Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ -ΜΕΡΟΣ Δ

Το κείμενο είναι βασισμένο στο δρώμενο Μία Ιδέα, Μια Έμπνευση, του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη. 

Η βασική ιδέα του διηγήματος είναι η εξής:

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ - ΜΕΡΟΣ Δ


Παρέμεινα μέσα στη σοφίτα, μέχρι να βεβαιωθώ πως όλοι είχαν κοιμηθεί βαριά. Οι ώρες της αναμονής ήταν βασανιστικες. Η αμφιβολία με κατετρωγε. Κι αν δεν τα κατάφερω; Αν όσο και να προσπαθήσω, το υποσυνείδητο της μικρής με πετάξει έξω μια για παντα; Πάλευα με τον ίδιο μου τον εαυτό. Ήρθαν στιγμές που το κακό με κυριευε. Έχανα το στόχο μου και σκεφτόμουν πως άδικα θα έτρωγα άλλη μια ήττα, πως θα ηταν καλύτερα να αρχίσω απλά να εκτοξευω αντικείμενα πάνω τους μέχρι να τους τρομάξω και να ξεκουμπιστουν, να με αφήσουν στην αιώνια μοναξιά μου. Η ακόμα καλύτερα, να τους πετύχω και να τους σκοτώσω όλους. Όλους εκτός από τη Σοφη. Να ζήσει μόνο εκείνη, να τους δει να πεθαινουν, να νιώσει καλα τι σημαίνει απογνωση και δυστυχια. 

Κάθε φορά που αυτές οι σκέψεις απειλούσαν να καταπιουν ο,τι είχε απομείνει ζωντανό από μένα, έφερνα στο νου μου το γλυκό τραγούδι της μητέρας μου, το γεμάτο αγάπη βλέμμα της, τη μυρωδιά της...κι η ψυχή μου γαληνευε. Είχε μια βαθιά καλοσύνη η μαμά μου, μια πραότητα και έναν τρόπο να βλέπει πάντα το αγαθό στους άλλους. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο ήθελα να νιωθω πως ακόμα και από εδώ, θα ήταν περήφανη για την κόρη της.

Η νύχτα προχώρησε και στο παλιό αγροτοσπιτο επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Μπήκα στη μικρή καμαρα. Το μωρό κοιμόταν γαληνιο στην κούνια του. Το νεαρό ζευγάρι ήταν κουλουριασμενο αγκαλιά στο διπλό κρεβάτι. Ο βρυχηθμός που έβγαινε με κάθε αναπνοή από το στήθος του άντρα μαρτυρουσε τον καματο και την εξάντληση του. Η γυναίκα του είχε κουρνιασει στο στήθος του και φαινόταν τόσο εύθραυστη και μικροσκοπική. Σε ένα ντιβάνι που είχαν πρόχειρα τοποθετήσει προσωρινά, ώσπου να ολοκληρωθεί η ανακαίνιση του δωματίου της, κοιμόταν η Σοφη. Μόλις μπήκα στο χώρο, το σώμα της τιναχτηκε ελαφρά. Η ίδια δεν το συνειδητοποιουσε, μα το υποσυνείδητό της αντιλήφθηκε με μιας την παρουσία μου. 

Πλησιασα πολύ πολύ μαλακά. Όπως κάθε φορά, έτσι και τώρα, προχωρούσα ψηλαφιζοντας ένα σκοτεινό δωμάτιο, έτσι έμοιαζαν για μένα οι δυνατότητες του νεκρικου σύμπαντος. "Ωραία λοιπόν, ας συγκεντρώσω όλη μου την ενέργεια στο μηνυμα που θέλω να στείλω." Κι αυτό έκανα. Ένιωσα ξαφνικά να στροβιλιζομαι και να γίνομαι τόση δα, μικροσκοπική σαν ένα σπιρτόκουτο. Βρέθηκα σε ένα μαύρο φόντο κι ολα, οι τοιχοι, το πάτωμα, το ταβανι ηταν πελώρια και άχρωμα. Το μόνο που υπήρχε ήταν ένα κόκκινο στρογγυλό τραπεζάκι από αυτά που ακουμπούν τα τηλέφωνα. Και πάνω του, το καταγραφικό κασετοφωνακι της μαμάς μου.

Μια πόρτα άνοιξε, το δωμάτιο πλημμύρισε με φως και μπήκε μέσα η Σοφη. Την έβλεπα πελώρια, γίγαντας φάνταζε στα μάτια μου, έτσι που είχα συρρικνωθεί σαν μυρμήγκι για να μη με δει. Περιεργαστηκε με περιέργεια το μαγνητοφωνο και λίγο μετά πάτησε το play. Μια φωνή, ούτε παιδική ούτε γυναικεία, μια φωνη κοριτσιστικη εφηβική, ακούστηκε καθαρά. Η δική μου φωνή. Ξαφνιάστηκα, είχα χρόνια να μιλήσω, δεκαετίες να ακούσω τον εαυτό μου. 

"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."

