Ηταν ενα απο εκεινα τα μουντα πρωινα, που ολοι τρεχουμε βιαστικα να παμε στη δουλεια μας. Τοσο βιαστικα που ειναι σαν να προσπερναμε τη ζωη. Λιγο καφε, μια τελευταια ματια στον καθρεφτη, διορθωση στο μακιγιαζ κι ετοιμη. Η εικονα περιποιημενη. Και στημενη. Στην πραγματικοτητα ηθελα μονο να ξαναβαλω τις πιτζαμες μου και να ξαναχωθω στο κρεβατι, αγκαλια με το μικρο μου αγορακι. Και τον πατερα του. Στη σκεψη του αντρα μου χαμογελασα και χαϊδεψα ασυναισθητα τη μικρη αλυσιδα με τον φτερωτο θεο που στολιζε το λαιμο μου. Κοσμημα φτηνο, ασημενιο, που ομως ειχε για μενα τεραστια αξια. Ηταν το πρωτο του δωρο, οταν κλειναμε ενα μηνα σχεσης. Δεκα χρονια μετα, φοραω ακομα τον Ερωτα, για να θυμαμαι ποσο δυνατα ερωτευτηκαμε και να προσπαθω για εμας οσο περισσοτερο μπορω.
Εκλεισα πισω μου την πορτα και ξεκινησα. Καθως κατεβαινα απο το λεωφορειο για να μπω στο σταθμο του ηλεκτρικου, ακουσα μια λεπτη φωνουλα διπλα μου. "Δωσε κατι κυρια, να φαω κυρια". Δεν εστρεψα το βλεμμα, προχωρησα. Ενα λεπτο αργοτερα, την προσοχη μου τραβηξαν οι φωνες.
-Δεν ντρεπεσαι βρωμοκοριτσο!
-Αφηστε με, σας παρακαλω. Κυρια, κυρια σας παρακαλω!
Στην αρχη δεν το καταλαβα, αλλα το "κυρια" απευθυνοταν σε μενα. Πλησιασα. Ειχε μαζευτει κι αλλος κοσμος. Ενας αντρας μεσης ηλικιας, με γκριζα μαλλια και σκουφο, κρατουσε δυνατα απο το μπρατσο ενα κοριτσακι. Το ιδιο κοριτσακι που μου ειχε ζητησει χρηματα πριν λιγο. Θα 'ταν δεν θα 'ταν 8 χρονων. Αυτη εκλαιγε με λυγμους και πασχιζε να ξεφυγει. Ματαια ομως. Ο αντρας την ειχε αρπαξει για τα καλα και της φωναζε.
-Κλεφτρα!
-Δεν ειμαι κλεφτρα! Κυρια, κυρια! ειπε παλι.
Ειχα σαστισει, δεν ηξερα δεν καταλαβαινα γιατι αυτο το πλασματακι, με τα μακρυα ξανθα μαλλια πιασμενα αλογοουρα και τα βρωμικα ρουχα με φωναζε με τοση επιμονη. Και τοτε το ειδα να γυαλιζει αναμεσα στα μικροσκοπικα της δαχτυλα. Εφερα μηχανικα το χερι στο λαιμο μου. Ελειπε. Τοτε, το μικρο κοριτσι καταφερε να ξεφυγει κι ο αντρας την τραβηξε δυνατα απο τα μαλλια.
-Σταματα! Τι κανεις! του φωναξα
-Για μιλα, για πες στην κυρια τι εκανες βρωμοπαιδο.
-Κυρια...εγω...εσεις...να...δεν ειμαι κλεφτρα.... Τα ματια της ετρεχαν ποταμι.
-Αφηστε την σας παρακαλω.
Ο αντρας με κοιταξε απορημενος. Κρατουσε ακομα την κοτσιδα της στα χερια του. Ενιωσα μεσα μου την οργη να φουντωνει.
-ΑΦΗΣΕ ΤΗΝ! ουρλιαξα. Πως την τραβας ετσι! Δεν βλεπεις οτι ειναι παιδι!
-Χα! Ναι, να τη λυπηθουμε κιολας!
-Λοιπον, θα την αναλαβω εγω τωρα, ενταξει; Ευχαριστω για τον κοπο, αλλα δεν χρειαζομαι αλλη βοηθεια.
