Η συμμετοχή μου στο Β' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη.
Το σπιτάκι στην άκρη του λόφου, όπως πάντα φιλόξενο, έμοιαζε να την περιμένει. Το κοίταζε από την ώρα που πήρε τη στροφή και το είδε να σχηματίζεται από απόσταση στην κορυφή του υψώματος. Όσο το πλησίαζε κι η μορφή του γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη, μια γλυκειά αδημονία την τύλιγε. Ήξερε πως εδώ θα έβρισκε τις απαντήσεις που γύρευε. Πάντα ήταν το καταφύγιό της αυτό το ξύλινο μικρό σπίτι, όπου είχε περάσει όλα τα παιδικά της καλοκαίρια στη ζεστή αγκαλιά της γιαγιάς της. Από τότε που πέθανε η γιαγιά Κατερίνα, ήταν η μόνη από την οικογένεια που συνέχισε να πηγαίνει στο χωριουδάκι, καθώς ήταν αρκετές ώρες ταξίδι από την πόλη που έμεναν. Δεν την ένοιαζε καθόλου η απόσταση, είχε αγαπήσει αυτόν τον τόπο, τους ανθρώπους του, τις μυρωδιές του, τη γαλήνη του. Χειμώνιασε και νύχτωνε πια νωρίς. Είχε από την προηγούμενη ειδοποιήσει την κυρα-Μάρω, τη γυναίκα που φρόντιζε το σπίτι για λογαριασμό της, ότι θα ερχόταν, ώστε να φροντίσει να είναι όλα έτοιμα, το τζάκι αναμμένο και τα ντουλάπια γεμάτα. Ήταν και η μόνη που ήξερε πως θα βρισκόταν εκεί η Μαργαρίτα, σε κανέναν άλλο δεν το είχε πει, είχε απλά εξαφανιστεί, κλείνοντας το κινητό της, αδιαφορώντας για το ποιος θα την αναζητούσε. Είχε ανάγκη να μείνει μόνη της να σκεφτεί, να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά. Ασυναίσθητα, έβαλε το χέρι της στην κοιλιά της. Προσπάθησε να αφουγκραστεί τη ζωή πίσω από τους γυμνασμένους κοιλιακούς της, αλλά δεν ένιωσε παρά ένα γουργούρισμα που της υπενθύμισε ότι πεινούσε. Η καμινάδα έβγαζε πυκνό καπνό, σημάδι πως η κυρα-Μάρω είχε κάνει τη δουλειά της και η Μαργαρίτα ένιωσε την ανυπομονησία της να γιγαντώνεται, καθώς πάρκαρε στην αυλή. Βγήκε από το αμάξι της και το κρύο της περόνιασε το κορμί, είχε ξεχάσει πόσο πιο νωρίς έπεφτε στο μέρος αυτό η θερμοκρασία. Τα χνώτα της ζεστά, σημάδευαν τον αέρα καθώς ανέπνεε. Η κυρά-Μάρω έτρεξε να την υποδεχτεί.
-Έλα μέσα
γρήγορα, θα πουντιάσεις! της είπε και την πήρε από το χέρι βιαστικά να τη βάλει
μέσα στο σπίτι. Αμάν, ολόκληρη κοπέλα έγινες κι ακόμα δεν έβαλες μυαλό! Πού πας
με το πουλοβεράκι; Πνευμονία θα πάθεις!
Η Μαργαρίτα
γέλασε με το καλόκαρδο μάλωμα και έκλεισε την ηλικιωμένη γυναίκα στην αγκαλιά της.
-Μαργαρίτα μου!
Καλώς όρισες! Είπε χαρούμενα η γυναίκα και την έσφιξε λίγο ακόμα. Έπειτα, την
έπιασε από τα χέρια και την περιεργάστηκε. Τι όμορφη που είσαι, κοπέλα μου! Ίδια
η γιαγιά σου στα νιάτα της, με τα καστανά μαλλιά της και τα πράσινα σμαραγδένια
μάτια της. Για κάνε μια στροφή να σε καμαρώσω!
Η Μαργαρίτα
υπάκουσε γελώντας. Πόσο της είχε λείψει η κυρα-Μάρω, το χωριό, όλοι και όλα.
Είχε πάνω από χρόνο να έρθει, μπλεγμένη καθώς ήταν με τις δουλειές, τις συναυλίες
και το νέο δίσκο που μόλις είχε κυκλοφορήσει.
