Είσαι παιδί ακόμα 14 χρονών. Γνωρίζεις ένα πανέμορφο αγόρι με καταπράσινα μάτια. Γίνεστε φίλοι. Το νιώθεις μέρα με τη μέρα πως αυτό που υπάρχει ανάμεσά σας δεν είναι φιλία. Κι έρχεται η στιγμή δυο χρόνια μετά να ξεσπάσει όλο το πάθος που έβραζε μέσα σας. Όλα στο κόκκινο. Στιγμές κινηματογραφικές και μια ένταση συναισθημάτων απερίγραπτη. Ένας έρωτας έντονο κόκκινο σαν αυτό της παπαρούνας στο λιβάδι. Αρχίζουν τα πρώτα σύννεφα. Κόκκινο πάλι. Σκούρο ανταριασμένο. Περνάς 9 χρόνια αλλάζοντας αποχρώσεις του κόκκινου, πάντα με την ίδια ένταση το ίδιο πάθος.
Σπας. Φέυγεις, φεύγει...Μένετε 1,5 χρόνο χώρια κι όμως κανείς και τίποτα δεν μπορεί να ανατρέψει αυτόν τον έρωτα. Επιστρέφεις. Ξέρεις καλά ότι με αυτόν τον άνθρωπο δεν ταιριάζεις. Όμως έχεις βρει τον ένα, το μοναδικό, τον έρωτα της ζωής σου. Πόσοι μπορούν να το πουν αυτό;
Παντρεύεστε. Ξανά όλα κόκκινα. Πάθος στον έρωτα, πάθος και στους καυγάδες. Και μια βαθιά κατακόκκινη αγάπη που μεγαλώνει μέρα τη μέρα. Έρχεται το πρώτο παιδί. Έρχονται και τα πρώτα σοβαρά οικονομικά ζόρια. Είσαι εκεί το παλεύεις, το παλεύετε μαζί. Το κόκκινο σκουραίνει αρχίζει επικίνδυνα να μοιάζει με μαύρο. Ξημερώνει πάλι. Η αγάπη γιγαντώνεται, ο έρωτας παραμένει ίδιος μετά από τόσα χρόνια. Το κόκκινο αλλάζει, παιρνει τη γλύκα του ροδοκόκκινου του ουρανού στο ηλιοβασίλεμα. Οι διαφορές παραμένουν, οι χαρακτήρες δεν αλλάζουν, μα υπάρχει μια γαλήνη μια ηρεμία κι αυτή η απόχρωση σε κάνει να νιώθεις ασφαλής. Έρχεται το δεύτερο παιδί. Οι ισορροπίες ανατρέπονται και πάλι. Στην αρχή δυναμώνεις, νιώθεις να πλησιάζεις, η απόσταση μικραίνει, απολαμβάνεις την κάθε στιγμή. Όλα είναι εκεί όμως. Κι η αγάπη και το πάθος κι η ασυμφωνία χαρακτήρων κι ο κατακόκκινος έρωτας και η ζήλεια. Και μετά το μπαμ. Το κόκκινο παίρνει το χρώμα του αίματος. Ματώνεις και ματώνει μαζί σου κι εκείνος και τα παιδιά σας. Πληγώνετε κάθε μέρα ανεπανόρθωτα ο ένας τον άλλο και την αγάπη σας που αιμορραγεί.
Κι έρχεται η μέρα που πάντα φοβόσουν. Η μέρα που ξυπνάς και δεν είναι πια εκεί. Η μέρα που η απόσταση μοιάζει χαώδης, ανυπέρβλητη. Είναι. Η μέρα που το παιδί σε ρωτάει "πότε θα γυρίσει ο μπαμπάς;" κι εσύ πρέπει να απαντήσεις "δε θα γυρίσει αγάπη μου ο μπαμπάς". Η μέρα που έρχεται και παίρνει τα παιδιά για βόλτα κι ανταλάσσεις ένα τυπικό χαιρετισμό. Και μέσα σου πεθαίνεις. Και κάθε πρωί ξυπνάς κι αναρρωτιέσαι πώς θα βγάλεις τη μέρα. Κι όλο το σπίτι σε πνίγει, οι αναμνήσεις σε πνίγουν, καλές και κακές. Πνίγεσαι.. Μαύρο. Πίσσα...
