Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ

 Η συμμετοχή μου στο Β' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη.


Το σπιτάκι στην άκρη του λόφου, όπως πάντα φιλόξενο, έμοιαζε να την περιμένει. Το κοίταζε από την ώρα που πήρε τη στροφή και το είδε να σχηματίζεται από απόσταση στην κορυφή του υψώματος. Όσο το πλησίαζε κι η μορφή του γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη, μια γλυκειά αδημονία την τύλιγε. Ήξερε πως εδώ θα έβρισκε τις απαντήσεις που γύρευε. Πάντα ήταν το καταφύγιό της αυτό το ξύλινο μικρό σπίτι, όπου είχε περάσει όλα τα παιδικά της καλοκαίρια στη ζεστή αγκαλιά της γιαγιάς της. Από τότε που πέθανε η γιαγιά Κατερίνα, ήταν η μόνη από την οικογένεια που συνέχισε να πηγαίνει στο χωριουδάκι, καθώς ήταν αρκετές ώρες ταξίδι από την πόλη που έμεναν. Δεν την ένοιαζε καθόλου η απόσταση, είχε αγαπήσει αυτόν τον τόπο, τους ανθρώπους του, τις μυρωδιές του, τη γαλήνη του. Χειμώνιασε και νύχτωνε πια νωρίς. Είχε από την προηγούμενη ειδοποιήσει την κυρα-Μάρω, τη γυναίκα που φρόντιζε το σπίτι για λογαριασμό της, ότι θα ερχόταν, ώστε να φροντίσει να είναι όλα έτοιμα, το τζάκι αναμμένο και τα ντουλάπια γεμάτα. Ήταν και η μόνη που ήξερε πως θα βρισκόταν εκεί η Μαργαρίτα, σε κανέναν άλλο δεν το είχε πει, είχε απλά εξαφανιστεί, κλείνοντας το κινητό της, αδιαφορώντας για το ποιος θα την αναζητούσε. Είχε ανάγκη να μείνει μόνη της να σκεφτεί, να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά. Ασυναίσθητα, έβαλε το χέρι της στην κοιλιά της. Προσπάθησε να αφουγκραστεί τη ζωή πίσω από τους γυμνασμένους κοιλιακούς της, αλλά δεν ένιωσε παρά ένα γουργούρισμα που της υπενθύμισε ότι πεινούσε. Η καμινάδα έβγαζε πυκνό καπνό, σημάδι πως η κυρα-Μάρω είχε κάνει τη δουλειά της και η Μαργαρίτα ένιωσε την ανυπομονησία της να γιγαντώνεται, καθώς πάρκαρε στην αυλή. Βγήκε από το αμάξι της και το κρύο της περόνιασε το κορμί, είχε ξεχάσει πόσο πιο νωρίς έπεφτε στο μέρος αυτό η θερμοκρασία. Τα χνώτα της ζεστά, σημάδευαν τον αέρα καθώς ανέπνεε. Η κυρά-Μάρω έτρεξε να την υποδεχτεί.

-Έλα μέσα γρήγορα, θα πουντιάσεις! της είπε και την πήρε από το χέρι βιαστικά να τη βάλει μέσα στο σπίτι. Αμάν, ολόκληρη κοπέλα έγινες κι ακόμα δεν έβαλες μυαλό! Πού πας με το πουλοβεράκι; Πνευμονία θα πάθεις!

Η Μαργαρίτα γέλασε με το καλόκαρδο μάλωμα και έκλεισε την ηλικιωμένη γυναίκα στην αγκαλιά της.

-Μαργαρίτα μου! Καλώς όρισες! Είπε χαρούμενα η γυναίκα και την έσφιξε λίγο ακόμα. Έπειτα, την έπιασε από τα χέρια και την περιεργάστηκε. Τι όμορφη που είσαι, κοπέλα μου! Ίδια η γιαγιά σου στα νιάτα της, με τα καστανά μαλλιά της και τα πράσινα σμαραγδένια μάτια της. Για κάνε μια στροφή να σε καμαρώσω!

Η Μαργαρίτα υπάκουσε γελώντας. Πόσο της είχε λείψει η κυρα-Μάρω, το χωριό, όλοι και όλα. Είχε πάνω από χρόνο να έρθει, μπλεγμένη καθώς ήταν με τις δουλειές, τις συναυλίες και το νέο δίσκο που μόλις είχε κυκλοφορήσει.

-Για να σε δω… Σαν κάτι να έχει αλλάξει πάνω σου… Τα μάγουλά σου είναι πιο ροδαλά από συνήθως, το δέρμα σου πιο λαμπερό! Μαργαρίτα! Ή ερωτευμένη είσαι… ή έγκυος! Ή και τα δύο!

-Τι λες κυρά Μάρω, πας καλά; Είπε σχεδόν τρομοκρατημένη που η οικονόμος την ήξερε τόσο καλά και τόσο εύκολα την είχε διαβάσει. Σε κανέναν δεν είχε πει για την εγκυμοσύνη, ούτε καν στο σύντροφό της. Τίποτα από τα δυο σε διαβεβαιώνω.

Η Μάρω δε φάνηκε να την πιστεύει, αλλά δε θέλησε και να επιμείνει για να μην τη φέρει σε δύσκολη θέση.

-Λοιπόν, κορίτσι μου, όπως τα ζήτησες, το τζάκι είναι αναμμένο, τα ντουλάπια γεμάτα και στο τσουκάλι σου έχω βράσει μια σούπα, μα τι σούπα! Κοτόσουπα με δική μας κότα και λαχανικά από τον κήπο μου, να γλείφεις τα δάχτυλά σου.

-Κάθησε να φάμε παρέα, την προσκάλεσε.

-Θα φύγω, Μαργαρίτα μου, να κατεβώ γρήγορα στο χωριό, γιατί λένε θα ξεσπάσει θύελλα τη νύχτα, μη με βρει στο δρόμο. Αν κοπάσει, θα έρθω αύριο για καφέ, να μου πεις και τα νέα σου, είμαι σίγουρη έχεις πολλά. Της έκλεισε το μάτι κι έφυγε αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπό της.