-Για να σε δω… Σαν
κάτι να έχει αλλάξει πάνω σου… Τα μάγουλά σου είναι πιο ροδαλά από συνήθως, το
δέρμα σου πιο λαμπερό! Μαργαρίτα! Ή ερωτευμένη είσαι… ή έγκυος! Ή και τα δύο!
-Τι λες κυρά
Μάρω, πας καλά; Είπε σχεδόν τρομοκρατημένη που η οικονόμος την ήξερε τόσο καλά
και τόσο εύκολα την είχε διαβάσει. Σε κανέναν δεν είχε πει για την εγκυμοσύνη,
ούτε καν στο σύντροφό της. Τίποτα από τα δυο σε διαβεβαιώνω.
Η Μάρω δε φάνηκε
να την πιστεύει, αλλά δε θέλησε και να επιμείνει για να μην τη φέρει σε δύσκολη
θέση.
-Λοιπόν, κορίτσι
μου, όπως τα ζήτησες, το τζάκι είναι αναμμένο, τα ντουλάπια γεμάτα και στο
τσουκάλι σου έχω βράσει μια σούπα, μα τι σούπα! Κοτόσουπα με δική μας κότα και
λαχανικά από τον κήπο μου, να γλείφεις τα δάχτυλά σου.
-Κάθησε να φάμε
παρέα, την προσκάλεσε.
-Θα φύγω,
Μαργαρίτα μου, να κατεβώ γρήγορα στο χωριό, γιατί λένε θα ξεσπάσει θύελλα τη
νύχτα, μη με βρει στο δρόμο. Αν κοπάσει, θα έρθω αύριο για καφέ, να μου πεις
και τα νέα σου, είμαι σίγουρη έχεις πολλά. Της έκλεισε το μάτι κι έφυγε αφήνοντας
ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπό της.
«Και τώρα μόνες μας,
Μαργαριτούλα», σκέφτηκε. Η ώρα ήταν 4 το απόγευμα και δεν είχε βάλει μπουκιά
στο στόμα της. Η μυρωδιά της κοτόσουπας της έσπασε τη μύτη, πήγε σχεδόν τρέχοντας
στην κουζίνα και σέρβιρε ένα αχνιστό πιάτο. Έβαλε κι ένα ποτήρι λευκό κρασί να συνοδεύσει
το γεύμα της. Καθώς έφερε το ποτήρι στα χείλη της, η σκέψη του μωρού την έκανε
να σταματήσει. Όμως μόνο για λίγα δευτερόλεπτα, μετά ανασήκωσε τους ώμους κι
ήπιε την πρώτη γουλιά. «Τι σημασία έχει ούτως ή άλλως;» αναρρωτήθηκε. Αφού
έφαγε το φαγητό της, έκανε να βγει να πάρει από το αυτοκίνητο τη βαλίτσα της,
αλλά ήρθε αντιμέτωπη με μια σφοδρή επίθεση αέρα και οι πρώτες νιφάδες χιονιού είχαν
αρχίσει να πέφτουν. «Απίστευτο!» μονολόγησε. Τελικά, είχε δίκιο η Μάρω που της μίλησε
για θύελλα, παρόλο που μια ώρα πριν δε φαινόταν τίποτα στον ουρανό. Με κόπο
έφτασε ως το αυτοκίνητό της, άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ και πήρε τα πράγματά της. Ούτως
ή άλλως, ελάχιστα είχε φέρει μαζί της. Επέστρεψε κι έκλεισε πίσω της την πόρτα,
καθώς το χιόνι κι ο άνεμος δυνάμωναν. Ευτυχώς, είχε αρκετές προμήθειες σε
φαγητό και ξύλα, ώστε να μην ανησυχεί για την περίπτωση που ξεμείνει
αποκλεισμένη μια δυο μέρες.
