Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ- ΜΕΡΟΣ Γ


Το κείμενο είναι βασισμένο στο δρώμενο Μία Ιδέα, Μια Έμπνευση, του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη. 

Η βασική ιδέα του διηγήματος είναι η εξής:

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ - ΜΕΡΟΣ Γ

Τις επόμενες νύχτες, προσπάθησα πάλι να μπω στο όνειρό της. Στάθηκε αδύνατο. Όσο σφιχτά και αν έκλεινα τα-ανύπαρκτα στην πραγματικότητα- βλέφαρά μου, δεν μπορουσα να έρθω σε επαφή. Η μικρή με είχε κλείσει έξω, διαλύοντας χωρίς να το ξέρει κάθε προσδοκια μου για γαλήνη. Σιγά σιγά, ένιωθα κάτι μέσα μου να αλλάζει. Όλα αυτά τα χρόνια, είχα παραμείνει απλά θεατής στις ζωές των άλλων. Δεν είχα πάψει να σοκαρομαι από την κακία και τη βαρβαρότητα των ανθρώπων κι η ψυχή μου είχε μείνει παιδική, ανέγγιχτη, γεμάτη καλοσύνη. Τώρα όμως...το πνεύμα μου έχανε το φως του. Εκεί που άλλοτε φωλιαζε η αγάπη, σταδιακά ο θυμός έχτιζε το σπιτικό του κι ήταν τα θεμέλια γερά, η βία κι η αδικία που είχα βιώσει, μα πάνω από όλα η απελπισία. Κι όσο αποτυγχανα να μπω ξανά στο όνειρο της Σοφης, τόσο ο θυμός γινόταν οργή κι η οργή μίσος. Ήθελα να καταστρέψω, να διαλύσω, να προξενησω με τη σειρά μου σε άλλους τον πόνο που κάποτε μου προξένησαν. Αυτή η αλλαγή με τρόμαζε. Με παρηγορουσε η σκέψη πως ήμουν απλά ένα άυλο πνεύμα, τι κακό θα μπορούσα να κανω; Όμως το μίσος με τυλιγε ύπουλα σαν φίδι που με την παραμικρή λάθος κίνηση θα εμπηγε τα δόντια του στην τρυφερή σάρκα της ψυχής μου και θα την ποτιζε με δηλητήριο, μέχρι να σαπίσει κι αυτή, όπως είχε προ πολλού σαπίσει το δέρμα μου. 

Μια μέρα ένιωθα τόσο μα τόσο θυμωμένη! Πλεον, απέφευγε ακομα και να στρεψει το βλεμμα της πανω μου, ας ηξερε πως ημουν εκει. Την είδα να κοιτάζει απο το παράθυρο της προς τον κήπο κι αξαφνα, η λευκή τριανταφυλλια πήρε φωτιά! Ήταν η αγαπημένη τριανταφυλλια της Σοφης, τη φύτεψε η ίδια μαζί με τον πατέρα της την ιδια μερα που ηρθαν στο σπιτι, την είχαν φέρει απο τον τοπο τους για καλη τυχη. Ευτυχώς, ο πατέρας της ήταν κοντά και πρόλαβε να την σβήσει πριν επεκταθεί. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι ξεκίνησε τη φωτιά, όμως εγώ ήξερα. Ήταν η οργή μου. Δεν το έκανα επίτηδες, μα ήμουν σίγουρη πως εγώ το είχα προκαλέσει. 

Παράξενες δαιμονικές σκέψεις μπήκαν τότε μέσα μου. Θα μπορούσα να βάλω φωτιά και στο σπίτι; Ναι, θα μπορούσα. Ίσως μάλιστα, να έβαζα στην καμαρα την ώρα που κοιμόνταν όλοι. Η ακόμα καλύτερα στο μπάνιο, όταν έπαιρνε η Σοφη το λουτρό της. Ναι! Αυτή έφταιγε που δεν κατάφερνα να λυτρωθω, αυτή με κρατούσε εδώ κάτω στη φυλακή μου! Γιατί να πονάω μόνο εγω; Γιατί μόνο η δική μου μαμά να θρηνει; Ας δει και η δική τους οικογένεια τι θα πει να χάνεις ότι αγαπάς, ας δει κι η Σοφη πως είναι να είσαι εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους! Κι έτσι τουλάχιστον, θα είχα και παρέα...

Οι ίδιες μου οι σκέψεις με τρόμαξαν. Είχα χάσει βίαια τη ζωή μου, μα τώρα ένιωθα πρώτη φορά πως έχανα το δρόμο μου. Ήμουν κουρασμενη... 