«Και τώρα μόνες μας, Μαργαριτούλα», σκέφτηκε. Η ώρα ήταν 4 το απόγευμα και δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα της. Η μυρωδιά της κοτόσουπας της έσπασε τη μύτη, πήγε σχεδόν τρέχοντας στην κουζίνα και σέρβιρε ένα αχνιστό πιάτο. Έβαλε κι ένα ποτήρι λευκό κρασί να συνοδεύσει το γεύμα της. Καθώς έφερε το ποτήρι στα χείλη της, η σκέψη του μωρού την έκανε να σταματήσει. Όμως μόνο για λίγα δευτερόλεπτα, μετά ανασήκωσε τους ώμους κι ήπιε την πρώτη γουλιά. «Τι σημασία έχει ούτως ή άλλως;» αναρρωτήθηκε. Αφού έφαγε το φαγητό της, έκανε να βγει να πάρει από το αυτοκίνητο τη βαλίτσα της, αλλά ήρθε αντιμέτωπη με μια σφοδρή επίθεση αέρα και οι πρώτες νιφάδες χιονιού είχαν αρχίσει να πέφτουν. «Απίστευτο!» μονολόγησε. Τελικά, είχε δίκιο η Μάρω που της μίλησε για θύελλα, παρόλο που μια ώρα πριν δε φαινόταν τίποτα στον ουρανό. Με κόπο έφτασε ως το αυτοκίνητό της, άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ και πήρε τα πράγματά της. Ούτως ή άλλως, ελάχιστα είχε φέρει μαζί της. Επέστρεψε κι έκλεισε πίσω της την πόρτα, καθώς το χιόνι κι ο άνεμος δυνάμωναν. Ευτυχώς, είχε αρκετές προμήθειες σε φαγητό και ξύλα, ώστε να μην ανησυχεί για την περίπτωση που ξεμείνει αποκλεισμένη μια δυο μέρες.

Πήρε το μπουκάλι με το κρασί και μεταφέρθηκε μπροστά στο τζάκι. Άφησε τις φλόγες να της ζεστάνουν το πρόσωπο, μα η καρδιά της ήταν παγωμένη. Μάλλον, μουδιασμένη θα έλεγε καλύτερα. Από την ημέρα που έμαθε για την εγκυμοσύνη, όλα είχαν μπει σε αργή κίνηση. Με τον Κώστα ήταν μόλις μερικούς μήνες μαζί και, αν και ήταν πολύ ερωτευμένοι, η σχέση τους δεν είχε δοκιμαστεί στο χρόνο. Εκείνη πάλι βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας της. Τα τραγούδια της ήταν σχεδόν μόνιμα στην κορυφή των προτιμήσεων και οι συναυλίες της sold out μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Η καλοκαιρινή της περιοδεία την ανέδειξε αναμφισβήτητα σε βασίλισσα της μουσικής σκηνής της χώρας και μόλις είχε λάβει πρόταση για κάποιες συνεργασίες στο εξωτερικό. Μια εγκυμοσύνη, ένα μωρό, θα ήταν επαγγελματική αυτοκτονία. Συνέχισε να πίνει και να σκέφτεται, μια άγγιζε την κοιλιά της, μια δάκρυζε, μια σκεφτόταν πιο αποφασιστικά ότι η εγκυμοσύνη αυτή έπρεπε να τερματιστεί όσο ήταν καιρός. Δεν θα το έλεγε ποτέ σε κανέναν, θα ήταν το δικό της ένοχο μυστικό. Αν με τον Κώστα ήταν γραφτό, θα έκαναν αργότερα παιδιά. Αυτή η λογική απόφαση όμως, δεν καταλάγιαζε ούτε λίγο την τρικυμία μέσα της, που όσο το κρασί εισχωρούσε στο μυαλό της, γινόταν ακόμα μεγαλύτερη. Χαζεύοντας τις πυρόξανθες φλόγες, αποκοιμήθηκε. Λίγο αργότερα, ξύπνησε από ένα επίμονο χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξε τα μάτια της, ακόμα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, και πήγε να ανοίξει. Έκπληκτη, αντίκρυσε στην πόρτα της ένα μικρό κορίτσι, με μαύρα σγουρά μαλλιά μέχρι τους ώμους και καταπράσινα ματάκια. Το κοριτσάκι έτρεμε από το κρύο και τα ματάκια του ήταν υγρά. Θα’ ταν δε θα’ ταν τριών χρονών.

-Ο Χριστός κι η Παναγία! Τι κάνεις πουλάκι μου έξω στο χιονιά; Καμία απάντηση. Πού είναι οι γονείς σου; Χάθηκες; Καμία απάντηση. Το κοριτσάκι απλά την κοιτούσε μέσα στα μάτια, χωρίς να μιλάει.

Η Μαργαρίτα δίχως να χάσει καιρό, σήκωσε στην αγκαλιά της το νήπιο, κοίταξε καλά καλά γύρω της μήπως υπήρχε κάποιος ενήλικας και αφού είδε πως δεν υπήρχε κανένας, έμπασε το παιδί στο σπίτι.

-Έλα, κουκλίτσα μου, έλα να ζεσταθείς. Την έβαλε να καθίσει μπροστά στο τζάκι. Της έτριψε τα χεράκια να ζεσταθεί και την κράτησε στην αγκαλιά της.

-Χάθηκες;

-Μαμά; Είπε το κορίτσι αντί απάντησης.

-Μη φοβάσαι, αγάπη μου, θα τη βρούμε τη μαμά σου, στο υπόσχομαι. Πεινάς;

Το κοριτσάκι έγνεψε καταφατικά και η Μαργαρίτα έτρεξε να του βάλει ένα πιάτο σούπα. Ύστερα, γονάτισε μπροστά στη μικρή και άρχισε να την ταϊζει, αργά αργά, κουταλίτσα κουταλίτσα. Μόλις έφαγε όλο το πιάτο, της σκούπισε τρυφερά το στόμα και της έδωσε νερό.

