(Φτασαμε αισιως στο 7ο και τελευταιο μερος του ταξιδιου της αγαπης. Και παλι σας ευχαριστω που συνταξιδεψαμε...)
Τη θάψαμε κάτω
από μια αμυγδαλιά, στον κήπο του σπιτιού
μας στο χωριό. Μαζί της θάψαμε και την
καρδιά μου, τη μέρα εκείνη έπαψα να ζω,
νέκρωσα από αισθήματα. Το παιδί δεν το
πλησίαζα καν. Ήξερα κατά βάθος πως δεν
έφταιγε, πως ήταν ένα άτυχο πλάσμα που
ορφάνεψε από μάνα τόσο μικρό, πως με
είχε ανάγκη… μα δεν μπορούσα καταλαβαίνεις;
Για μένα, αυτό το κοριτσάκι είχε κλέψει
από κοντά μου τη μοναδική μου αγάπη, το
λόγο της ύπαρξής μου. Δεν μπορούσα ούτε
να την κοιτάξω χωρίς να σκεφτώ πως αν
δεν ήταν εκείνη η Κατίνα μου θα ζούσε
ακόμα. Και το άτιμο, μου τη θύμιζε τόσο
πολύ! Ίδια η μάνα της ήταν, από μένα είχε
πάρει μόνο τα γαλάζια μου μάτια, τα
μαλλιά, τα χείλη, οι εκφράσεις, τα
ζυγωματικά, το λευκό δέρμα, όλα μου
θύμιζαν εκείνη. Δεν άντεξα… θα ‘ταν
δεν θα ‘ταν έξι μηνών όταν έπιασα τον
Ανέστη και του ανακοίνωσα πως εγώ δεν
μπορούσα να τη βλέπω πια να μεγαλώνει.
Αν ήθελε εκείνος με τη γυναίκα του να
την υιοθετήσουν καλώς, αλλιώς θα την
έδινα σε κάποια άλλη οικογένεια.
-Τι έκανες κυρ-
Στέλλιο; Πώς το ‘κανες αυτό; Παιδί σου
ήταν!... μου ξέφυγε χωρίς να το σκεφτώ…
-Το ξέρω. Έχω
πικρά μετανιώσει αγόρι μου, αλλά είναι
αργά…
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