Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ.... (11ο ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ)

 


ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ...

Παιδί μου!
Γέμισα τον κόσμο σου με χρώματα,
το μάυρο μην κοιτάξεις και τρομάξεις.
Με τραγούδια έντυσα τις μέρες σου,
γλυκά να κοιμάσαι, γλυκά να ξυπνάς.
Παιδί μου!
Την αγάπη ζεστά σου ψιθύρισα
κι έκρυψα μέσα μου όλους τους φόβους,
δικούς σου και δικούς μου.
Στα όνειρά σου σκόρπισα χρυσόσκονη
κι αρώματα από αγιόκλιμα και γιασεμί.
Παιδί μου!
Σου δίδαξα πώς να κερδίζεις δίνοντας
πράγματα και κομμάτια του εαυτού σου.
Πώς να ζητάς την ευτυχία στα μικρά,
αλλά να ονειρεύεσαι μεγάλα.
Παιδί μου!
Σ'αφησα να πιστέψεις πως έχεις το δικαίωμα
φτερά να ανοίξεις και στα αιθέρια να πετάξεις,
μα και την υποχρέωση και τη δύναμη
όλα έσυ τριγύρω να ομορφύνεις.
Συγχώρα με, παιδί μου...
Σ' άφησα ανυπεράσπιστο
μέσα σε μια αγέλη λύκων.
Άοπλο κι ανερμάτιστο σε έστειλα
σε έναν πόλεμο που δεν είναι δικός σου.
Σε έμαθα να αγαπάς
σε έναν κόσμο που ξεχειλίζει από μίσος.
Αλληλεγγύη και καλοσύνη σου έταξα,
εδώ, που ατομισμός κι αδιαφορία βασιλέυουν.
Κι όταν σου μίλησα για το Θεό,
δεν είπα ότι σήμερα θεός είναι το χρήμα.
Ντρέπομαι και συγνώμη σου ζητώ.
Σου ζήτησα να αλλάξεις έναν κόσμο,
που στον παρέδωσα χειρότερο
από ό,τι εγώ τον βρήκα.
Ντρέπομαι...
Παιδί μου!
Δείξε επιείκια στο γονιό σου
και συγχώρα με!
Δεν ξέρω... δεν μπορώ...
λιγότερο Άνθρωπος να γίνω...

Mε το ποιημα αυτο συμμετειχα στο 11ο Συμποσιο Ποιησης, που διοργανωσε η Αριστεα απο το μπλογκ Η Ζωη Ειναι Ωραια!
Θελησα ετσι να εκφρασω αλλα και να ξορκισω την ανησυχια μου για το παιδι μου, για τον τροπο που το μεγαλωνω, για τον κοσμο που το μεγαλωνω...

Για μια εκρηξη συγκινησης και συναισθηματων, πατηστε εδω:



Σημερα στην Επανασταση της Καλοσυνης μαθαινουμε να περπαταμε ελευθεροι μεσα απο  το Walk Free.

Και για να αλλαξουμε λιγακι κλιμα, ας θυμηθουμε μια παλια ιστορια μυστηριου απο το Butterfly's stories:


Πεταλουδισια φιλια σε ολους και καλη Μεγαλη Εβδομαδα! 

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Η ΣΟΦΙΤΑ - ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ



Στριγγλισαν οι ροδες του αυτοκινητου, καθως ο Ιωαννου εκανε αποτομα στροφη 180 μοιρων.
-Που παμε; ρωτησε η Σοφη. Το σπιτι της θειας ειναι απο την αλλη πλευρα.
-Πειτε μου κυρια Μιχαηλ, σε ποιο ληξιαρχειο εχει δηλωθει η γεννηση σας;
-Στο ληξιαρχειο Αθηνων.
-Στην Αθηνα γεννηθηκατε; Αφου κοντα στην Επιδαυρο ειναι το χωριο σας....
-......Φαινεται, η μητερα μου ντρεποταν που θα εφερνε στον κοσμο ενα εξωγαμο... ειπε η Σοφη, συνειδητοποιωντας οτι ποτε πριν δεν ειχε αναρρωτηθει για αυτην την λεπτομερεια, τη μια ακομα αναμεσα στις τοσες...
-Εκει λοιπον θα παμε.