-Μαμά; Ξαναείπε το κοριτσάκι, με ένα βλέμμα γεμάτο απορία.

-Θα τη βρούμε, μωρό μου, απλά όχι τώρα, δεν μπορούμε να βγούμε τώρα, χιονίζει πάρα πολύ. Πώς σε λένε;

-Κατερίνα.

-Τι όμορφο όνομα! Έτσι λέγαν τη γιαγιά μου, Κατερίνα. Δικό της είναι αυτό το σπίτι. Εγώ είμαι η Μαργαρίτα.

Το πανέμορφο πλασματάκι έμεινε να την κοιτάζει, χωρίς να μιλάει. Η Μαργαρίτα, αυθόρμητα, την έκλεισε και πάλι στην αγκαλιά της κι άρχισε να της τραγουδάει ένα νανούρισμα που της τραγουδούσε κι εκείνης η μητέρα της όταν ήταν μωρό. Σιγά σιγά, το παιδικό κορμάκι χαλάρωσε στα χέρια της και αποκοιμήθηκε. Η Μαργαρίτα έμεινε ώρα πολλή να την κοιτάζει. Χάζευε την τέλεια μικροσκοπική μυτούλα της, τα ροδαλά μαγουλάκια της που η ζέστη από το τζάκι τα είχε κάνει πιο κόκκινα, τις όμορφες μπούκλες που έπεφταν στο πρόσωπό της, τη ρυθμική αναπνοή της. Έσκυψε και άφησε ένα φιλί τρυφερά στο μέτωπό της, εισέπνευσε τη μεθυστική μωρουδιακή μυρωδιά της και κάτι μέσα της σκίρτησε, κάτι πρωτόγνωρο μα πολύ δυνατό. Τρόμαξε με την ένταση αυτού που ένιωσε και τινάχτηκε. Σηκώθηκε πολύ προσεκτικά για να μην την ξυπνήσει και την άφησε μαλακά πάνω στον καναπέ. Η ίδια περπάτησε μέχρι το παράθυρο, τράβηξε τις βαριές κουρτίνες και κοίταξε έξω. Το χιόνι έπεφτε με δύναμη, είχε νυχτώσει για τα καλά και κανένα ίχνος ζωής δεν υπήρχε. Η καρδιά της σφίχτηκε, καθώς αναλογίστηκε πως οι γονείς της μικρής είχαν μάλλον χαθεί στη χιονοθύελλα. Γύρισε να την κοιτάξει, αλλά…. Ο καναπές ήταν άδειος! Η Μαργαρίτα ένιωσε έναν τεράστιο φόβο να την κυριεύει κι άρχισε να την ψάχνει σαν τρελή.

-Κατερίνα; Κατερίνα; Πού είσαι; Θες να παίξουμε κρυφτό; Τη ρώτησε μαλακά στην αρχή. Πές μου ότι θες να παίξουμε κρυφτό κι εγώ θα σε ψάξω, είπε με την αγωνία της να κορυφώνεται.

Κι αυτό ακριβώς έκανε. Έψαξε σε όλο το σπίτι, κάτω από τα τραπέζια και τις καρέκλες, πίσω από τις πόρτες, στο μπάνιο, στις κρεβατοκάμαρες, παντού, μα η μικρή ήταν άφαντη! Αν δεν υπήρχε ακόμα το πιάτο της από τη σούπα πάνω στο τραπεζάκι μαζί με το ποτήρι που ήπιε νερό, θα πίστευε πως δεν υπήρξε ποτέ, πως την είχε φανταστεί. Αφού δεν τη βρήκε άρχισε να τη φωνάζει δυνατά, πιο δυνατά, σπαραχτικά σχεδόν, ώσπου βράχνιασε και έπειτα έπεσε παραδομένη στον καναπέ και ξέσπασε σε κλάματα. Ο πόνος της ήταν αβάσταχτος, σαν να είχε χάσει τον πιο δικό της άνθρωπο κι όχι ένα ξένο παιδί που γνώριζε μόλις δυο ώρες.

-Μαμα; Ακούστηκε λίγα δευτερόλεπτα μετά. Γιατί μαμά;

-Κατερίνα! Πετάχτηκε πάνω. Κατερίνα! Πού είσαι;

-Γιατί μαμά; Γιατί δε μ’ αγαπάς; Γιατί με σκότωσες μαμά; Γιατί μαμά; ΓΙΑΤΙ δε μ΄αγαπάς; ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΣ ΜΑΜΑ;;;

Η φωνή έγινε κραυγή κι όλο το πάτωμα μια λίμνη αίματος. Συνέχισε να φωνάζει απεγνωσμένα την Κατερίνα και η μόνη απάντηση που έπαιρνε ήταν η ίδια ερώτηση, ξανά και ξανά. «Γιατί με σκότωσες, μαμά;»

Πετάχτηκε κάθιδρη από τον καναπέ, η καρδιά της χτυπούσε με απίστευτη ταχύτητα. Κοίταξε γύρω της κι είδε ότι ήταν ολομόναχη. Το τζάκι σιγόκαιγε ακόμα και το χιόνι έπεφτε πυκνό. Πήρε πολλές βαθιές αναπνοές πριν πάρει απόφαση να σηκωθεί και να ψάξει το σπίτι. Κανένα ίχνος της μικρής, ούτε καν το πιάτο και το ποτήρι της. Ώστε δεν υπήρχε στ΄ αλήθεια, ήταν απλά ένα παιχνίδι του μυαλού της. Όμως ο πόνος που ένιωσε να της σκίζει την καρδιά όταν νόμιζε πως η μικρή Κατερίνα είχε χαθεί ήταν απόλυτα αληθινός. Ασυναίσθητα, έπιασε την κοιλιά της. Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά, αλλά δεν υπήρχε καμία περίπτωση να ξανακοιμηθεί. Έφτιαξε έναν ζεστό καφέ και έμεινε να ρεμβάζει τις χιονονιφάδες που στροβιλίζονταν στον αέρα. Χάιδευε την κοιλιά της κάθε τόσο και βυθιζόταν και πάλι στις σκέψεις της. Μέχρι να ξημερώσει, ήταν πια βέβαιη για την απόφασή της.

