Στο μικρό νησί, στο ακόμα μικρότερο χωριουδάκι του, το καφενεδάκι του κυρ- Θωμά και της κυρά Μαριλένας ήταν το μοναδικό στέκι για μικρούς και μεγάλους. Είχαν μάλιστα καθιερώσει ένα άτυπο μοίρασμα του χώρου. Τις πρώτες πρωινές ώρες και νωρίς το απόγευμα, οι θαμώνες ήταν κυρίως οι γηραιότεροι κάτοικοι. Ηλικωμένοι συνταξιούχοι, παππούδες με τα εγγόνια τους, ο παπάς, ο δάσκαλος.Από τις 12 το μεσημέρι μέχρι τις 4 το απόγευμα και από τις 8 το σούρουπο μέχρι το κλείσιμο, η πελατεία ήταν η νεολαία της περιοχής. Αυτό το ιδιότυπο εθιμοτυπικό δεν το είχε επιβάλλει κανείς, είχε προκύψει με απόλυτη φυσικότητα. Το πρωί τα παιδιά και οι έφηβοι ήταν συνήθως στο σχολείο και το απόγευμα μελετούσαν. Το μεσημέρι οι μεγαλύτεροι έπαιρναν τη σιέστα τους και το βραδάκι μαζεύονταν νωρίς στο σπίτι. Έτσι, ανάλογα με την ηλικία των πελατών, το καφενείο άλλαζε αρκετές φορές την ίδια μέρα τη μουσική του, τα προϊόντα του, ακόμα και το διάκοσμο, καθώς το βραδάκι τα όμορφα ανθοδοχεία τα αντικαθιστούσαν μικρά κηροπήγια και τα έντονα φώτα φθορίου έσβηναν για να τα διαδεχθεί ο διακριτικός φωτισμός από καλαίσθητα αμπαζούρ τοποθετημένα σε διάφορες γωνίες του εσωτερικού χώρου και του κήπου. Εκεί εκτυλισσόταν στην ουσία όλη η ζωή της μικρής κοινωνίας. Η παιδικότητα έδινε τη θέση της στην αδέξια εφηβεία και αυτή με τη σειρά της στο άνθος της νιότης. Πόσοι έρωτες ξεκίνησαν και τέλειωσαν στο φως των κεριών! Πόσα μπλουζ έπαιξε το παλιό τζουκ μποξ! Τα πρώτα τσιγάρα, τα πρώτα μεθύσια, όλα εκεί και όλα υπό το άγρυπνο βλέμμα του καφετζή και της γυναίκας του. Έτοιμο πάντα το αντρόγυνο να βοηθήσει σε κάθε δύσκολη κατάσταση, να μοιραστεί κάθε χαρά, ποτέ δεν σχολίαζε, ποτέ δεν κουτσομπόλευε.Ό,τι γινόταν στο εσωτερικό του καφενέ δεν έβγαινε ποτέ παραέξω και όλα τα παιδιά τα πρόσεχαν σαν τα παιδιά που δεν κατάφεραν να αποκτήσουν. Αν όμως ποτέ τολμούσε κανένας να ξωκοίλει, ο κυρ Θωμάς τον έδιωχνε κακήν κακώς και του απαγόρευε για καιρό την είσοδο! Αυτό ισοδυναμούσε με την απόλυτη ταπείνωση, τέτοιον σεβασμό και αγάπη είχαν όλοι στο πρόσωπό του. Για αυτό και οι γονείς τον εμπιστεύονταν και ήταν σίγουροι για την ασφάλεια των παιδιών τους.
