Ηταν εκείνες οι μερες,
οι πρωτες της άνοιξης.
Αυτές που πρωτοσυλλαβιζουν το σ' αγαπω αναμεσα στις ανθισμένες νεραντζιές. Θροίζουν τ' άνθη τα λευκά.
Μοσχομυρίζει αγαπη ο τόπος.
Οι μέρες που ο ουρανός διεκδικεί ξανά
το γαλάζιο του χρωμα.
Ο ήλιος παίρνει θριαμβευτικά το θρόνο του στο στερέωμα του κόσμου.
Κρυφτουλι παίζουν οι αχτίδες με τα συννεφα κι ακούγονται τα γέλια των αγγέλων.
Ήταν εκείνες οι μέρες
που ένας μικρούλης Έρωτας
κρύβεται πισω από τις τριανταφυλλιές στο πάρκο.
Σημαδεύει τις μισερές καρδιες,
δανείζεται το κοκκινο απ' το αιμα τους
κι άλικη χρωματίζει τη μοναξιά.
Οι μέρες οι παράξενες, οι απόλυτες
που όλα φωνάζουν την ανάσταση.
Η ζωη το θάνατο για αλλη μια φορα ξεγελα και κοροϊδευτικά του βγάζει τη γλώσσα.
Ήταν εκείνες οι μέρες
που η θάλασσα ανταριάζει κρυφά.
Και γαληνεύει κι αφήνει το θυμό της
να γίνει λευκό ανθάκι.
Κύμα το κανει απαλό.
Στην αγκαλιά της νανουρίζει
τους αποκαμωμένους εραστές.
Οι μέρες που εναστρες νύχτες ξημερώνουν. Που μπλεκεται το φως με το σκοτάδι
κι οι ευωδιές των γιασεμιών συναγωνίζονται εκείνες των κορμιών που ερωτεύονται. Κλαδιά δάφνης στεφανώνουν τα μαλλιά
και ολα τα δάκρυα γίνονται
βροχή από αστέρια.
Ήταν εκείνες οι μέρες
που τα βράδια τις κρυσταλλώνουν.
Τις κανουν σταλαγμίτες.
Στάζουν μικρά κοφτερα διαμαντάκια.
Τα δροσερά όνειρα των κοριτσιών στολίζουν, ματώνοντάς τα.
Οι μέρες της φωτιάς και του αέρα.
Που το βλέμμα μου ακούμπησα σε δυο μάτια. Βαρκούλα τα έκανα
και τολμησα ενα ταξίδι
στα πιο βαθιά σκοτάδια μου.
Φάρο τα έκανα
και με οδήγησαν πίσω στο φως.
Ηταν εκείνες οι μερες
που σ' αγιασμένα ύδατα
γυμνή έπλυνα τις πληγές μου.
Μυστήριο μεγαλο κι ιερό,
εξαγνίστηκα.
Αυτή την Άνοιξη,
Έρωτα τη βάφτισα.
Βαφτίστηκα κι εγώ ξανά,
Γυναίκα.
οι πρωτες της άνοιξης.
Αυτές που πρωτοσυλλαβιζουν το σ' αγαπω αναμεσα στις ανθισμένες νεραντζιές. Θροίζουν τ' άνθη τα λευκά.
Μοσχομυρίζει αγαπη ο τόπος.
Οι μέρες που ο ουρανός διεκδικεί ξανά
το γαλάζιο του χρωμα.
Ο ήλιος παίρνει θριαμβευτικά το θρόνο του στο στερέωμα του κόσμου.
Κρυφτουλι παίζουν οι αχτίδες με τα συννεφα κι ακούγονται τα γέλια των αγγέλων.
Ήταν εκείνες οι μέρες
που ένας μικρούλης Έρωτας
κρύβεται πισω από τις τριανταφυλλιές στο πάρκο.
Σημαδεύει τις μισερές καρδιες,
δανείζεται το κοκκινο απ' το αιμα τους
κι άλικη χρωματίζει τη μοναξιά.
Οι μέρες οι παράξενες, οι απόλυτες
που όλα φωνάζουν την ανάσταση.
Η ζωη το θάνατο για αλλη μια φορα ξεγελα και κοροϊδευτικά του βγάζει τη γλώσσα.
Ήταν εκείνες οι μέρες
που η θάλασσα ανταριάζει κρυφά.
Και γαληνεύει κι αφήνει το θυμό της
να γίνει λευκό ανθάκι.
Κύμα το κανει απαλό.
Στην αγκαλιά της νανουρίζει
τους αποκαμωμένους εραστές.
Οι μέρες που εναστρες νύχτες ξημερώνουν. Που μπλεκεται το φως με το σκοτάδι
κι οι ευωδιές των γιασεμιών συναγωνίζονται εκείνες των κορμιών που ερωτεύονται. Κλαδιά δάφνης στεφανώνουν τα μαλλιά
και ολα τα δάκρυα γίνονται
βροχή από αστέρια.
Ήταν εκείνες οι μέρες
που τα βράδια τις κρυσταλλώνουν.
Τις κανουν σταλαγμίτες.
Στάζουν μικρά κοφτερα διαμαντάκια.
Τα δροσερά όνειρα των κοριτσιών στολίζουν, ματώνοντάς τα.
Οι μέρες της φωτιάς και του αέρα.
Που το βλέμμα μου ακούμπησα σε δυο μάτια. Βαρκούλα τα έκανα
και τολμησα ενα ταξίδι
στα πιο βαθιά σκοτάδια μου.
Φάρο τα έκανα
και με οδήγησαν πίσω στο φως.
Ηταν εκείνες οι μερες
που σ' αγιασμένα ύδατα
γυμνή έπλυνα τις πληγές μου.
Μυστήριο μεγαλο κι ιερό,
εξαγνίστηκα.
Αυτή την Άνοιξη,
Έρωτα τη βάφτισα.
Βαφτίστηκα κι εγώ ξανά,
Γυναίκα.