Ενάμιση χρόνο αργότερα

-Βαφτίζεται η δούλη του Θεού Κατερίνα, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Η Μαργαρίτα έλαμπε ολόκληρη. Στο πλάι της ο Κώστας, βαθύτατα συγκινημένος, της κρατούσε σφιχτά το χέρι. Ένα στρουμπουλό μωρό, με κατάμαυρες μπούκλες σαν του πατέρα της και καταπράσινα μάτια σαν της μητέρας της, αναπαυόταν νωχελικά στην αγκαλιά της νονάς της.

Κανείς ποτέ δεν έμαθε ότι η Μαργαρίτα σκόπευε να τερματίσει την εγκυμοσύνη της. Οι φόβοι της για τη σχέση της με τον Κώστα διαλύθηκαν τη στιγμή που του ανακοίνωσε ότι περίμενε παιδί κι αυτός άρχισε να τη στριφογυρίζει γελώντας από ευτυχία. Οι συναυλίες και η δισκογραφία πήγαν πίσω, αλλά με χαρά διαπίστωσε πως οι συνεργάτες της ήταν διατεθιμένοι να την περιμένουν ώσπου να μπορεί να επιστρέψει ενεργά στην καριέρα της.

Καθώς έβγαιναν από την εκκλησία, με τη νεοφώτιστη Κατερίνα αγκαλιά, η Μαργαρίτα κοίταξε ψηλά, στο θόλο, εκεί που δεσπόζει η εικόνα του Χριστού ως Παντοκράτορα. Έπειτα έπεσε το βλέμμα της σε μια εικόνα της Παναγίας, με τον Ιησού στην αγκαλιά της. Αν το έλεγε πουθενά, θα την περνούσαν σίγουρα για τρελή, μα θα ορκιζόταν ότι για μια φευγαλέα στιγμή, το βρέφος απέκτησε μαύρες μπούκλες ως τους ώμους, καταπράσινα μάτια και ροδαλά μαγουλάκια, ότι την κοίταξε και της χαμογέλασε, πριν επιστρέψει στην πρότερη μορφή του.

Κράτησε σφιχτά το χέρι του ανθρώπου που αγαπούσε, άφησε ένα φιλί στο λαδωμένο κεφαλάκι της μπέμπας, που είχε αποκοιμηθεί εξαντλημένη και σκέφτηκε ότι η ευτυχία είναι το πιο εύθραυστο πράγμα. Μια λάθος επιλογή, ένας παράλογος φόβος, αρκούν για να τιναχτεί στον αέρα. Ευτυχώς, η κόρη της δεν την άφησε να επιτρέψει στο φόβο της να κερδίσει! Ευτυχώς!

 

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Η ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΗ

 


Τρεις ολόκληρες μέρες κρυμμένος στο υπόγειο του εξοχικού των γονιών του στο Λουτράκι -ας είναι καλά ο παππούς του που κατά την κατοχή είχε χτίσει αυτό το δωμάτιο με κρυφή είσοδο σαν κρυψώνα από τους Γερμανούς-  ούτε που τον είχε δει το φως του ήλιου. Το κινητό του το είχε πετάξει σε ένα χαντάκι και είχε αγοράσει ένα από αυτά τα καρτοκινητά μιας χρήσης μόνο και μόνο για να μπορεί μέσω ίντερνετ να έχει μια επαφή με τον έξω κόσμο, να μαθαίνει τα νέα για την εξαφάνιση της Αγλαϊας και να μελετάει προσεκτικά τα χειρόγραφά της, μήπως και κατάφερνε να βγάλει νόημα από όλο αυτό. Το ήξερε καλά πως με τη φυγή του δυσχέραινε τη θέση του, τώρα πλέον όλη η αστυνομία θα τον έψαχνε, καθώς ήταν ο τελευταίος που την είχε δει ζωντανή, άρα ο βασικός ύποπτος για την εξαφάνισή της, μα ήταν αθώος διάολε! Κι έπρεπε πάσει θυσία να αποδείξει την αθωότητά του.

Η Αγλαϊα Μπένετου δεν ήταν μια τυχαία γυναίκα, ήταν μια εκ των πλουσιοτέρων γυναικών της χώρας, λεγόταν πως με ένα της τηλεφώνημα θα μπορούσε να ρίξει την κυβέρνηση. Ήταν επίσης μια εκ των εκκεντρικότερων. Δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ, ζούσε σχεδόν σαν ερημίτισσα σε μία παραθαλάσσια βίλα στο Καβούρι. Ο γάμος της με τον εφοπλιστή Μπένετο δεν είχε ευλογηθεί με παιδιά, αν και ακουγόταν ότι είχε μείνει έγκυος δυο -τρεις φορές αλλά η εγκυμοσύνη δεν εξελίχθηκε σωστά. Μάλιστα, κάποιοι απέδιδαν τη μοναχικότητά της σε αυτό ακριβώς το γεγονός. Όσο ζούσε ο Μπένετος, αναγκαστικά έβγαινε από το σπίτι και τον συνόδευε στα κοσμικά γεγονότα της πόλης, ωστόσο δεν υπάρχει ούτε μία φωτογραφία που να τη δείχνει γελαστή. Μετά το θάνατο του συζύγου της, απομονώθηκε τελείως. Μοναδική συντροφιά της, τα δύο σκυλιά της, τα άλογα και η πιστή της οικονόμος, που την ακολουθούσε τα τελευταία 40 χρόνια.

