Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Με γυμνά τα πέλματα
υποδέχτηκα την Άνοιξη. 
Στη χώρα των ποιητών,
οι λυγμοί με τη βροχή 
γίνονται ένα. 
Εδώ μπορείς να δεις
πράγματα θαυμαστά κι απίθανα. 
Τα ξόανα χορεύουν 
ανάμεσα στα στάχυα. 
Οι νάνοι αδειάζουν το χρυσάφι τους. 
Αίμα χύνεται πηχτό, χρυσοκόκκινο.
Ο γαλάζιος μανδύας που ενδύθηκα,
έβγαλε νύχια. 
Μακριά, γαμψά, μαύρα νύχια.
Ξεπήδησαν απ' τα μαλλιά μου.
Καθώς προχωρώ,  ξυπόλητη,
γαντζώνονται και ξεριζώνουν
τις τριανταφυλλιές.
Τα φαντάσματα γύρω
με περιγελούν.
Στη χώρα των ποιητών
τίποτα δεν είναι αδύνατο.
Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.
Τώρα, τα νύχια έγιναν κλωστές.
Μεταξωτές, αραχνοΰφαντες.
Κι ο μανδύας μου δεν είναι
πια γαλάζιος, μα λευκός.
Οι φρικτές μορφές
που πριν λίγο με περιέπαιζαν,
τώρα στοργικά χαμογελούν.
Τα σάπια δόντια τους
πέφτουν απ' το στόμα τους.
Φτάνουν στη γη μαργαριτάρια.
Στη χώρα των ποιητών
η μουσική έχει άλλο μέτρο.
Η γαλήνη εδώ δεν ορίζεται.
Ο 
θάνατος δεν υπάρχει.
Οι σκέψεις ροδόσταμο στάζουν 
και περνούν στην αθανασία. 
Η Ποίηση,  Κυρά πανώρια 
και νεράιδα, διαφεντεύει το παρόν.
Το πριν και το μετά 
εξαϋλώνονται στο τώρα.
Το νου σου, ταξιδευτή.
Στη χώρα των ποιητών 
εισέρχεσαι χωρίς ενδύματα.
Εισέρχεσαι αδύναμος, ισχνός.
Εδώ δεν έχει καταφύγιο 
για τους σώφρονες.
Αν είσαι κατατρεγμένος,
εμμονικός, λίγο παράωρος,
τότε μόνο θα ξεδιψάσεις στις πηγές της.
Αίμα αναβλύζουν και κρασί,
μπρούσκο γλυκόπιοτο.
Κι αν είσαι τυχερός, 
η Κυρά θα σου φανερωθεί 
σε όλη της τη δόξα.
Μα, μη λαθέψεις.
Αν σ' αγκαλιάσει,
μην πιστέψεις πως την κέρδισες. 
Μην απατάσαι πως
την έχεις κατακτήσει,  
αν σου επιτρέψει να την αγγίξεις, 
στον κόρφο της ζεστά
να αποκοιμηθείς.
Εκείνη σε διάλεξε. 
Εκείνη άτακτα εισχωρεί 
με κάθε χάδι της
βαθιά στις φλέβες σου.
Με κάθε λέξη, τις σκίζει. 
Βγαίνουν οι φλέβες 
απ' το δέρμα σου.
Τα χέρια σου γίνονται κλαδιά 
και το κορμί σου δέντρο.
Πονάς...
Μα τι γλυκός αλήθεια 
είναι αυτός ο πόνος!
Γιατί εσύ τόλμησες 
ν' αγγίξεις την Ποίηση. 
Γιατί σε σένα αποκάλυψε 
το πιο σκληρό, 
το πιο τρυφερό της πρόσωπο. 
Στη χώρα των ποιητών 
όνειρα κι εφιάλτες γίνονται ένα. 
Σσσς.. μη μιλάς! Σιωπή!
Με σιωπή κι ευλάβεια 
να εισέλθεις. 
Είναι ιερός αυτός ο τόπος.
Εδώ ανασαίνουν οι ψυχές 
οι λαβωμένες
κι από το χώμα
φτιάχνουν ουρανό. 
Με σιωπή κι ευλάβεια 
να εισέλθεις.
Και μ' ευθύνη δική σου.
Ποτέ κανείς δε γύρισε αλώβητος. 
Όσο για μένα... δεν νεκρώθηκα.
Ολοζώντανη, ξυπόλητη, 
της τρέλας και του πάθους 
υφαίνω τις κορδέλες. 
Πολύχρωμο γαϊτανάκι τις πλέκω
και το δένω σφιχτά στον καρπό μου.
Εδώ, σε αυτόν τον λαβύρινθο,
που μήτε οι πεταλούδες 
την έξοδο δε βρίσκουν,
εναπόθεσα το γέλιο 
και το δάκρυ μου.
Την ψυχή μου
τη φόρεσα στην παλάμη μου. 
Και με γυμνά τα πέλματα 
υποδέχτηκα την Άνοιξη. 

Καλημερα φιλοι μου και χρονια πολλα!
Χριστος Ανεστη!
Αυτη ηταν η συμμετοχη μου στο 23ο Συμποσιο Ποιησης.
Ευχαριστω θερμα ολους οσουςτην διαβασαν και ολους οσους την ξεχωρισαν.
Πεταλουδισια φιλια!