-Κατι τετοιες σαν εσενα χαλανε τον κοσμο. Εγω φταιω που πηγα να βοηθησω.
Φυσικα, δεν εκανα τον κοπο να απαντησω. Ελευθερωσε επιτελους το παιδι, φροντιζοντας πρωτα να ριξει επανω της το πιο επιτιμητικο του βλεμμα. Ημουν σιγουρη πως η μικρη θα το εβαζε στα ποδια. Με διεψευσε.
-Ευχαριστω.
-Εισαι καλα; τη ρωτησα και την επιασα απο το χερακι της που ετρεμε. Εγνεψε καταφατικα, αλλα τα ματακια της ακομα δεν ειχαν στερεψει.
-Τι συνεβη θα μου πεις; Πως βρεθηκε στα χερια σου το κολιε μου;
-Κυρια, δεν ειμαι κλεφτρα! Αληθεια σας λεω!
-Σσσσς...σωπα...εγω δεν σε κατηγορησα για κατι. Περιμενω να μου πεις.
-Να, την ωρα που περνουσατε απο μπροστα μου, σας επεσε. Εγω το μαζεψα και σηκωθηκα να σας το δωσω. Και τοτε...
Παλι κλαματα, με λυγμους αυτη τη φορα. Δεν αντεξα, την αγκαλιασα σφιχτα. Δε με ενοιαζε ουτε η βρωμια στα ρουχα της, ουτε ο κοσμος που περνουσε και μας εβλεπε ουτε τιποτα αλλο. Με ενοιαζε μονο η τραυματισμενη ψυχη ενος αγγελου που μολις την ειχε αφησει στα ποδια μου. Με αγκαλιασε με ολη της τη δυναμη! Ποσο αναγκη το ειχαμε και οι δυο. Της χαϊδεψα το κεφαλι και την πηρα μαλακα να καθισουμε σε ενα πεζουλι. Μολις ηρεμησε λιγακι τη ρωτησα το ονομα της.
-Ευα.
-Ποσων χρονων εισαι Ευα;
-Εννιά.
-Σχολειο πας;
Δαγκωθηκε και χαμηλωσε το βλεμμα.
-Ξερετε, κυρια, εγω δεν μπορω να παω στο σχολειο.
-Γιατι δεν μπορεις;
-Να, ο μπαμπας και η μαμα μου δεν με αφηνουν. Πρεπει να βγαλω μου λενε χρηματα για να μπορεσουμε να ζησουμε. Ισως να εχουν και δικιο. Ηδη με το ζορι τρωμε...
Σφιχτηκε η ψυχη μου. Δεν ηξερα τι να της πω. Απο τη μια ηθελα να πνιξω αυτους τους γονεις, που με τοση ευκολια εβγαζαν το παιδι τους στη ζητιανια, μεσα στο δρομο, μεσα σε τοσους κινδυνους για να τους βγαλει λεφτα! Απο την αλλη, ποια ημουν εγω για να τους κρινω; Αν ηταν αληθεια κι οντως δεν ειχαν να φανε; Τι ηταν προτιμοτερο για την Ευα, να πηγαινει σχολειο η να τρωει;
Απο τις σκεψεις μου με εβγαλε η γλυκεια της φωνουλα.
-Να, κυρια, παρτε το ασημικο σας. Τοση ωρα το κρατουσε στο χερακι της. Τωρα, το ειχε απλωσει προς το μερος μου, αλλα τα ματια της ηταν καρφωμενα πανω του.
-Σ' αρεσει, Ευα;
-Πολυ! Ειναι πανεμορφο, το πιο ομορφο που εχω δει!
-Δικο σου! της απαντησα
Τιναξε το κεφαλι της και με κοιταξε με το πιο εκπληκτο βλεμμα που εχω δει!
-Κρατα το, της ξαναειπα.
-Αληθεια το λετε;
-Αληθεια.
-Και δεν θα βρω παλι τον μπελα μου;
-Οχι, βρε συ αφου στο χαριζω. Χαμογελασα. Μπορεις να το κανεις ο,τι θες. Να το φορας, να το χαρισεις στη μαμα σου, ακομα και να το πουλησεις.
-Οχι! ΠΟΤΕ δεν θα το πουλησω! Ποτε!