28 χρονια πριν, σε ενα μικρο διαμερισμα στο κεντρο της Αθηνας

" Κατερίνα τι έκανες;!
Η Κατερίνα κατακόκκινη έπεσε στα γόνατα και ξέσπασε σε κλάματα.
-Πώς μπόρεσες; Τι σκεφτόσουν;!
-Τον αγαπάω Τούλα, τον αγαπάω!
Η Τούλα την σήκωσε από το πάτωμα απότομα και την ταρακούνησε με δύναμη.
-Δε σκέφτηκες κανέναν, εσένα , εμένα, τους γονείς μας, εγώ πως θα τους αντικρίσω; Είμαι εδώ να σε προσέχω, πως μπόρεσες;
Λύγισε όμως μπροστά στην αδερφή της που ξέσπασε και πάλι σε κλάματα. Βλέποντας το σώμα της να τραντάζεται από τους λυγμούς δε μπόρεσε να συνεχίσει άλλο.
Η φωνή της σκληρή ακόμη όταν της μίλησε. 
-Σήκω και ντύσου. Ξύπνησε τον κι αυτόν και πες του να τσακιστεί να φύγει πριν γυρίσω πίσω! Αν είναι άντρας, θα ξέρει τι να κάνει από εδώ και πέρα."

Απο την πρωτη στιγμη η Τουλα ειχε καταλαβει τι συνεβαινε αναμεσα στον ομορφο ξενο και την αδερφη της, απο εκεινο το μοιραιο βραδυ που την εσωσε απο ατιμωση, ισως και θανατο! Ειχε περασει σχεδον 1 χρονος απο τοτε. Ο Γιωργος ταξιδευε συχνα κι ελειπε μηνες κι η Κατερινα εμενε πισω λαχταρωντας ενα του γραμμα, ενα αραιο τηλεφωνημα και την επιστροφη του. Μαραινοταν οσο εκεινος ηταν μακρυα και ανθιζε καθε που γυριζε κοντα της! Κι ας γυριζε καθε φορα και πιο απομακρος, καθε φορα και πιο σκοτεινος... σαν καποιο φαντασμα να κουβαλουσε και μια σκια αδιορατη να τον κατετρεχε...
Ενα χρονο σχεδον, ο Γιωργος Αγγελου ειχε γινει αναποσπαστο κομματι της καθημερινοτητας τους, ηταν δεν ηταν εκει. Ηταν παντα εκει! Κι οταν δεν της μιλουσε η Κατερινα για εκεινον, ετρεχε η δικη της σκεψη κοντα του. Πονουσε η καρδια της απο ερωτα, πονουσαν τα σωθικα της, αλλα τα ξεσκιζε... για να βλεπει τα ματια της αδερφης της να λαμπουν! Κι εκανε πολυ καλη δουλεια! Κανεις δεν καταλαβε ποτε πως ενιωθε, ακομα και η ιδια ειχε πιστεψει οτι ειχε θαψει για παντα αυτο το συναισθημα. Το τσιμπημα στα στηθια της καθε που εβλεπε μαζι το Γιωργο και την Κατερινα ειχε γινει πια σχεδον ανεπαισθητο, μηδαμινο. Τα ειχε αφησει λοιπον ολα πισω της κι απλα συνεχιζε την αχαρη καθημερινοτητα της. Μεχρι εκεινη τη μερα, εκεινη τη στιγμη... η μαλλον καλυτερα, το προηγουμενο βραδυ...
Ολη τη νυχτα παλευε με τα σκεπασματα, εθαβε το κεφαλι της κατω απο το μαξιλαρι, να μην ακουει τα αγκομαχητα του παθους στο διπλανο δωματιο.. Κι εκλαψε, εκλαψε πολυ... αποκοιμηθηκε αποκαμωμενη... ενας υπνος ταραγμενος, μαυρα ονειρα, θαμπα...
Το πρωι τη βρηκε κουλουριασμενη σε εμβρυικη σταση, να αγκαλιαζει τα γονατα της. Επρεπε να σηκωθει, επρεπε να αντικρυσει την αληθεια! Κι η αληθεια ηταν πως ολα οσα ονειρευοταν, η αδερφη της τα ειχε μολις αποκτησει. Ενιωσε το θυμο μεσα της να φουντωνει, καζανι με πηχτο ζουμι το αιμα της, ανεβαινε ως τα μηλιγγια. Για ολα εφταιγε η Κατερινα! Πως μπορεσε; Πως μπορεσε να ατιμασει ετσι την οικογενεια τους; Πως αφησε τον ποθο να την παρασυρει; Πως θα ξεπλεναν τωρα την ντροπη; Μα ηταν ντροπη ο ερωτας; Ναι, ηταν!
Ετσι ελεγε στον εαυτο της, ετσι ηθελε να πει και στην αδερφη της... ομως βαθια μεσα της ηξερε οτι δεν ηταν η ντροπη αυτο που την καρφωνε, αλλα η ζηλεια! Μια ζηλεια τυφλη που το ενιωθε πως την οδηγουσε σε μονοπατια επικινδυνα...αλλα και παλι... θα εβρισκε τη δυναμη να κανει αυτο που επρεπε... για την αδερφη της! Για την ευτυχια που της αξιζε να βρει!
Μεχρι το μεσημερι ειχε πια αποφασισει. Εβαλε σε μια βαλιτσα μερικα ρουχα της Κατερινας και την πηγε σχεδον σερνοντας στο σταθμο των ΚΤΕΛ. 
-Θα εξαφανιστεις! Και δε θα γυρισεις μεχρι να σε καλεσω! Αν αυτος ο ατιμος δεν φερθει σαν κυριος, θα εχει να κανει μαζι μου! 
-Τι θα πω στη μαμα; Στον μπαμπα;
-Θα πεις οτι σου ελειψαν και ηθελες να πας επισκεψη! Κι οτι εγω δεν μπορεσα να παρω αδεια. 
-Τουλα, σε παρακαλω... 
Τα δακρυα της Κατερινας την πονουσαν σαν να ηταν δικα της... ομως δεν εκανε πισω...επρεπε να την προστατευσει!