Πριν μπω στον κοσμο των νεκρων, κουβαλουσα ολες τις πεποιθήσεις των προγονων μου, τις ιστορίες που περνουσαν απο γενια σε γενια. Για μενα ο θανατος ειχε τη μορφη ενος γαληνιου υπνου. Το σωμα κοιμοταν, ενω το πνεύμα ανεβαινε προς τα ουράνια. Ποσο αφελης αληθεια... Η στιγμη που η ψυχη μου αποκολληθηκε απο το κορμι μου ηταν ο,τι πιο επωδυνο ειχα βιώσει ποτε. Αισθανθηκα σαν λουλούδι που το ξεριζωναν βιαια κι έπειτα το ποδοπατουσαν. Η ζωη ειχε σβησει απο μεσα μου κι εγω εσπαγα σε μικρα μικρα κομματια. Κοιταζα το κουφαρι που ειχε απομείνει απο εμενα να κειτεται στο χωμα, ομως σαν εστρεψα το βλεμμα πανω στα χερια και στα ποδια μου, ηταν ακομα εκει, τα εβλεπα να κινούνται, μόνο ηταν καπως πιο διαφανα. Εκανα να αγγιξω το προσωπο μου και το μονο που βρηκα ηταν αερας και σκόνη. Αρχισα να ουρλιαζω, αλλα η φωνη μου ειχε χαθεί. Βγηκα τρέχοντας εξω απο τον καταρράκτη και γυρισα στο σπιτι μου. Βρήκα τη μητερα και τον πατέρα μου αναστατους να με ψάχνουν, ολη η γειτονια ειχε μαζευτει στην αυλη μας και ετοιμαζονταν να βγουν να με ψαξουν. Μιλουσα, κουνούσα τα χερια μου, εμπαινα μπροστα τους, "ΕΔΩ ΕΙΜΑΙ!" φωναζα με όλη μου τη δυναμη... μάταια...ούτε με άκουγαν ούτε με έβλεπαν. Και ξαφνικα, τον είδα! Ηταν κι αυτος εκεί, ανάμεσα σε οσους με αναζητουσαν, σαν να μην ηξερε πως στη σπηλια πισω απο τον καταρρακτη ηταν το πτώμα μου, σαν να μη με ειχε αφησει ο ιδιος εκει. Ο πονος ηταν διαπεραστικός, ολο μου το είναι φλεγοταν. Και τότε καταλαβα... δεν μπορουσα να φυγω. Η ψυχη μου διψουσε για δικαιοσύνη, ηταν ταραγμενη, ο παραδεισος δεν τη χωρουσε. Επρεπε να μεινει ωσπου να βρει τον τροπο να διηγηθει τι μου συνέβη. Γυρισα στη σπηλια, στο μερος που ειχα ανακαλυψει τυχαία κολυμπώντας στο ποταμι, στο μερος που ενιωθα καταδικο μου, που φιλοξενησε τα ονειρα μου, το ημερολόγιο μου, που ηταν το καταφυγιο μου, που εκει ένιωθα ασφαλης. Και που εμελλε να γινει ο υγρος μου ταφος. Κουρνιασα σε μια γωνια κι έμεινα να κοιταζω το παγωμενο πια εφηβικο κορμι μου. Δεν ξερω ποσος καιρος περασε, δεν ενιωθα πεινα, διψα, ζεστη, κρυο, κουραση. Οχι σωματικη τουλάχιστον. Οταν μια μερα μπήκε στη σπηλια ενα πουλί, αναθαρρησα. Ποτέ δεν είχα δει κανένα ζωο, ηταν τόσο καλά κρυμμένη πισω απο το νερο που χυνοταν ορμητικα, που δεν την ειχαν ανακαλύψει ως τοτε. Ηταν μουσκεμα και τιναζε τα φτερα του για να στεγνωσει. Σταθηκε πανω στο κουφαρι μου. Το περιεργαστηκε για λιγο κι επειτα εσκυψε και πηρε κατι στο στομα του. Κοιταξα προσεκτικά, ηταν ενα σκουληκι. Οχι απο το χωμα. Απο το αριστερο μου ματι. Απο το δικο μου αριστερο ματι! Τι φρικη, Θεέ μου! Βγήκα τρεχοντας απο τη σπηλια. Ετρεχα κι ετρεχα, χωρις να ξερω που πηγαινω, παντως σιγουρα δε θα επεστρεφα εκει. Μετα απο ώρες, τα βηματα μου με έφεραν μπροστά απο τη γνωστή καγκελοπορτα. Ολα ηταν ερημα. Περιπλανηθηκα σε ενα ενα τα δωματια. Λιγοι ιστοι αραχνης εδω κι εκεί κι ο ξεραμενος κήπος έδιναν την εικονα της εγκαταλειψης. Ανθρωπινη παρουσία πουθενα. Μονο δεκαδες αναμνησεις που με διελυαν. Τα πρώτα μου βηματα, τα πρώτα γενέθλια, τα πρωτα Χριστούγεννα. Πράγματα που σαν παιδι δε θα μπορούσα να θυμαμαι, εχοντας μπει στον κοσμο των πνευματων ομως, τα εβλεπα μπροστα μου ολοζωντανα. Αποφασισα πως θα εμενα εδω. Οσο κι αν υπεφερα απο τις θύμησες, αυτες ηταν τουλάχιστον μια παρηγοριά. Κι ημουν στο κατω κατω σπίτι μου. Ακομα και τοτε ομως, μετα απο ολα οσα ειχα περασει, τα απανωτα σοκ, τη μοναξια, το θρηνο, δεν σκληρυνα, δεν αφησα το σκοταδι να με τυλιξει. Ισως γιατι ειχα το πιο σημαντικό από όλα. Την ελπίδα. 