Ειχα φτασει στα ορια μου. Η συγκινηση με πλυμμηριζε σαν ορμητικο κυμα.
-Ακου Ευα. Ξερω ποσο τρομακτικος ειναι για σενα αυτος ο κοσμος. (Και ποσο αδικος ηθελα να πω, αλλα δεν το ειπα.) Ομως θελω παντα να θυμασαι πως δεν ειναι ολοι ανθρωποι κακοι. Υπαρχει και αγαπη και καλοσυνη στον κοσμο αυτο κι αν τωρα περνας δυσκολα, καποια μερα θα εισαι πολυ πολυ καλυτερα. Το υποσχεσαι;
-Το υποσχομαι...
Την εσφιξα ακομα μια φορα στην αγκαλια μου.
-Με λενα Αννα. Οταν το κοιτας να με θυμασαι.
Ειχα ηδη γυρισει προς το δρομο, οταν την ενιωσα να πηδαει, να κρεμεται σχεδον απο το λαιμο μου και να μου δινει ενα φιλι. Κι ηταν αληθεια ενα απο τα πιο γλυκα φιλια που μου εχουν δωσει ποτε.
-Θα σε θυμαμαι... μου ειπε. Κι ειχε ενα χαμογελο ζωγραφισμενο στο προσωπο της. Κι ειχε μεσα στο βλεμμα της την αληθεια.
Προχωρησα, μπηκα στο τρενο, πηγα στη δουλεια μου, γυρισα στο σπιτι, ειχα ακομα πανω μου την αισθηση απο το φιλακι της στο μαγουλο μου. Πηρα το γιο μου και τον αντρα μου τρυφερα στην αγκαλια μου.
Εχει περασει πολυς καιρος απο τοτε, μα ακομα με θυμαμαι να αναρρωτιεμαι, μεσα στην ομορφη οικογενειακη μας αγκαλια, "εκανα την καλη μου πραξη για σημερα;"
Η παραπανω ιστορια, παρολο που περιεχει αυτοβιογραφικα στοιχεια, ειναι προϊον μυθοπλασιας. Θα μπορουσε ομως καλλιστα να ειναι αληθινη. Την αφιερωνω στην Ευα, ενα χαμογελαστο μουτρακι που γνωρισα πριν χρονια σε μια υπογεια διαβαση στην Καλλιθεα. Την αφιερωνω σε ολα αυτα τα παιδια που η ζωη η ισως η κακια ακομα και των δικων τους ανθρωπων τους στερει την ευκαιρια για μαθηση, παιχνιδι, ξεγνοιασια. Ο Θεος να τα εχει καλα!
Η αναρτηση αποτελει μερος της συμμετοχης μου στο παιχνιδι 24 days' challenge του blog myStick land και συμμετεχουν τα εξης ιστολογια:
Εκλεισα πισω μου την πορτα και ξεκινησα. Καθως κατεβαινα απο το λεωφορειο για να μπω στο σταθμο του ηλεκτρικου, ακουσα μια λεπτη φωνουλα διπλα μου. "Δωσε κατι κυρια, να φαω κυρια". Δεν εστρεψα το βλεμμα, προχωρησα. Ενα λεπτο αργοτερα, την προσοχη μου τραβηξαν οι φωνες.
-Δεν ντρεπεσαι βρωμοκοριτσο!
-Αφηστε με, σας παρακαλω. Κυρια, κυρια σας παρακαλω!
Στην αρχη δεν το καταλαβα, αλλα το "κυρια" απευθυνοταν σε μενα. Πλησιασα. Ειχε μαζευτει κι αλλος κοσμος. Ενας αντρας μεσης ηλικιας, με γκριζα μαλλια και σκουφο, κρατουσε δυνατα απο το μπρατσο ενα κοριτσακι. Το ιδιο κοριτσακι που μου ειχε ζητησει χρηματα πριν λιγο. Θα 'ταν δεν θα 'ταν 8 χρονων. Αυτη εκλαιγε με λυγμους και πασχιζε να ξεφυγει. Ματαια ομως. Ο αντρας την ειχε αρπαξει για τα καλα και της φωναζε.
-Κλεφτρα!
-Δεν ειμαι κλεφτρα! Κυρια, κυρια! ειπε παλι.