Πήρε το μπουκάλι με
το κρασί και μεταφέρθηκε μπροστά στο τζάκι. Άφησε τις φλόγες να της ζεστάνουν
το πρόσωπο, μα η καρδιά της ήταν παγωμένη. Μάλλον, μουδιασμένη θα έλεγε
καλύτερα. Από την ημέρα που έμαθε για την εγκυμοσύνη, όλα είχαν μπει σε αργή
κίνηση. Με τον Κώστα ήταν μόλις μερικούς μήνες μαζί και, αν και ήταν πολύ
ερωτευμένοι, η σχέση τους δεν είχε δοκιμαστεί στο χρόνο. Εκείνη πάλι βρισκόταν
στο απόγειο της καριέρας της. Τα τραγούδια της ήταν σχεδόν μόνιμα στην κορυφή
των προτιμήσεων και οι συναυλίες της sold out μέσα σε λίγες
μόνο ώρες. Η καλοκαιρινή της περιοδεία την ανέδειξε αναμφισβήτητα σε βασίλισσα της
μουσικής σκηνής της χώρας και μόλις είχε λάβει πρόταση για κάποιες συνεργασίες
στο εξωτερικό. Μια εγκυμοσύνη, ένα μωρό, θα ήταν επαγγελματική αυτοκτονία.
Συνέχισε να πίνει και να σκέφτεται, μια άγγιζε την κοιλιά της, μια δάκρυζε, μια
σκεφτόταν πιο αποφασιστικά ότι η εγκυμοσύνη αυτή έπρεπε να τερματιστεί όσο ήταν
καιρός. Δεν θα το έλεγε ποτέ σε κανέναν, θα ήταν το δικό της ένοχο μυστικό. Αν
με τον Κώστα ήταν γραφτό, θα έκαναν αργότερα παιδιά. Αυτή η λογική απόφαση όμως,
δεν καταλάγιαζε ούτε λίγο την τρικυμία μέσα της, που όσο το κρασί εισχωρούσε
στο μυαλό της, γινόταν ακόμα μεγαλύτερη. Χαζεύοντας τις πυρόξανθες φλόγες,
αποκοιμήθηκε. Λίγο αργότερα, ξύπνησε από ένα επίμονο χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξε
τα μάτια της, ακόμα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, και πήγε να ανοίξει. Έκπληκτη, αντίκρυσε
στην πόρτα της ένα μικρό κορίτσι, με μαύρα σγουρά μαλλιά μέχρι τους ώμους και
καταπράσινα ματάκια. Το κοριτσάκι έτρεμε από το κρύο και τα ματάκια του ήταν
υγρά. Θα’ ταν δε θα’ ταν τριών χρονών.
-Ο Χριστός κι η
Παναγία! Τι κάνεις πουλάκι μου έξω στο χιονιά; Καμία απάντηση. Πού είναι οι
γονείς σου; Χάθηκες; Καμία απάντηση. Το κοριτσάκι απλά την κοιτούσε μέσα στα
μάτια, χωρίς να μιλάει.
Η Μαργαρίτα δίχως
να χάσει καιρό, σήκωσε στην αγκαλιά της το νήπιο, κοίταξε καλά καλά γύρω της μήπως
υπήρχε κάποιος ενήλικας και αφού είδε πως δεν υπήρχε κανένας, έμπασε το παιδί
στο σπίτι.
-Έλα, κουκλίτσα
μου, έλα να ζεσταθείς. Την έβαλε να καθίσει μπροστά στο τζάκι. Της έτριψε τα
χεράκια να ζεσταθεί και την κράτησε στην αγκαλιά της.
-Χάθηκες;
-Μαμά; Είπε το κορίτσι
αντί απάντησης.
-Μη φοβάσαι,
αγάπη μου, θα τη βρούμε τη μαμά σου, στο υπόσχομαι. Πεινάς;
Το κοριτσάκι
έγνεψε καταφατικά και η Μαργαρίτα έτρεξε να του βάλει ένα πιάτο σούπα. Ύστερα, γονάτισε
μπροστά στη μικρή και άρχισε να την ταϊζει, αργά αργά, κουταλίτσα κουταλίτσα.
Μόλις έφαγε όλο το πιάτο, της σκούπισε τρυφερά το στόμα και της έδωσε νερό.
-Μαμά; Ξαναείπε το
κοριτσάκι, με ένα βλέμμα γεμάτο απορία.
-Θα τη βρούμε,
μωρό μου, απλά όχι τώρα, δεν μπορούμε να βγούμε τώρα, χιονίζει πάρα πολύ. Πώς
σε λένε;
-Κατερίνα.
-Τι όμορφο όνομα!
Έτσι λέγαν τη γιαγιά μου, Κατερίνα. Δικό της είναι αυτό το σπίτι. Εγώ είμαι η
Μαργαρίτα.
