για να βρουν μια στεριά.
Οι μάνες με τις άδειες αγκαλιές και τα γεμάτα πόνο στήθια.
Τα παιδιά στη Συρία που δεν κλαίνε πια, μόνο υπομένουν στωικά.
Οι γυναίκες και τα κορίτσια θύματα ενός αιώνιου πολέμου προς το φύλο τους, τη φύση τους, την ανθρώπινη υπόστασή τους.
Οι άνθρωποι που φοβούνται.
Και θέλω να βγω στο δρόμο. Θέλω να πω ΟΧΙ στο φόβο.
Είναι ο φόβος που καλλιεργεί την έχθρα. Η έχθρα που καλλιεργεί τη βία. Η βία που καλλιεργεί το μίσος. Το μίσος που σκορπάει το θάνατο.
Σκέψου... μόνο σκέψου... να ξημερώσει ένα πρωί και να είσαι ελέυθερος από το φόβο! Να ανοίγεις τις πόρτες και τα παράθυρα να μπαίνει όποιος θέλει και να τον αγκαλιάζεις σαν αδερφό. Και να μη σε κοιτάει με μίσος. Και να μην τον κοιτάς καχύποπτα. Κι ο φόβος να έχει εξαϋλωθεί. Μα αν δεν έχεις κάτι να φοβάσει, θα έχεις λόγο να πολεμήσεις, να σκοτώσεις, να σκοτωθείς;
Αναρρωτιέμαι... πόσοι από αυτούς που έχουν ποτίσει τη ζωή τους στο αίμα, που έχουν αφιερωθεί στο θάνατο, πραγματικά δεν φοβούνται; Μήπως ο μεγαλύτερος φόβος τους είναι η μέρα που δε θα φοβούνται πια; Που θα πρέπει απλά να ΖΗΣΟΥΝ;
Θέλω να βγω στο δρόμο. Θέλω να δημιουργήσω μια ανθρώπινη αλυσίδα, μια λαοθάλασσα. Θέλω να γεμίσω τις πλατείες, τις αγορές, τα πάρκα όλου του κόσμου με ανθρώπους... σαν εμένα, σαν εσένα... που αρνούνται να φοβηθούν, που αρνούνται να μισήσουν. Θέλω να πάρω αγκαλιά τον άγνωστο αδερφό μου, να πιάσω από το χέρι το προσφυγόπουλο, το μετανάστη,τον Έλληνα, τον Άγγλο και να τραγουδήσω μαζί του. Θέλω να δω τις πλατείες γεμάτες με πρόσωπα χαμογελαστά και πανώ που να λένε: "ΔΕΝ θα μας κάνετε να φοβηθούμε!", "ΔΕΝ θα μας κάνετε να μισήσουμε ο ένας τον άλλο!" "ΔΕΝ θα μας κάνετε να πάψουμε να ζούμε!", "ΑΡΝΟΥΜΑΣΤΕ το φόβο και το μίσος".
Θέλω να δείξουμε σε όσους προσπαθούν να μας τρομοκρατήσουν, ότι το παιχνίδι τους είναι χαμένο.
Γιατί όσο θάνατο και να σκορπίσεις, η ανθρώπινη ψυχή δεν υποτάσσεται!