Τωρα, η ελπιδα μου είχε χαθει κι υπαίτιο ηταν ένα κοριτσι με γαλαζια ματια. Ο θυμός με κατεκλυε. Ηξερα στο βαθος πως κι η ιδια δεν έφταιγε, φοβηθηκε, μα αυτό δε με εκανε να της κακιωνω λιγότερο. Ημουν χαμενη...

Ένιωσα την ανάγκη να κάνω κάτι που είχα χρόνια έστω και να σκεφτώ...να προσευχηθώ. Πηγα στο μικρό παρεκκλήσι που είχαν χτίσει οι γονείς μου, αφιερωμένο στην Παναγία. Εκεί βαπτίστηκα, εκεί έλαβα την πρώτη μου κοινωνία. Μόλις πλησίασα, η ξύλινη πόρτα έκλεισε με δύναμη. Δεν μπορούσε φυσικά να με κρατήσει έξω, μα ήταν ένα ξεκάθαρο σημάδι πως ήμουν ανεπιθύμητη. Και πώς να μην ειμαι; Η ψυχή μου οδευε ολοταχώς για την κόλαση. Το καταλάβαινα, μου το ψιθυριζε όλο μου το είναι, μεταμορφωνομουν σε κάτι σκοτεινό κι είχα πολύ λίγο χρόνο να κάνω κάτι για αυτό. Μπήκα στην εκκλησία ούτως ή άλλως. Τα φώτα τρεμοπαιξαν και με το ζορι καταπολέμησα μια παρορμηση να φύγω γρήγορα. Το μισό μου πνεύμα δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί, το άλλο μισό το είχε απόλυτη ανάγκη. Νίκησε το δεύτερο. Για την ώρα έστω. Προσευχηθηκα με όλη μου τη δύναμη. "Βοήθησε με, μη με αφήσεις να χαθω... δείξε μου τον τρόπο...στείλε μου κατι!" Λίγα λεπτά αργότερα, εφυγα απογοητευμενη. Καμία απάντηση, κανένα σημάδι... 

Οι επόμενες ώρες με βρήκαν στη σοφίτα. Δεν ήθελα να αντικρυσω ούτε από μακρυά τη Σοφη, έτρεμα στην ιδέα του τι μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια συνάντηση. Προσπαθούσα να ηρεμήσω τη φλόγα μου, αλλά δεν ήξερα πως. Μια δύναμη φούντωνε μέσα μου και χωρίς να το καταλάβω ο,τι κοιτούσα άρχισε να πέφτει κάτω. Με κίνδυνο να γίνω αντιληπτή, συνέχισα. Με κάθε αντικείμενο που έσπαγε, καταλαγιαζε μια ικμαδα η οργή μου. Τότε το είδα. Ένα παλιό κασετοφωνακι καταγραφικό. Το είχε η μητέρα μου κι έγραφε τη φωνή της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Στη συνέχεια μου έβαζε τις κασέτες να τις ακούω όσο κοιμόμουν, για να νιωθω ασφαλής με συντροφιά τη φωνή της. Αχ, μαμά μου! Η σκέψη της και μόνο με γέμισε θαλπωρή και ηρεμία. 

Το σημάδι που γυρευα ήταν εδώ. Και μια νέα ιδέα σχηματίστηκε, για να μπω ξανά στα όνειρα της Σοφης, χωρίς να με δει και φοβηθεί. Δεν είχα ιδέα πώς θα τα κατάφερνα, αλλά αν έμαθα ένα πράγμα από τότε που πέθανα, είναι πως ολα είναι δυνατά.



2 σχόλια:

  1. Πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Ωραίες ιδέες, μπαίνουμε αβίαστα στον κόσμο που δημιουργείς. Ανυπομονούμε για την συνέχεια. Μπράβο Χριστίνα μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πω πω πω αυτό το κεφάλαιο πολύ δυνατό και πραγματικό θρίλερ. Περιγραφές έντονες μας βάζουν στο περιβάλλον του κοριτσιού που ο θυμός της γιγαντώνεται χωρίς να μπορεί να τον τιθασεύσει. Μπράβο Χριστίνα, περιμένω εναγωνίως πού θα το φτάσεις και πώς θα εξελιχθεί.
    Καλό Σ/Κο

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Καλωσορισες στο κουκουλι μου.