Το πανέμορφο
πλασματάκι έμεινε να την κοιτάζει, χωρίς να μιλάει. Η Μαργαρίτα, αυθόρμητα, την
έκλεισε και πάλι στην αγκαλιά της κι άρχισε να της τραγουδάει ένα νανούρισμα
που της τραγουδούσε κι εκείνης η μητέρα της όταν ήταν μωρό. Σιγά σιγά, το
παιδικό κορμάκι χαλάρωσε στα χέρια της και αποκοιμήθηκε. Η Μαργαρίτα έμεινε ώρα
πολλή να την κοιτάζει. Χάζευε την τέλεια μικροσκοπική μυτούλα της, τα ροδαλά μαγουλάκια
της που η ζέστη από το τζάκι τα είχε κάνει πιο κόκκινα, τις όμορφες μπούκλες
που έπεφταν στο πρόσωπό της, τη ρυθμική αναπνοή της. Έσκυψε και άφησε ένα φιλί
τρυφερά στο μέτωπό της, εισέπνευσε τη μεθυστική μωρουδιακή μυρωδιά της και κάτι μέσα της σκίρτησε, κάτι πρωτόγνωρο μα πολύ
δυνατό. Τρόμαξε με την ένταση αυτού που ένιωσε και τινάχτηκε. Σηκώθηκε πολύ
προσεκτικά για να μην την ξυπνήσει και την άφησε μαλακά πάνω στον καναπέ. Η
ίδια περπάτησε μέχρι το παράθυρο, τράβηξε τις βαριές κουρτίνες και κοίταξε έξω.
Το χιόνι έπεφτε με δύναμη, είχε νυχτώσει για τα καλά και κανένα ίχνος ζωής δεν
υπήρχε. Η καρδιά της σφίχτηκε, καθώς αναλογίστηκε πως οι γονείς της μικρής
είχαν μάλλον χαθεί στη χιονοθύελλα. Γύρισε να την κοιτάξει, αλλά…. Ο καναπές
ήταν άδειος! Η Μαργαρίτα ένιωσε έναν τεράστιο φόβο να την κυριεύει κι άρχισε να
την ψάχνει σαν τρελή.
-Κατερίνα; Κατερίνα;
Πού είσαι; Θες να παίξουμε κρυφτό; Τη ρώτησε μαλακά στην αρχή. Πές μου ότι θες
να παίξουμε κρυφτό κι εγώ θα σε ψάξω, είπε με την αγωνία της να κορυφώνεται.
Κι αυτό ακριβώς
έκανε. Έψαξε σε όλο το σπίτι, κάτω από τα τραπέζια και τις καρέκλες, πίσω από τις
πόρτες, στο μπάνιο, στις κρεβατοκάμαρες, παντού, μα η μικρή ήταν άφαντη! Αν δεν
υπήρχε ακόμα το πιάτο της από τη σούπα πάνω στο τραπεζάκι μαζί με το ποτήρι που ήπιε νερό, θα πίστευε πως δεν υπήρξε
ποτέ, πως την είχε φανταστεί. Αφού δεν τη βρήκε άρχισε να τη φωνάζει δυνατά, πιο
δυνατά, σπαραχτικά σχεδόν, ώσπου βράχνιασε και έπειτα έπεσε παραδομένη στον
καναπέ και ξέσπασε σε κλάματα. Ο πόνος της ήταν αβάσταχτος, σαν να είχε χάσει
τον πιο δικό της άνθρωπο κι όχι ένα ξένο παιδί που γνώριζε μόλις δυο ώρες.
-Μαμα; Ακούστηκε λίγα
δευτερόλεπτα μετά. Γιατί μαμά;
-Κατερίνα! Πετάχτηκε
πάνω. Κατερίνα! Πού είσαι;
-Γιατί μαμά;
Γιατί δε μ’ αγαπάς; Γιατί με σκότωσες μαμά; Γιατί μαμά; ΓΙΑΤΙ δε μ΄αγαπάς; ΓΙΑΤΙ
ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΣ ΜΑΜΑ;;;
Η φωνή έγινε
κραυγή κι όλο το πάτωμα μια λίμνη αίματος. Συνέχισε να φωνάζει απεγνωσμένα την
Κατερίνα και η μόνη απάντηση που έπαιρνε ήταν η ίδια ερώτηση, ξανά και ξανά. «Γιατί
με σκότωσες, μαμά;»
Πετάχτηκε κάθιδρη
από τον καναπέ, η καρδιά της χτυπούσε με απίστευτη ταχύτητα. Κοίταξε γύρω της κι
είδε ότι ήταν ολομόναχη. Το τζάκι σιγόκαιγε ακόμα και το χιόνι έπεφτε πυκνό.