Ο Μάρκος ήταν πάντα ένα ατίθασο και ανεξάρτητο παιδί. Περήφανος σαν αητός, ήθελε πάντα να τα καταφέρνει όλα μόνος του και να στηρίζεται στα δυο του πόδια. Όταν αρρώστησε η μάνα του, έχασε τον κόσμο όλο. Φτωχή η οικογένειά του, δεν είχαν τα μέσα να της δώσουν την περίθαλψη που είχε ανάγκη. Έπρεπε να φύγει να εγχειριστεί, αλλιώς θα πέθαινε. Κατηγορηματικά και αμετάκλητα. Ο πατέρας του είχε κοντέψει να τρελαθεί. Τότε ο Μάρκος, 14 χρονών αγοράκι, πήγε κοντά του, τον έπιασε από τους ώμους, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε με μια σοβαρότητα που δεν ταίριαζε στην ηλικία του "πατέρα, εγώ θα βρω τα χρήματα και η μαμά θα γίνει καλά". Ο πατέρας του τον αγκάλιασε, αλλά φυσικά δεν πίστεψε στα λόγια του, λόγια ενός τρομαγμένου παιδιού, αδύνατο να τα κάνει πράξη. Κι όμως ο Μάρκος εννοούσε κάθε λέξη. Έπιασε την άλλη κιόλας μέρα τον κυρ Θωμά και του μίλησε. "Τόσα χρειάζονται, να σώσω τη μάνα μου κυρ Θωμά. Αν μπορείς να μου τα δώσεις, εγώ θα στο ξεπληρώσω με τη δουλειά μου. Τα απογεύματα και τα Σαββατοκύριακα θες βοήθεια. Και τα καλοκαίρια που το νησί γεμίζει εσύ κι η κυρά σου δεν τα προλαβαίνετε. Εγώ θα έρχομαι, θα καθαρίζω, θα σερβίρω, θα γίνω το δεξί σου χέρι. Κι αντί να με πληρώνεις, κράτα τα να ξεπληρώσω το χρέος. Ξέρω είναι μεγάλο το ποσό και θα πάρει χρόνια να στο επιστρέψω. Βοήθα με κυρ Θωμά σε ό,τι έχεις ιερό!" Ο μεσήλικας τότε καφετζής δάκρυσε. Πήρε το αγόρι στην αγκαλιά του κι έδωσαν τα χέρια.Ο πατέρας του δεν πίστευε στα μάτια του όταν ο Μάρκος του παρέδωσε τα χρήματα και του εξήγησε τι είχε κάνει. Κάτι πήγε να πει, να εναντιωθεί, αλλά δεν το τόλμησε. Ο γιος του είχε φανεί πιο άντρας κι από τον ίδιο.
Η μάνα του έφυγε για την πρωτεύουσα. Η επέμβαση έγινε με πολύ καλά αποτελέσματα. Ο Μάρκος τήρησε το λόγο του και με το παραπάνω. Σα σκυλί δούλεψε. Το πρωί στο σχολείο, το απόγευμα στο καφενείο, το βράδι μελέτη. Ήθελε να αριστεύσει. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ πόσο αβοήθητος ένιωσε όταν έμαθε για την ασθένεια της μητέρας του. Από τότε είχε πάρει την απόφασή του. Γιατρός θα γινόταν. Θα έκανε τα πάντα για να το πετύχει!