Το ιδιο απογευμα, κατα τις 7 οπως παντα, η πορτα χτυπησε κι ο Γιωργος φανηκε στο κατωφλι. Την καλησπερισε κι αναζητησε την Κατερινα.

-Δεν ειναι εδω... Εφυγε... ειπε ψυχρα και παραμερισε. Περασε....
-Τι εννοεις εφυγε;
-Πηγε στο χωριο.
-Ετσι ξαφνικα; Το πρωι δεν μου ειπε τιποτα.
-Ξαφνικα... ποιος ξερει; Ισως μετανιωσε... ισως καταλαβε το λαθος που εκανε χτες... Δεν ξερω ουτε ποτε ουτε ΑΝ θα ξαναγυρισει...Δε μιλας; Τι να πεις... Νομιζες πως δε θα καταλαβαινα; Ηρθες λεει λιωμα... Τι κρυβεις Γιωργο; Γιατι αυτη η σκοτεινια στα ματια σου; Τι σε ετρωγε κι ησουν λιωμα; Η μηπως ηταν προσχημα για να τη ριξεις στην αγκαλια σου; Δεν ντραπηκες; Ουτε εμενα ουτε την Κατερινα; 

Οση ωρα μιλουσε, τα ματια της πεταγαν σπιθες! Δεν ειχε παρει ειδηση πως η ρομπα της ειχε λυθει και το πλουσιο μπουστο της ξεπροβαλλε αναιδεστατα μπροστα στα λαιμαργα ματια του Γιωργου, που ως εκεινη τη στιγμη εμενε σιωπηλος. Σηκωθηκε και με αργα βηματα την πλησιασε.

-Γιατι κανεις ετσι Τουλα; της ειπε με μειλιχια φωνη. Δεν καναμε κατι κακο... απλα χαρηκαμε τον ερωτα μας...
-Μας ντροπιασες, μας ατιμωσες καταλαβαινεις;
-Αυτο ειναι; Εισαι σιγουρη; Η μηπως ζηλευεις;
Η Τουλα παγωσε... 
-Νομιζεις δεν ξερω πως αισθανεσαι; Δε βλεπω τον τροπο που με κοιτας; Πως τσιτωνει το δερμα σου και σφιγγουν τα ματια σου οταν με βλεπεις να την αγκαλιαζω;
-Τι..τι ειναι αυτα που λες... ψελλισε... εγω δεν...

