Όλα φαίνονταν θολά πίσω από το βρεγμένο τζάμι. Κάποια φωτάκια τρεμόπαιζαν στο απέναντι παράθυρο. Είχε μπει ο Δεκέμβρης και ο κόσμος γύρω χόρευε στους γιορτινούς ρυθμούς. Τα παιδιά χάζευαν τα γλυκά και τα παιχνίδια στις Χριστουγεννιάτικες βιτρίνες. Ένα ανθρώπινο ποτάμι πλημμύριζε τον πεζόδρομο με τα μαγαζιά, οι καφετέριες και τα μεζεδοπωλεία γεμάτα και τα χαμόγελα έδιναν κι έπαιρναν. Η κρίση κρίση αλλά η φτώχεια θέλει καλοπέραση.
Όλο αυτό το κλίμα υποχρεωτικής ευδαιμονίας του έδινε στα νεύρα. Πάντα η εποχή αυτή του προκαλούσε μελαγχολία. Θες γιατί όταν όλοι γιόρταζαν εκείνος δούλευε; Θες γιατι ποτέ δεν είχε νιώσει αυτό που λέμε οικογενειακή θαλπωρή; Ακόμα ίσως γιατί ερχόταν το τέλος άλλης μιας χρονιάς που τίποτα δεν είχε αλλάξει, που όλα έμεναν στάσιμα.
Φέτος όμως, είχε αποφασίσει να κάνει κάτι διαφορετικό. Δεν θα περνούσε αυτές τις μέρες μόνος του. Θα έψαχνε παρέα αληθινή, καρδιακή στα πιο απίθανα μέρη. Εκεί που η ανθρώπινη αξιοπρέπεια υπέφερε, αλλά η ανθρωπιά είχε μια άλλη ξεχωριστή θέση.
Πάρκαρε λίγο παραπέρα από την πλατεία. Το μέρος θεωρούνταν επικίνδυνο μόλις έπεφτε η νύχτα. Στα χέρια του κρατούσε διάφορες τσάντες. Όλες περιείχαν το ίδιο ακριβώς. Ένα μπουκάλι κονιάκ, ένα πακέτο τσιγάρα κι έναν μαλλινο σκούφο. Άρχισε να περπατάει ανάμεσα στις φωτιές από χαρτόκουτα. Πλησίαζε έναν έναν τους ανθρώπους με τα σκυφτά κεφάλια και τα καμμένα βλέμματα. Τους έτεινε από μια σακούλα κι έφευγε σιωπηλός. Όταν έφτασε στο τέρμα στάθηκε κρυμμένος παράμερα και παρατηρούσε τις αντιδράσεις όσων άνοιγαν τη σακούλα. Άλλοι άρπαζαν με λαχτάρα το ποτό, άλλοι ευλαβικά άναβαν ένα τσιγάρο. Στην τελευταία φωτιά μια νεαρή γυναίκα αγκάλιαζε ένα αγοράκι γύρω στα 12. Του φόρεσε με αγάπη το σκούφο κι άφησε έναν αναστεναγμό. Το αγόρι είχε γυρίσει προς το μέρος που κρυβόταν. Τον είδε και με θάρρος τον πλησίασε. "Έλα" του είπε και τον πήρε από το χέρι. Τον τράβηξε κοντά του δίπλα από τη φωτιά και του έγνεψε να καθίσει μαζί τους. Έβγαλε ένα πλαστικό ποτήρι τον τράταρε κονιάκ. Έβαλε και για τον εαυτό του ένα κι άναψε τσιγάρο. Υπό άλλες συνθήκες, θα είχε σοκαριστεί θα είχε θυμώσει, θα είχε μαλώσει το 12χρονο αγόρι που έπινε και κάπνιζε. Όμως απόψε ήταν αλλιώς. Απόψε δεν υπήρχε λάθος και σωστό δεν υπήρχε κριτική. Μόνο η ανάγκη να πάρει και να δώσει αγάπη. Δίπλα τους η μητέρα του, με μάτια κόκκινα από τον πυρετό ή την εξάρτηση ή ισως τα δάκρυα τον κοιτούσε γεμάτη ευγνωμοσύνη χωρίς να πει λέξη.
Πλάι πλάι τους βρήκε το πρωί. Τα λόγια τους λιγοστά. Μοιράστηκαν το κονιάκ και τα τσιγάρα, τη ζεστασιά της φλόγας που σιγόκαιγε. Μοιράστηκαν και μια άλλη ζεστασιά, αυτή που λιώνει τους πάγους της ψυχής, αυτή που μοιράζονται μόνο όσοι λιώνουν από κάποιον καημό. Διαφορετικές ζωές, διαφορετικοί καημοί, ένας πόνος.
Με το ξημέρωμα γύρισε στο άδειο του σπίτι. Άναψε το τζάκι κι άνοιξε ένα παλιό κουτί από παπούτσια. Από μέσα άρχισαν να ξεπηδούν παλιές φωτογραφίες, γράμματα, ημερολόγια. Ένα ένα τα έριξε στη φωτιά. Το δεντράκι στο απέναντι παράθυρο ακόμα αναβόσβηνε γιορτινά. Η θολούρα στα μάτια του επέστρεψε. Ένα δάκρυ κύλησε αργά. Αποχαιρέτισε όσα τον κρατούσαν δέσμιο στο παρελθόν κι υποσχέθηκε στον εαυτό του πως ξημέρωνε ένα νέο μέλλον. Κι έτσι, δακρυσμένος, αλλά γεμάτος, αποκοιμήθηκε δίπλα στις φλόγες.
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στη
ΦΩΤΟ-ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΗ ΣΚΥΤΤΑΛΗ της Μαίρης από τη
ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ
Τη φωτογραφία μου έδωσε η Μαρίνα από το μπλογκ
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΡΩΤΕΥΟΜΑΙ ΤΗ ΖΩΗ
Παραδίδω τη σκυττάλη στην Woman in blogs από το μπλογκ
A BUTTON ON THE MOON
Ελπίζω να σου αρέσει η φωτογραφία που σου διάλεξα:
Kαλή εβδομάδα και πεταλουδίσια φιλιά σε όλους!