Πέρασαν τα χρόνια κι ο Θωμάς και η Μαριλένα είχαν αγαπήσει το Μάρκο σαν γιο τους. Κι εκείνος τους ένιωθε σαν δεύτερους γονιούς. Την τελευταία χρονιά του σχολείου ο Θωμάς ήταν ανένδοτος. Το παιδί έπρεπε να αφιερωθεί στη μελέτη του. Μόνο τα Σάββατα θα ερχόταν στο μαγαζί, πάει και τελείωσε. Στη διάρκεια των εξετάσεων, μαζί αγωνιούσαν και μαζί ξενύχταγαν. Ήταν τέλος Αυγούστου του 1993 που ο Μάρκος όρμησε στο καφενείο τρέχοντας, με την έξαψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. "Πέρασα κυρ- Θωμά! Πέρασα στην ιατρική, στην Αθήνα!" Γλέντι τρικούβερτο στήθηκε εκείνο το βράδι στο καφενείο. Οι γονείς του Μάρκου τον καμάρωναν σαν γύφτικα σκεπάρνια! Κι ο κυρ Θωμάς από κοντά. Η κυρά Μαριλένα όλο τον φίλαγε κι όλο σφούγγιζε με ένα μαντηλάκι τα βουρκωμένα μάτια της. Λίγες μέρες αργότερα, ο Μάρκος έπρεπε να φύγει για Αθήνα. Να βρει ένα σπιτάκι, να ψάξει για δουλειά, να ελαφρύνει την οικογένειά του από το βάρος των χρημάτων. Το τελευταίο βράδι στο νησί, είχε πάει στο καφενείο, σαν πελάτης αυτή τη φορά, να αποχαιρετίσει τους φίλους του. Όταν έφυγαν όλοι, ο κυρ Θωμάς του έκανε νόημα να πλησιάσει. "Μάρκο παιδι μου, είμαστε όλοι πολύ περήφανοι για σένα. Έχεις τσαγανό και πείσμα και θα πας πολύ μπροστά. Δεν ξέρω αν θα ζήσω να σε καμαρώσω, αλλά να ξέρεις πως μου έδωσες τόση χαρά σαν να ήσουν δικό μου παιδί. Τώρα στην πρωτεύουσα δεν σε φοβάμαι εσένα, ξέρω πως θα προσέχεις, μόνο που να, θέλω να ασχοληθείς με τις σπουδές σου και να μην αποσπάσαι από άλλα πράγματα. Γι' αυτό σε παρακαλώ να δεχτείς αυτό". Έβγαλε με τρεμάμενα χέρια ένα φάκελο και του τον έβαλε στη χούφτα. Ο Μάρκος τον άνοιξε κι έκπληκτος είδε μέσα ακριβώς το ίδιο ποσό με εκείνο που κάποτε του είχε δανείσει. Κάτι πήγε να πει, μα ο Θωμάς τον σταμάτησε. "Σςςς... κουβέντα μην πεις. Όλα αυτά τα χρόνια έβαζα κάθε μέρα στην άκρη το μεροκάματό σου, γιατί ήξερα πως θα ερχόταν η ώρα που θα έφευγες. Μη με κακοκαρδίσεις, στο είπα και πριν, για μένα και την κυρά μου είσαι γιος και δεν χωράνε τα χρέη στις οικογένειες. Πάρτα και ξεκίνα τη ζωή σου με αξιοπρέπεια. Συνέχισε να μας κάνεις περήφανους αγόρι μου!" Ο Μάρκος δεν τόλμησε να μιλήσει, μόνο με μάτια δακρυσμένα έσκυψε και φίλησε το χέρι του κυρ Θωμά. Η Μαριλένα από δίπλα, που τόση ώρα έκλαιγε με αναφιλητά, πλησίασε και τον αγκάλιασε σφιχτά, του πέρασε ενα σταυρουδάκι στο λαιμό να τον προσέχει και του έδωσε την ευχή της. "Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που κάνατε για μένα" είπε ο Μάρκος κι αποχαιρέτισε το ηλικιωμένο ζευγάρι.
Τον επόμενο χειμώνα, ο κυρ Θωμάς και η κυρά του σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα, καθώς γυρνούσαν από το πρώτο ταξίδι που είχαν κάνει ποτέ. Ένα όνειρο ζωής, να επισκεφτούν την Κωνσταντινούπολη, αφού από εκεί είχαν ρίζες κι οι δυο, το ταξίδι του μέλιτος που δεν είχαν αξιωθεί να πάνε.