Ειχα σαστισει, δεν ηξερα δεν καταλαβαινα γιατι αυτο το πλασματακι, με τα μακρυα ξανθα μαλλια πιασμενα αλογοουρα και τα βρωμικα ρουχα με φωναζε με τοση επιμονη. Και τοτε το ειδα να γυαλιζει αναμεσα στα μικροσκοπικα της δαχτυλα. Εφερα μηχανικα το χερι στο λαιμο μου. Ελειπε. Τοτε, το μικρο κοριτσι καταφερε να ξεφυγει κι ο αντρας την τραβηξε δυνατα απο τα μαλλια.
-Σταματα! Τι κανεις! του φωναξα
-Για μιλα, για πες στην κυρια τι εκανες βρωμοπαιδο.
-Κυρια...εγω...εσεις...να...δεν ειμαι κλεφτρα.... Τα ματια της ετρεχαν ποταμι.
-Αφηστε την σας παρακαλω.
Ο αντρας με κοιταξε απορημενος. Κρατουσε ακομα την κοτσιδα της στα χερια του. Ενιωσα μεσα μου την οργη να φουντωνει.
-ΑΦΗΣΕ ΤΗΝ! ουρλιαξα. Πως την τραβας ετσι! Δεν βλεπεις οτι ειναι παιδι!
-Χα! Ναι, να τη λυπηθουμε κιολας!
-Λοιπον, θα την αναλαβω εγω τωρα, ενταξει; Ευχαριστω για τον κοπο, αλλα δεν χρειαζομαι αλλη βοηθεια.
-Κατι τετοιες σαν εσενα χαλανε τον κοσμο. Εγω φταιω που πηγα να βοηθησω.
Φυσικα, δεν εκανα τον κοπο να απαντησω. Ελευθερωσε επιτελους το παιδι, φροντιζοντας πρωτα να ριξει επανω της το πιο επιτιμητικο του βλεμμα. Ημουν σιγουρη πως η μικρη θα το εβαζε στα ποδια. Με διεψευσε.
-Ευχαριστω.
-Εισαι καλα; τη ρωτησα και την επιασα απο το χερακι της που ετρεμε. Εγνεψε καταφατικα, αλλα τα ματακια της ακομα δεν ειχαν στερεψει.
-Τι συνεβη θα μου πεις; Πως βρεθηκε στα χερια σου το κολιε μου;
-Κυρια, δεν ειμαι κλεφτρα! Αληθεια σας λεω!
-Σσσσς...σωπα...εγω δεν σε κατηγορησα για κατι. Περιμενω να μου πεις.
-Να, την ωρα που περνουσατε απο μπροστα μου, σας επεσε. Εγω το μαζεψα και σηκωθηκα να σας το δωσω. Και τοτε...
Παλι κλαματα, με λυγμους αυτη τη φορα. Δεν αντεξα, την αγκαλιασα σφιχτα. Δε με ενοιαζε ουτε η βρωμια στα ρουχα της, ουτε ο κοσμος που περνουσε και μας εβλεπε ουτε τιποτα αλλο. Με ενοιαζε μονο η τραυματισμενη ψυχη ενος αγγελου που μολις την ειχε αφησει στα ποδια μου. Με αγκαλιασε με ολη της τη δυναμη! Ποσο αναγκη το ειχαμε και οι δυο. Της χαϊδεψα το κεφαλι και την πηρα μαλακα να καθισουμε σε ενα πεζουλι. Μολις ηρεμησε λιγακι τη ρωτησα το ονομα της.
-Ευα.
-Ποσων χρονων εισαι Ευα;
-Εννιά.
-Σχολειο πας;
Δαγκωθηκε και χαμηλωσε το βλεμμα.
-Ξερετε, κυρια, εγω δεν μπορω να παω στο σχολειο.
-Γιατι δεν μπορεις;
-Να, ο μπαμπας και η μαμα μου δεν με αφηνουν. Πρεπει να βγαλω μου λενε χρηματα για να μπορεσουμε να ζησουμε. Ισως να εχουν και δικιο. Ηδη με το ζορι τρωμε...