Η έκπληξη του Αναστάση όταν μια εβδομάδα πριν δέχτηκε το τηλεφώνημά της ήταν κάτι παραπάνω από τεράστια. Ήταν απλά ένας συγγραφέας, ένας αρκετά καταξιωμένος συγγραφέας, αλλά η Αγλαϊα Μπενέτου να ψάχνει εκείνον; Απίστευτο. Δε θέλησε να του πει από το τηλέφωνο τίποτα, του ζήτησε να την επισκεφτεί στο σπίτι της την επόμενη μέρα και φυσικά δέχτηκε. Δεν ήταν λίγο πράγμα να μπει η ίδια στον κόπο να τον αναζητήσει κι η περιέργειά του χτύπησε κόκκινο, δε θα έχανε αυτό το ραντεβού για τίποτα στον κόσμο.

Φτάνοντας στην έπαυλη το επόμενο πρωί, δε θα μπορούσε να μην αισθανθεί δέος. Ήταν πραγματικά το ομορφότερο σπίτι που είχε δει ποτέ, με τεράστια παράθυρα που έβλεπαν στη θάλασσα, έναν εξαιρετικά φροντισμένο κήπο, με δέντρα και λουλούδια, έναν όμορφο σταύλο για τα άλογα και ένα κιόσκι με ξύλινα τραπέζια και μια αιώρα. Ήταν μέσα Ιανουαρίου και το κρύο ήταν τσουχτερό, από την καμινάδα έβγαινε πυκνός καπνός, σημάδι πως ήταν αναμμένο το τζάκι.

Η μεγάλη δρύινη πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μια γυναίκα μεσόκοπη, γύρω στα 65, μικροσκοπική, πιθανότατα η οικονόμος. Τον κοίταξε εξονυχιστικά και μόλις τον έβαλε μέσα στο σπίτι, έστρεψε το κεφάλι της προς τη στριφογυριστή σκάλα. Αφού βεβαιώθηκε πως ήταν μόνοι τους, του έπιασε τα χέρια και του είπε ικετευτικά

-Κύριε Θεοδώρου, σας εξορκίζω, μη συμφωνήσετε με αυτό που θα σας ζητήσει! Αν τα θυμηθεί όλα αυτά, θα είναι το τέλος της!

-Τι λέτε κυρία μου; Δεν καταλαβαίνω.

-Θα καταλάβετε, μόνο σας παρακαλώ μη δεχτείτε!

-Αρκετά Σοφία! Η αυστηρή φωνή της οικοδέσποινας γέμισε το χώρο.

Η παρουσία της ήταν τόσο επιβλητική, καθώς κατέβαινε τη σκάλα, που του έκοψε την ανάσα. Θα ήταν σίγουρα πάνω από 70 ετών, μα ήταν πραγματικά εκθαμβωτική. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα κότσο και φορούσε ένα μακρύ φόρεμα, το σώμα της ήταν σε εξαιρετική κατάσταση, πιθανότατα λόγω της ιππασίας που λάτρευε. Του έκανε εντύπωση το φυσικό γκρι χρώμα των μαλλιών της, καθώς μια τόσο περιποιημένη γυναίκα, θα ήταν λογικό να τα βάφει, ωστόσο όσο την παρατηρούσε συμπέρανε πως όχι μόνο δεν της στερούσε τη γοητεία, μάλλον της πρόσθετε επιπλέον. Μεγαλύτερη όμως εντύπωση του έκανε η ζεστή της χειραψία και το καλοσυνάτο χαμόγελό της καθώς του έσφιγγε το χέρι.

-Καλωσήρθατε, κε Θεοδώρου. Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, παρακολουθώ χρόνια τη δουλειά σας.

-Τιμή μου, κυρία Μπένετου. Ομολογώ με ξάφνιασε πολύ το τηλεφώνημά σας.

-Και ακόμα πιο πολύ υποθέτω τα λόγια της οικονόμου μου. Η Σοφία τείνει να γίνεται υπερπροστατευτική, είμαστε μαζί μια ζωή βλέπετε, μόνο η μία την άλλη έχουμε.

Είπε αυτά τα λόγια κοιτάζοντας την οικονόμο, το βλέμμα της δεν είχε ίχνος θυμού, αντίθετα ήταν γεμάτο αγάπη και τρυφερότητα. «Αυτή είναι η ξινή;» αναρωτήθηκε ο Αναστάσης. «Αυτή είναι που δεν θέλει να βλέπει άνθρωπο κι όλοι τη θεωρούν απρόσιτη;» Βέβαια, δεν έπρεπε να του κάνει εντύπωση, είχε κι ο ίδιος γίνει πολύ συχνά θέμα συζήτησης στους συγγραφικούς κύκλους, καθώς τον θεωρούσαν σνομπ.

-Τι θα λέγατε να περάσουμε στο γραφείο μου; Έχουμε καφέ και πολύ καλή ζεστή σοκολάτα με άρωμα κανέλας, νομίζω είναι το ιδανικό ρόφημα για μια παγωμένη μέρα δίπλα στο τζάκι.

-Ναι, είναι υπέροχη ιδέα, σας ευχαριστώ.

-Θα έλεγα επίσης να κόψουμε τις τυπικότητες, με κουράζουν αφόρητα. Σπάνια ανοίγω το σπίτι μου κι όταν το κάνω είναι μόνο για ανθρώπους που εκτιμώ. Αγλαϊα, λοιπόν για σένα.

-Άψογα! Πάμε;

Πέρασαν στο γραφείο, έναν χώρο ιδιαίτερα ζεστό, διακοσμημένο σε χρώματα γήινα και λευκό, με μια τεράστια βιβλιοθήκη, από το πάτωμα ως το ταβάνι και ένα πέτρινο τζάκι με αναμμένη τη φωτιά. Σε ένα από τα ράφια, είδε σε περίοπτη θέση, με αλφαβητική σειρά και τα πέντε βιβλία του. Χαμογέλασε.

-Στο είπα, είμαι θαυμάστριά σου. Για αυτό εξάλλου και σε επέλεξα για αυτό που θέλω να κάνω.

-Δηλαδή;

-Θέλω να γράψεις τη βιογραφία μου.

-Ορίστε; Είπε έκπληκτος.