Από τότε ο Μάρκος δεν είχε ξαναπατήσει στο νησί, μέχρι σήμερα.Είχε πάρει και τους γονείς του κοντά του στην Αθήνα και έτσι δεν είχε χρειαστεί να αντιμετωπίσει αυτή την απώλεια. Τώρα στεκόταν μπροστά στον παλιό καφενέ κι ένιωθε σαν να ήταν μόλις χτες όλα όσα είχε ζήσει. Μπορούσε ακόμα να διακρίνει την παχουλή σιλουέτα της Μαριλένας να πηγαίνει πέρα δώθε πίσω από τον πάγκο και να ακούσει το γάργαρο γέλιο του κυρ Θωμά. Σκεφτόταν πόσο υπερήφανοι θα ήταν για εκείνον. Είχε τελειώσει με άριστα την Ιατρική, είχε κάνει μεταπτυχιακό και διδακτορικό, είχε εργαστεί στα καλύτερα ιδιωτικά νοσοκομεία και είχε ήδη στα 32 χρόνια του καταξιωθεί ως ένας από τους καλύτερους στο είδος του. Είχε παντρευτεί πριν από ένα χρόνο και περίμενε τώρα το πρωτο του παιδί.
Ο κύκλος είχε κλείσει. Τώρα ήταν έτοιμος να πραγματοποιήσει το όνειρό του και να εκπληρώσει τον όρκο που έδωσε στον εαυτό του μόλις έμαθε πως ο κυρ Θωμάς και η κυρά Μαριλένα δεν υπήρχαν πια. Κι ας του είχαν πει πως δεν χωράνε στις οικογένειες τα χρέη, εκείνος ένιωθε πως τους χρωστούσε τη ζωή του ολάκερη. Κι ήταν καιρός να ξεπληρώσει το χρέος του.
Έριξε με μια σπρωξιά την παλιά ετοιμόρροπη ταμπέλα. Έκλεισε τα μάτια και ονειροπόλησε για λίγο. Στα μάτια του εμφανίστηκε μια καινούρια πινακίδα με έντονα γράμματα: "ΚΕΝΤΡΟ ΥΓΕΙΑΣ ΘΩΜΑ ΚΑΙ ΜΑΡΙΛΕΝΑΣ ΚΙΜΠΑΡΗ". Χαμογελασε, με τα μάτια ακόμα κλειστά.
Στις Ιστορίες του Καφενέ #2 συμμετέχουν:
Δημήτρης Ασλάνογλου, φιλοξενία στο μπλογκ της Αριστέας
Ινώ, Σκιάθος, φιλοξενία στο μπλογκ της Αριστέας
Μαρία Νι, http://mia-matia-ston-ilio.blogspot.gr/
Λάχεσις,http://epilogh.blogspot.gr/
Δέσποινα, http://www.mamadesekrisi.blogspot.gr/
Γιώργος-Hengeo,http://hengeo.blogspot.gr/
Ελένη Φλογερά,http://stamonopatiatisfantasias.blogspot.gr/
Μαρία Κανελλάκη, http://toapagio.blogspot.gr/
Αλέξανδρος http://midnight-in-brussels.blogspot.gr/
Nastenka (πρώην pink angel) http://midnight-in-brussels.blogspot.gr/
giwta ar,http://giwtatotongi.blogspot.gr/
Μαρία(me maria), http://mytripssonblog.blogspot.gr/
Κατερίνα Βαλσαμίδη, http://apopsitexnis.blogspot.gr
Lysippe, http://on-the-up-and-up.blogspot.gr/
Μαζεστίξ, http://toixo-toixo.blogspot.gr/
Σμαραγδένια,http://smaragdenia-roula.blogspot.gr/
Christina Andromeda, http://andromeda-mygalaxy.blogspot.gr/
Γεωργία, http://armoniaart.blogspot.gr/
Τάσος Κ, φιλοξενία στο μπλογκ της Αριστέας
Velvet, μια ιδιαίτερη, ποιητική φιλοξενία στο μπλογκ της Αριστέας αν και δεν είναι άστεγος
Γλαύκη, φιλοξενία στο μπλογκ της Αριστέας
@ριστέα, http://princess-airis.blogspot.gr/