Σφιχτηκε η ψυχη μου. Δεν ηξερα τι να της πω. Απο τη μια ηθελα να πνιξω αυτους τους γονεις, που με τοση ευκολια εβγαζαν το παιδι τους στη ζητιανια, μεσα στο δρομο, μεσα σε τοσους κινδυνους για να τους βγαλει λεφτα! Απο την αλλη, ποια ημουν εγω για να τους κρινω; Αν ηταν αληθεια κι οντως δεν ειχαν να φανε; Τι ηταν προτιμοτερο για την Ευα, να πηγαινει σχολειο η να τρωει;
Απο τις σκεψεις μου με εβγαλε η γλυκεια της φωνουλα.
-Να, κυρια, παρτε το ασημικο σας. Τοση ωρα το κρατουσε στο χερακι της. Τωρα, το ειχε απλωσει προς το μερος μου, αλλα τα ματια της ηταν καρφωμενα πανω του.
-Σ' αρεσει, Ευα;
-Πολυ! Ειναι πανεμορφο, το πιο ομορφο που εχω δει!
-Δικο σου! της απαντησα
Τιναξε το κεφαλι της και με κοιταξε με το πιο εκπληκτο βλεμμα που εχω δει!
-Κρατα το, της ξαναειπα.
-Αληθεια το λετε;
-Αληθεια.
-Και δεν θα βρω παλι τον μπελα μου;
-Οχι, βρε συ αφου στο χαριζω. Χαμογελασα. Μπορεις να το κανεις ο,τι θες. Να το φορας, να το χαρισεις στη μαμα σου, ακομα και να το πουλησεις.
-Οχι! ΠΟΤΕ δεν θα το πουλησω! Ποτε!
Ειχα φτασει στα ορια μου. Η συγκινηση με πλυμμηριζε σαν ορμητικο κυμα.
-Ακου Ευα. Ξερω ποσο τρομακτικος ειναι για σενα αυτος ο κοσμος. (Και ποσο αδικος ηθελα να πω, αλλα δεν το ειπα.) Ομως θελω παντα να θυμασαι πως δεν ειναι ολοι ανθρωποι κακοι. Υπαρχει και αγαπη και καλοσυνη στον κοσμο αυτο κι αν τωρα περνας δυσκολα, καποια μερα θα εισαι πολυ πολυ καλυτερα. Το υποσχεσαι;
-Το υποσχομαι...
Την εσφιξα ακομα μια φορα στην αγκαλια μου.
-Με λενα Αννα. Οταν το κοιτας να με θυμασαι.
Ειχα ηδη γυρισει προς το δρομο, οταν την ενιωσα να πηδαει, να κρεμεται σχεδον απο το λαιμο μου και να μου δινει ενα φιλι. Κι ηταν αληθεια ενα απο τα πιο γλυκα φιλια που μου εχουν δωσει ποτε.
-Θα σε θυμαμαι... μου ειπε. Κι ειχε ενα χαμογελο ζωγραφισμενο στο προσωπο της. Κι ειχε μεσα στο βλεμμα της την αληθεια.
Προχωρησα, μπηκα στο τρενο, πηγα στη δουλεια μου, γυρισα στο σπιτι, ειχα ακομα πανω μου την αισθηση απο το φιλακι της στο μαγουλο μου. Πηρα το γιο μου και τον αντρα μου τρυφερα στην αγκαλια μου.
Εχει περασει πολυς καιρος απο τοτε, μα ακομα με θυμαμαι να αναρρωτιεμαι, μεσα στην ομορφη οικογενειακη μας αγκαλια, "εκανα την καλη μου πραξη για σημερα;"
Η παραπανω ιστορια, παρολο που περιεχει αυτοβιογραφικα στοιχεια, ειναι προϊον μυθοπλασιας. Θα μπορουσε ομως καλλιστα να ειναι αληθινη. Την αφιερωνω στην Ευα, ενα χαμογελαστο μουτρακι που γνωρισα πριν χρονια σε μια υπογεια διαβαση στην Καλλιθεα. Την αφιερωνω σε ολα αυτα τα παιδια που η ζωη η ισως η κακια ακομα και των δικων τους ανθρωπων τους στερει την ευκαιρια για μαθηση, παιχνιδι, ξεγνοιασια. Ο Θεος να τα εχει καλα!
Η αναρτηση αποτελει μερος της συμμετοχης μου στο παιχνιδι 24 days' challenge του blog myStick land και συμμετεχουν τα εξης ιστολογια:
mystickland