-Δεν το περίμενες… Λογικό, εσύ είσαι ιστορικός συγγραφέας. Όμως, πίστεψέ με, αυτά που έχω να σου διηγηθώ από τη ζωή μου, έχουν κομμάτια της ιστορίας της Ελλάδας που δεν τα γνωρίζεις και αποκαλύπτουν πράγματα για λεγόμενους «ευεργέτες» της χώρας που θα σε σοκάρουν. Με πρώτο και κύριο, το σύζυγό μου.

Τη συζήτηση διέκοψε η Σοφία που με ένα δίσκο στα χέρια μπήκε στο γραφείο. Δυο κούπες αχνιστή σοκολάτα και ένα πιάτο με διάφορα μπισκότα και κέικ, τα οποία ακούμπησε στο δρύινο γραφείο με προσοχή. Έριξε άλλο ένα ικετευτικό βλέμμα στον Αναστάση κι έπειτα έφυγε σκεφτική.

-Η οικονόμος σου σε αγαπάει πολύ.

-Ναι, ανησυχεί για μένα. Θα καταλάβεις τους λόγους μόλις σου πω την ιστορία μου.

-Σε ακούω με απόλυτη προσοχή.

-Καταρχάς να σου πω ότι τον Μπένετο τον παντρεύτηκα από έρωτα. Ήμουν μόλις 16 ετών όταν τον πρωτογνώρισα και θαμπώθηκα από τον τρόπο που με φλέρταρε και ναι, δε θα σου πω ψέματα, θαμπώθηκα και από τα λεφτά του. Με γέμιζε λουλούδια, δώρα, με πήγαινε στα καλύτερα εστιατόρια, δεν υπήρχε καμία επιθυμία μου που να μην την πραγματοποιήσει μέχρι να πω το ναι στην πρόταση γάμου του. Με έκανε να νιώθω βασίλισσα και ποια γυναίκα δεν το θέλει αυτό; Δεν είχα ιδέα ποιος ήταν πραγματικά ούτε το τέρας που έκρυβε μέσα του.

Την κοίταξε έκπληκτος, αλλά δεν την διέκοψε.

-Σε σοκάρει αυτό, λογικό είναι, όλοι τον ξέρετε σαν τον ευεργέτη της χώρας, τον ιδρυτή τόσων φιλανθρωπικών σωματείων, έναν αληθινό Έλληνα. Η αλήθεια όμως διαφέρει πάρα πολύ. Το 1970, καθώς ακόμα ήμασταν νιόπαντροι, άκουσα κατά λάθος μια συζήτησή του με υψηλόβαθμα στελέχη της δικτατορίας. Μέσες άκρες, έλεγαν ότι στα αμπάρια του ενός από τα πλοία μας, κρατούσαν κρυφά φυλακισμένους 50 τουλάχιστον κομμουνιστές, που τους θεωρούσαν επικίνδυνους για τη Χούντα. Άκουσα με φρίκη να περιγράφει τα βασανιστήρια που τους έκαναν και με απόλυτα κυνικό τρόπο να αναφέρει πως θα βούλιαζε το καράβι επίτηδες για να τους σκοτώσει. Ναι, ακριβώς! Το ναυάγιο που συντάραξε το πανελλήνιο, επειδή κανένας δεν μπορούσε να εξηγήσει τι το προκάλεσε. Θυσίασε τους ναύτες του, όλοι οικογενειάρχες, για να θάψει αυτούς που τόσο μισούσε. Το καράβι ήταν ασφαλισμένο, εισέπραξε μια τεράστια αποζημίωση, με την οποία προίκισε τις κόρες των χαμένων ναυτικών κα σπούδασε τους γιους τους. Μη γελιέσαι δεν το έκανε από καλοσύνη, ήδη είχε κινήσει υποψίες αυτό το ναυάγιο κι έπρεπε να ρίξει κάπως στάχτη στα μάτια όλων, άλλωστε η αποζημίωση ήταν αστρονομική, περίσσεψαν εκατομμύρια. Με το αίμα των γονιών τους πληρώθηκαν οι προίκες κι οι σπουδές αυτών των παιδιών, αλλά δεν το έμαθαν ποτέ και φυλούσαν τα χέρια του δολοφόνου τους.