Και λες όχι δεν θα το άλλαζα. Δε θα ήθελα να μη νιώσω τόσο δυνατά συναισθήματα όσο κι αν έχω πονέσει κι ακόμα πονάω.
Τα μεγάλα πάθη είναι επικίνδυνα όμορφα. Σε παρασέρνουν στη δίνη τους και χάνεσαι.
Όταν ζεις διαρκώς στα κόκκινα, έρχεται η ώρα που θα ζήσεις και στο μαύρο...
Σπας. Φέυγεις, φεύγει...Μένετε 1,5 χρόνο χώρια κι όμως κανείς και τίποτα δεν μπορεί να ανατρέψει αυτόν τον έρωτα. Επιστρέφεις. Ξέρεις καλά ότι με αυτόν τον άνθρωπο δεν ταιριάζεις. Όμως έχεις βρει τον ένα, το μοναδικό, τον έρωτα της ζωής σου. Πόσοι μπορούν να το πουν αυτό;
Παντρεύεστε. Ξανά όλα κόκκινα. Πάθος στον έρωτα, πάθος και στους καυγάδες. Και μια βαθιά κατακόκκινη αγάπη που μεγαλώνει μέρα τη μέρα. Έρχεται το πρώτο παιδί. Έρχονται και τα πρώτα σοβαρά οικονομικά ζόρια. Είσαι εκεί το παλεύεις, το παλεύετε μαζί. Το κόκκινο σκουραίνει αρχίζει επικίνδυνα να μοιάζει με μαύρο. Ξημερώνει πάλι. Η αγάπη γιγαντώνεται, ο έρωτας παραμένει ίδιος μετά από τόσα χρόνια. Το κόκκινο αλλάζει, παιρνει τη γλύκα του ροδοκόκκινου του ουρανού στο ηλιοβασίλεμα. Οι διαφορές παραμένουν, οι χαρακτήρες δεν αλλάζουν, μα υπάρχει μια γαλήνη μια ηρεμία κι αυτή η απόχρωση σε κάνει να νιώθεις ασφαλής. Έρχεται το δεύτερο παιδί. Οι ισορροπίες ανατρέπονται και πάλι. Στην αρχή δυναμώνεις, νιώθεις να πλησιάζεις, η απόσταση μικραίνει, απολαμβάνεις την κάθε στιγμή. Όλα είναι εκεί όμως. Κι η αγάπη και το πάθος κι η ασυμφωνία χαρακτήρων κι ο κατακόκκινος έρωτας και η ζήλεια. Και μετά το μπαμ. Το κόκκινο παίρνει το χρώμα του αίματος. Ματώνεις και ματώνει μαζί σου κι εκείνος και τα παιδιά σας. Πληγώνετε κάθε μέρα ανεπανόρθωτα ο ένας τον άλλο και την αγάπη σας που αιμορραγεί.
Κι έρχεται η μέρα που πάντα φοβόσουν. Η μέρα που ξυπνάς και δεν είναι πια εκεί. Η μέρα που η απόσταση μοιάζει χαώδης, ανυπέρβλητη. Είναι. Η μέρα που το παιδί σε ρωτάει "πότε θα γυρίσει ο μπαμπάς;" κι εσύ πρέπει να απαντήσεις "δε θα γυρίσει αγάπη μου ο μπαμπάς". Η μέρα που έρχεται και παίρνει τα παιδιά για βόλτα κι ανταλάσσεις ένα τυπικό χαιρετισμό. Και μέσα σου πεθαίνεις. Και κάθε πρωί ξυπνάς κι αναρρωτιέσαι πώς θα βγάλεις τη μέρα. Κι όλο το σπίτι σε πνίγει, οι αναμνήσεις σε πνίγουν, καλές και κακές. Πνίγεσαι.. Μαύρο. Πίσσα...
Και λες όχι δεν θα το άλλαζα. Δε θα ήθελα να μη νιώσω τόσο δυνατά συναισθήματα όσο κι αν έχω πονέσει κι ακόμα πονάω.
Τα μεγάλα πάθη είναι επικίνδυνα όμορφα. Σε παρασέρνουν στη δίνη τους και χάνεσαι.
Όταν ζεις διαρκώς στα κόκκινα, έρχεται η ώρα που θα ζήσεις και στο μαύρο...