Αυτό ήταν το μηνυμα μου. Για τη Σοφη ήταν ένα αίνιγμα. Για εμένα όμως ήταν μια κραυγή απελπισίας. Έπρεπε να την κάνω να θυμηθεί όσα είδε στο όνειρο της, να θυμηθεί εμένα, να θυμηθεί τον καταρρακτη. Αλλά έπρεπε ο εγκέφαλος της να επαναφέρει μόνος του την ανάμνηση, χωρίς εγώ να την εκβιασω, γιατί υπήρχε κίνδυνος αν τρόμαζε ξανα να με πετάξει ακόμα πιο πίσω, στις εντελώς κλειστές γωνίες του μυαλού της και να με αφήσει εκεί για πάντα. "Σου μένουν μόνο λίγες μερες"... ένιωθα την αλλαγή μέσα μου να γιγαντωνεται, αν δεν γινόταν κάτι, οτιδήποτε που να μου δώσει πίσω την ελπίδα, οι σκοτεινές δυνάμεις του θυμού, της οργής, της απόγνωσης και του μίσους θα κυριευαν την ψυχή μου και τότε ήμουν σίγουρη πως θα προξενουσα μεγάλο κακό, πόνο, φθορά, ακόμα και θάνατο. Και τότε, θα ήταν πια πολύ αργά για όλους μας.

Κοιτούσε το κασετόφωνο σαν υπνωτισμενη. Ήταν ξεκάθαρο πως δεν καταλαβαινε, η απορία της ήταν έκδηλη και λογική. Πάτησε ξανά το play. Το ίδιο μήνυμα ακούστηκε και πάλι. Εξακολουθούσε να κοιτάζει σαστισμενη. Έπρεπε το μήνυμα να γίνει πιο σαφές, πιο δυνατό. Το έβαλε να παίξει και μια τρίτη φορά. Η φωνή ακούστηκε δυνατή, καθαρή. Όμως, στο υπόβαθρο, δύο νέοι ήχοι έκαναν σιγά σιγά την εμφάνισή τους. Νερό, νερό που χύνεται, αρχικά σιγανό και σιγά σιγά ολο και πιο ορμητικο, ένας καταρράκτης που αδειάζει σε ένα ποτάμι. Κι έπειτα, κάτι σαν ψίθυρος. Απελπισμένος, βαθύς, απόκοσμος. "Βοήθησε με...πίσω από τον καταρρακτη"

Το πρόσωπο της Σοφης μαρτυρουσε την εναλλαγή των συναισθημάτων. Από την περιέργεια, στην απορία. Από την απορία στην έκπληξη. Από την έκπληξη στην προσπάθεια να καταλάβει. Κι από εκεί στη συνειδητοποίηση. Θυμοταν! Ήταν ολοφάνερο ότι θυμοταν!

Αρχισα σιγά σιγά να μεγαλώνω, μπροστα στα γαλάζια μάτια της που είχαν ανοίξει διάπλατα. 

-Μη φοβάσαι, σε παρακαλω... Βοήθησε με... είσαι η μόνη μου ελπίδα...

Είδα στο βλέμμα της πως με αναγνώρισε. Είδα κατανόηση, συμπονοια. Δεν είδα φόβο. Άπλωσα το χέρι μου κι άγγιξα το δικό της. Μου το εσφιξε χωρίς να πει κουβέντα. Ένα ρεύμα με διαπέρασε, σαν να ενώθηκαν οι ενέργειες μας. Και ξαφνικα...

-ΜΑΜΑΑΑΑΑΑΑΑ!

Η φωνή της διαπέρασε την ησυχία της νύχτας κι εγώ βρέθηκα πάλι στη μικρή καμαρα, να παρακολουθώ καθώς η μητέρα της έτρεχε δίπλα της όλο αγωνία. 


4 σχόλια:

  1. Πω πω μάχη γίνεται στην. Ψυχούλα της. Το σκοτάδι προσπαθεί να την καταβροχθίσει αλλά αντιστέκεται. Και η μορφή, η ιερή μορφή της μάνας, στο πλάι της να βοηθάει σε οποιοδήποτε σύμπαν το παιδί της. Ωραία αφήγηση, ωραία πλοκή, ωραία σύνδεση και με την απαίτηση του δρώμενου που ξεκίνησε ο Γιάννης. Μπράβο! Ανυπομονούμε να διαβάσουμε τη συνέχεια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η μάνα πάντα ένα φως να την οδηγεί. Η μάχη του καλού και του κακού δεν τελειώνει ούτε μετά το θάνατο. Αν η Σοφη την εγκαταλείψει, άραγε η ψυχή της θα σωθει?
      Ευχαριστώ πολύ!

      Διαγραφή
  2. Κι εμείς αγωνιούμε μαζί με τη Σόφη και με όλον αυτόν τον αγώνα που δίνει. Φτάσαμε στην κεντρική ιδέα του δρώμενου. Πολλά ζητάει όμως από τη Σόφη, ΄΄ενα μικρό κορίτσι να κατανοήσει αυτά τα υπερφυσικά, να νικήσει το φόβο, το άγνωστο...για να δούμε τελικά τι θα γίνει....Χριστίνα ωραιότατο και πρωτότυπο
    Καλή συνέχεια

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Καλωσορισες στο κουκουλι μου.