Μετά από αυτό το περιστατικό, τον σιχάθηκα, ήθελα πάσει θυσία να τον σταματήσω. Με την αφέλεια των 17 μου χρόνων, πήγα να τον καταγγείλω στην αστυνομία. Φυσικά, όλοι εκεί μέσα του ανήκαν, αφού είχε φιλικές σχέσεις με το καθεστώς. Το ίδιο βράδυ γύρισε σπίτι και με χτύπησε τόσο πολύ, που δεν μπορούσα για ένα μήνα να βγω από το σπίτι. Ήμουν έγκυος και έχασα το παιδί. Η σχέση μας από εκείνη τη μέρα δεν ήταν ποτέ ίδια. Η μόνη μας επαφή ήταν οι βιασμοί μου, κάθε φορά που αρνούμουν να εκτελέσω τα συζυγικά μου καθήκοντα. Ζούσα με ένα κτήνος. Ήταν η περίοδος που είχε έρθει η Σοφία στη δούλεψή μας. Με φρόντιζε και ήταν δίπλα μου, η μόνη που ήξερε τα πάντα. Έπρεπε κάτι να κάνω, τον έτρεμα, αλλά δε γινόταν να τον αφήσω να κάνει τέτοια εγκλήματα. Έλειπε σχεδόν όλη μέρα κι αυτό μου έδινε το ελεύθερο να βγαίνω  χωρίς να το γνωρίζει. Μπήκα κι εγώ σε μια ομάδα αριστερών, με ψεύτικο όνομα φυσικά, έδινα όσες πληροφορίες έπαιρνε το αυτί μου, καθώς φρόντιζα να γυρίζω σα σκιά στο ίδιο μου το σπίτι. Το έμαθε φυσικά. Αυτή τη φορά, τα χτυπήματα μου κόστισαν ένα σπασμένο κρανίο και ένα σπασμένο χέρι. Δε θα ξεχάσω τη λύσσα με την οποία με κλώτσαγε στο κεφάλι, τη Σοφία να προσπαθεί να τον απομακρύνει, να τη χτυπάει κι εκείνη μανιασμένα και να καταλήγουμε δυο ανθρώπινα κουβάρια αγκαλιασμένες στο πάτωμα. Από εκείνη τη μέρα, είχε μόνιμα κάποιον να με ακολουθεί. Δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι, άφησε τότε να διαρρεύσει η ιστορία της δήθεν αποβολής μου και της κατάθλιψης που με συντάραξε. Τότε ήταν που στράφηκα στα άλογα….και στη Σοφία. Μόνη μου παρηγοριά η βόλτα με τα άλογα στο κτήμα μας και η φιλία μου με τη Σοφία. Μια φιλία που σιγά σιγά εξελίχτηκε σε κάτι πολύ παραπάνω, έγινε αγνή αγάπη, έρωτας και με τον καιρό γίναμε ζευγάρι. Δεν άργησε να το αντιληφθεί, αλλά αντί να τη διώξει, χρησιμοποιούσε την αγάπη μου για εκείνη για να με ελέγχει. Ένα απόγευμα σχεδόν τρία χρόνια μετά του ανακοίνωσα πως ήμουν πάλι έγκυος. Κάγχασε και μου απάντησε με ένα ηχηρό χαστούκι. «Μωρή παλιοκουμούνα, αδερφάρα, το δικό σου παιδί θα κάνω; Να βγει λούγκρα σαν εσένα ή αριστερό; Δεν πεθαίνω καλύτερα; Αύριο κιόλας θα πάμε να το ρίξεις!» Του κάκου ούρλιαζα ότι αυτό το παιδί είναι δικό μου και θα το γεννήσω. Όταν απείλησα ότι θα φύγω, με βούτηξε από το μαλλί, με έσυρε ως την κουζίνα και μπροστά στα μάτια μου βίασε τη Σοφία. «Αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που θα πάθει, αν τολμήσεις ξανά να μου εναντιωθείς! Και ξέχνα το διαζύγιο, δε θα με κάνεις εσύ ρεζίλι στην κοινωνία, οι άνθρωποι του κύκλου μας ΔΕΝ χωρίζουν, το κατάλαβες; Όσο για το μουλόσπερμα που έχεις μέσα σου, αύριο κιόλας θα το βγάλουμε να ησυχάσουμε! Μου ανήκεις! Όσο πιο γρήγορα το καταλάβεις, τόσο καλύτερα για σένα!»

Μιλούσε και τα δάκρυα έτρεχαν ακούσια από το πρόσωπό της. Δεν τολμούσε να της πει κουβέντα, μόνο της κρατούσε το χέρι όσο διηγούνταν το Γολγοθά της.

-Με συγχωρείς, πάνε χρόνια από τότε, μα κάθε φορά είναι σαν να τα ζω από την αρχή. Από εκείνο το βράδυ, ευτυχώς, δεν με ξαναπλησίασε ερωτικά. Δεν έχανε βέβαια την ευκαιρία να με μειώνει, να με χτυπάει ή να χτυπάει τη Σοφία για να με πονέσει. Ήξερα ότι η ζωή μου μαζί του είχε τελειώσει. Το ένστικτο της επιβίωσης, αλλά και της εκδίκησης αν θες, με έσπρωξε να κάνω όσο έκανα παρακάτω. Τον παρακάλεσα να με αφήσει μόνο για λίγες μέρες να επισκεφτώ ένα μοναστήρι. Του φάνηκε παράξενο, αλλά η ιδέα της γυναίκας του να είναι πιστή στο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια, του άρεσε για την εικόνα του. Με άφησε να πάω. Είχα προηγουμένως κάνει την έρευνά μου. Βρήκα ένα μοναστήρι σε μια περιοχή που φύτρωνε το φυτό που γύρευα. Κάθε μέρα επί μία εβδομάδα μάζευα αυτό το φυτό. Ήταν ένα θεραπευτικό βότανο, που όμως σε μακροχρόνια λήψη γίνεται καρκινογόνο. Επέστρεψα, το αποξήρανα, το έκανα σκόνη και φρόντιζα κάθε μέρα στο τσάι του να έχει τόση ποσότητα όσο να μην αντιλαμβάνεται διαφορά στη γεύση. Πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια έτσι. Κι επιτέλους, ο στόχος μου είχε επιτευχθεί! Καρκίνος στο συκώτι. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά, η χαρά που πήρα όταν το έμαθα ήταν απερίγραπτη. Σκληρό καρύδι ο Μπένετος, πάλεψε με την ασθένεια παλικαρίσια, άλλα τρία χρόνια κατάφερε να ζήσει, ενώ αρχικά οι γιατροί του έδιναν μόλις έξι μήνες ζωής. Τρία ατέλειωτα χρόνια, που εγώ βυθιζόμουν στην κατάθλιψη αργά και βασανιστικά. Τύψεις; Όχι, δεν είχα καμία. Τρία πράγματα με κράτησαν στη ζωή, τα άλογά μου, η αγάπη μου με τη Σοφία και η προσμονή να δω το τέρας επιτέλους νεκρό. Η μέρα που πέθανε ήταν η καλύτερη της ζωής μου κι όμως βρήκα τη δύναμη να δώσω μια τεράστια παράσταση πένθους, να πιστέψουν όλοι ότι έχασα τον άνθρωπό μου. Έκτοτε, τα άλογα και η Σοφία είναι η ζωή μου. Δε βγαίνω έξω γιατί δεν το χρειάζομαι, είμαι απόλυτα ήρεμη εδώ, πούλησα το σπίτι που ζούσα μαζί του, αγόρασα αυτό μακρυά από όλους και όλα και ζω χρησιμοποιώντας την περιουσία του για να βοηθώ αθόρυβα και ανώνυμα ανθρώπους, μήπως έτσι κάπως αναπληρώσω το κακό που έκανε όσο ζούσε. Έκανε απίστευτα πράγματα, η κακία του δεν είχε όριο. Μετά το θάνατό του μάζεψα όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσα. Θέλω να τα γράψεις, να γράψεις αυτή την ιστορία, με ονόματα και αποδείξεις, για να δικαιωθούν έστω και τώρα όλοι όσοι έβλαψε ή σκότωσε.