Πήρε πολλές βαθιές αναπνοές πριν πάρει απόφαση να σηκωθεί και να ψάξει το
σπίτι. Κανένα ίχνος της μικρής, ούτε καν το πιάτο και το ποτήρι της. Ώστε δεν
υπήρχε στ΄ αλήθεια, ήταν απλά ένα παιχνίδι του μυαλού της. Όμως ο πόνος που ένιωσε
να της σκίζει την καρδιά όταν νόμιζε πως η μικρή Κατερίνα είχε χαθεί ήταν
απόλυτα αληθινός. Ασυναίσθητα, έπιασε την κοιλιά της. Η νύχτα είχε προχωρήσει
αρκετά, αλλά δεν υπήρχε καμία περίπτωση να ξανακοιμηθεί. Έφτιαξε έναν ζεστό
καφέ και έμεινε να ρεμβάζει τις χιονονιφάδες που στροβιλίζονταν στον αέρα. Χάιδευε
την κοιλιά της κάθε τόσο και βυθιζόταν και πάλι στις σκέψεις της. Μέχρι να
ξημερώσει, ήταν πια βέβαιη για την απόφασή της.
Ενάμιση χρόνο
αργότερα
-Βαφτίζεται η
δούλη του Θεού Κατερίνα, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος.
Η Μαργαρίτα έλαμπε
ολόκληρη. Στο πλάι της ο Κώστας, βαθύτατα συγκινημένος, της κρατούσε σφιχτά το
χέρι. Ένα στρουμπουλό μωρό, με κατάμαυρες μπούκλες σαν του πατέρα της και
καταπράσινα μάτια σαν της μητέρας της, αναπαυόταν νωχελικά στην αγκαλιά της νονάς
της.
Κανείς ποτέ δεν
έμαθε ότι η Μαργαρίτα σκόπευε να τερματίσει την εγκυμοσύνη της. Οι φόβοι της για
τη σχέση της με τον Κώστα διαλύθηκαν τη στιγμή που του ανακοίνωσε ότι περίμενε
παιδί κι αυτός άρχισε να τη στριφογυρίζει γελώντας από ευτυχία. Οι συναυλίες
και η δισκογραφία πήγαν πίσω, αλλά με χαρά διαπίστωσε πως οι συνεργάτες της ήταν
διατεθιμένοι να την περιμένουν ώσπου να μπορεί να επιστρέψει ενεργά στην καριέρα
της.
Καθώς έβγαιναν
από την εκκλησία, με τη νεοφώτιστη Κατερίνα αγκαλιά, η Μαργαρίτα κοίταξε ψηλά,
στο θόλο, εκεί που δεσπόζει η εικόνα του Χριστού ως Παντοκράτορα. Έπειτα έπεσε
το βλέμμα της σε μια εικόνα της Παναγίας, με τον Ιησού στην αγκαλιά της. Αν το
έλεγε πουθενά, θα την περνούσαν σίγουρα για τρελή, μα θα ορκιζόταν ότι για μια
φευγαλέα στιγμή, το βρέφος απέκτησε μαύρες μπούκλες ως τους ώμους, καταπράσινα
μάτια και ροδαλά μαγουλάκια, ότι την κοίταξε και της χαμογέλασε, πριν
επιστρέψει στην πρότερη μορφή του.
Κράτησε σφιχτά το
χέρι του ανθρώπου που αγαπούσε, άφησε ένα φιλί στο λαδωμένο κεφαλάκι της μπέμπας,
που είχε αποκοιμηθεί εξαντλημένη και σκέφτηκε ότι η ευτυχία είναι το πιο
εύθραυστο πράγμα. Μια λάθος επιλογή, ένας παράλογος φόβος, αρκούν για να
τιναχτεί στον αέρα. Ευτυχώς, η κόρη της δεν την άφησε να επιτρέψει στο φόβο της
να κερδίσει! Ευτυχώς!