Τα χειλη της σφραγιστηκαν απο τα δικα του. 
Καθως τη φιλουσε, της ψιθυριζε με λαγνεια οτι κι αυτος την ηθελε, παντα την ηθελε...
Προσπαθησε να τον σπρωξει, να ξεφυγει, αλλα ματαια... ηταν πιο δυνατος απο εκεινη... Ψεμματα! Ο ποθος της ηταν πιο δυνατος απο εκεινη! Καθως ταξιδευε αργα απο τα μαγουλα στο λαιμο της κι απο εκει στο στηθος της, καθως τα χερια του ανεβοκατεβαιναν γρηγορα στο κορμι της, καθως η αναπνοη του γινοταν πιο γρηγορη, καθε της αντισταση εσβησε. Παραδοθηκε με τρελα σε αυτο που τοσες φορες ειχε ονειρευτει! Και να που ηρθε η στιγμη να το ζησει... εστω κι ετσι, για μια φορα, για ενα μονο βραδυ... κι επειτα θα αποσυρονταν και παλι στο περιθωριο και για αλλη μια φορα θα εβαζε τη ζωη της στην ακρη για την Κατερινα. Ας ηταν... 
-Καθαρμα... καταφερε να αρθρωσει... σ' αγαπω.... καθαρμα!

Οταν ο ηλιος επεστρεψε, ειχε επιστρεψει κι η αυτοκυριαρχια της. Ξυπνησε και κοιταξε το Γιωργο να κοιμαται διπλα της. Αφησε ενα φιλι στα χειλη του, σηκωθηκε, ντυθηκε, εφτιαξε καφε και για τους δυο τους. Λιγο αργοτερα ηρθε και τη βρηκε στην κουζινα. Εκανε να τη φιλησει. Τραβηχτηκε. Απλα, καθαρα και ηρεμα...σχεδον σκληρα, χωρις ιχνος απο το προηγουμενο παθος της, ειπε:
-Ο,τι εγινε χτες, θα μεινει στο χτες. Μην τολμησες ποτε να πεις τιποτα σε κανεναν. Φευγοντας απο εδω, θα πας στο χωριο. Θα βρεις την Κατερινα και θα της ζητησεις να παντρευτειτε. 
-Κι αν αρνηθω;
-Δε θα αρνηθεις... Ξερεις, υπαρχει μια λεπτομερεια που δε σου εχω πει... ο Δημητρης Αναγνωστου, το αφεντικο σου, ειναι πατερας της καλυτερης μου φιλης... κοιτα συμπτωση! Μια μου λεξη και δε θα ξαναβρεις ποτε δουλεια σε καραβι!
- Δε θα το κανεις!...
-Ω μα να εισαι σιγουρος πως θα το κανω!Αν τολμησεις να την πληγωσεις, αν δω στα ματια της εστω και ενα δακρυ εξαιτιας σου, θα κανω αυτο κι αλλα πολλα να σε καταστρεψω... μην κανεις το λαθος να με δοκιμασεις... Και τωρα φευγα! Δρομο!
Ανοιξε την πορτα και τον πεταξε εξω. Εμεινε να ακουει τα βηματα του να ξεμακραινουν... ηξερε πως μαζι του επαιρνε καθε πιθανοτητα να γινει ευτυχισμενη... αποχαιρετισε σιωπηλα την καρδια της κι αφησε τα δακρυα ελευθερα να θρηνησουν τη ζωη που δεν εζησε...

Λιγες μερες αργοτερα, μια απαστραπτουσα Κατερινα της ανακοινωνε τον αρραβωνα της με τον αντρα που αγαπουσε. Τη φιλησε σταυρωτα και την αγκαλιασε σφιχτα. 
- Ειδες; Στο ειχα πει πως δεν ειναι παλιανθρωπος! 
-Ναι κοριτσι μου! Η ωρα η καλη! 

Οι μερες επειτα περνουσαν αδιαφορα. Η Κατερινα προετοιμαζοταν πυρετωδως για τον αρραβωνα. Ο γαμος θα γινοταν μολις ο Γιωργος επεστρεφε απο το επομενο μπαρκο. 

Ακριβως την προηγουμενη των αρραβωνων, την ωρα που σχολουσε απο τη δουλεια της, ενιωσε ενα χερι να την τραβαει και να τη σπρωχνει στην εσοχη μιας πολυκατοικιας. Ηταν Σεπτεμβρης κι ειχαν αρχισει τα πρωτοβροχια. Εκεινη τη μερα η βροχη επεφτε με λυσσα. Ο Γιωργος χωρις να μιλησει την εσφιξε πανω του. Το προσωπο του αυλακωναν σταλες... αν ηταν βροχη η δακρυα δεν ξεχωριζε. Πηγε κατι να πει να φωναξει, αλλα μολις τον κοιταξε πιο προσεκτικα εμεινε σιωπηλη. Κατι στο βλεμμα του την τρομαζε...
- Τουλα, εγω... δεν ειναι ακομα αργα... σε παρακαλω... προλαβαινουμε... δεν ξεχασα... δεν μπορεσα... σε παρακαλω... στο χερι σου ειναι...
Στην αρχη δεν καταλαβε. Οταν ομως εσκυψε και τη φιλησε ολα ξεκαθαρισαν. Το μυαλο της θολωσε. Ηταν δυνατον; Ωστε την αγαπουσε; Κι η Κατερινα; Ω μα ηταν ολα τελικα ενα μεγαλο λαθος; Οχι, οχι, δεν μπορουσε να το κανει αυτο στην Κατερινα!Τον λατρευε!Κι ηδη την ειχε προδωσει μια φορα...
-Ειναι πολυ αργα Γιωργο... πολυ αργα... θυμησου τι σου ειπα... μην την πληγωσεις ποτε! 
Δεν ειπε τιποτα... εσκυψε το κεφαλι και βγηκε ξανα μες στη βροχη.
Η Τουλα τον κοιτουσε ωσπου χαθηκε... εκανε ενα βημα αλλα ο αερας μεσα της λιγοστεψε ξαφνικα, τα κτιρια γιναν χερια απειλητικα που την αρπαξαν κι αρχισαν να τη στροβιλιζουν στον αερα με φρενηρεις ρυθμους κι αυτη γυρνουσε γυρνουσε γυρνουσε... ωσπου μαυρισε ο τοπος και ξαπλωθηκε κατα γης..
Οταν συνηλθε βρισκοταν στον ολολευκο θαλαμο του νοσοκομειου. Λιγο παραπερα αναγνωρισε θολα τη φιγουρα της Κατερινας και την ακουσε αμυδρα να ευχαριστει το γιατρο που εφευγε. Μολις τελειωσαν ηρθε κοντα της και τη βοηθησε να ανασηκωθει. Η Τουλα ενιωθε οτι κατι δεν πηγαινε καλα. Η αδερφη της την κοιτουσε παραξενα, ψυχρα.
-Πως εισαι;
-Δεν ξερω... ζαλισμενη...
- Λογικο... θες λιγο νερο; 
-Ναι σε παρακαλω.
Καθως εκανε να βγει, η Κατερινα γυρισε αποτομα και τη ρωτησε:
-Τουλα ποιανου ειναι το παιδι που κουβαλας;

Αυτη ηταν η δικη μου συμμετοχη στο συλλογικο εργο Η Σοφιτα.

     


Η «Σοφίτα» είναι ένα συλλογικό διήγημα και βασίζεται σε μια ιδέα της Μαρίας Νικολάου, που το ξεκίνησε, το συντονίζει και θα το ολοκληρώσει στο ΚΕΙΜΕΝΟ της.
Δεκαέξι μπλόγκερς, δημιουργούμε μια σπονδυλωτή ιστορία, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση και προσχέδιο, αλλά με μοναδικό μπούσουλα την έμπνευση και τη φαντασία μας. Καθεμιά μας παραλαμβάνει την ιστορία-σκυτάλη απ’ την προηγούμενη, τη συνεχίζει και την παραδίδει στην επόμενη.
Εν αρχή ην ο λόγος  της Μαρίας λοιπόν και η αυλαία θα πέσει απ’ την ίδια, μόλις ολοκληρωθεί ο κύκλος των μπλόγκερς.
Ακολουθει η Κατερινα Βεριγκα.