Ο Αναστάσης είχε μείνει εμβρόντητος, αλλά ένα ήταν σίγουρο, αυτή η γυναίκα άξιζε το θαυμασμό και την εκτίμηση του.

-Θα το κάνω Αγλαϊα! Είπε συγκινημένος. Θα το κάνω και θα είναι το σπουδαιότερο έργο μου! Σε ευχαριστώ!

-Εγώ σε ευχαριστώ, αποκρίθηκε με δάκρυα στα μάτια.

Του παρέδωσε όλα τα χειρόγραφα, το ημερολόγιό της, τα στοιχεία που μάζευε με ονόματα και ημερομηνίες και χωρίστηκαν με μια αγκαλιά. Την επόμενη μέρα, τα κανάλια και τα σόσιαλ βούηξαν από την είδηση της εξαφάνισής της. Η οικονόμος της κάλεσε την αστυνομία και ανέφερε ότι από το προηγούμενο απόγευμα που έφυγε για την καθιερωμένη της βόλτα με το άλογο, δεν είχε επιστρέψει. Το κινητό της ήταν κλειστό και η ίδια άφαντη. Το άλογο επέστρεψε μόνο του αργά τη νύχτα.

Και να που το πρόσωπό του φιγουράριζε στα νέα σαν ο τελευταίος που είχε δει την αγνοούμενη. Η αστυνομία τον αναζητούσε, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστεί, αν δε μελετούσε πρώτα όλα τα χειρόγραφά της και τα χαρτιά που του είχε δώσει. Ήταν σίγουρος πως η απάντηση στην εξαφάνισή της βρισκόταν κάπου εκεί μέσα. Δεν ήταν καθόλου τυχαία η συγκυρία, ήταν απόλυτα βέβαιος. Ως τώρα, δεν είχε βρει όμως κάποια ένδειξη να τον οδηγήσει κάπου. Τα στοιχεία που είχε βρει για το μακαρίτη ήταν συγκλονιστικά, αλλά τίποτα που να συνδέει τα κομμάτια του παζλ της εξαφάνισής της. Άρχισε να ξεφυλλίζει το ημερολόγιό της. Το είχε αφήσει για το τέλος, από σεβασμό. Οι πρώτες σελίδες αφορούσαν το μεγάλο της έρωτα με τον Μπένετο, στη συνέχεια όμως γινόταν όλο και πιο σκοτεινό και καταθλιπτικό. Το ένστικτο του συγγραφέα του έλεγε πως αν η λύση του αινίγματος βρισκόταν εκεί, θα ήταν προς το τέλος, στις πιο πρόσφατες καταχωρήσεις. Τη ματιά του τράβηξε μια εγγραφή, δύο περίπου μήνες πριν:

«Λένε πως ό,τι δίνεις στη ζωή, αυτό θα πάρεις. Καρκίνος λοιπόν…και τι ειρωνία, στο συκώτι! Ίσως η θεία δίκη για αυτό που έκανα, μα δεν το μετανιώνω στιγμή. Αξίζει κάθε τίμημα που είδα αυτό το κτήνος να λιώνει. Δεν έχω τη δύναμη ακόμα και μετά θάνατον να τον συγχωρήσω, ας το κάνει ο Θεός που είναι μεγαλόψυχος κι αν το θέλει ας συγχωρήσει κι εμένα για όσα έκανα, για όσα επέτρεψα να συμβούν και για αυτό που θα κάνω. Εγώ δε σκοπεύω να το αφήσω να με λιώσει ούτε και κουράγιο έχω να το παλέψω. Θα φύγω όρθια και περήφανη, αφού πρώτα κλείσω το παλιό μου χρέος και κάνω αυτό που έπρεπε πριν χρόνια να είχα κάνει. Μόνο λυπάμαι που θα αφήσω μόνη τη Σοφία μου. Θα πάω εκεί που δώσαμε το πρώτο μας φιλί, να τη νιώθω κοντά μου την ύστατη ώρα»

Αυτό ήταν! Σήκωσε το τηλέφωνο μιας χρήσης και πήρε τηλέφωνο στο σπίτι της Αγλαίας. Είχε έρθει η στιγμή να εμφανιστεί και να δώσει τέλος στην αγωνία όλων. Τα υπόλοιπα έγγραφα τα άφησε εκεί κρυμμένα, θα της έδειχνε μόνο το ημερολόγιο και εκείνη θα ήξερε τι να κάνει.

Δύο μέρες αργότερα

Παρακολουθούσε με δάκρυα στα μάτια τα νέα στην τηλεόραση.

«Χωρίς την παρουσία δημοσιογράφων έγινε η αποτέφρωση της Αγλαϊας Μπένετου και της οικονόμου της Σοφίας Παπαδάκου, σήμερα το πρωί. Υπενθυμίζουμε ότι η σωρός της Αγλαϊας Μπένετου βρέθηκε προχτές το απόγευμα, σε ερημικό σημείο. Πάνω της βρέθηκε ένα μπουκάλι δηλητήριο και ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα που αποκάλυπτε πως έπασχε από καρκίνο στο συκώτι και πως δεν άντεχε να περάσει τους πόνους που πέρασε ο σύζυγός της. Το ίδιο βράδυ η Σοφία Παπαδάκου αυτοκτόνησε με περίστροφο, αφού πρώτα είχε ειδοποιήσει την  αστυνομία. Η τέφρα των δύο γυναικών, παραδόθηκε σύμφωνα με το σημείωμα της κας Παπαδάκου σε κοντινό τους πρόσωπο, αγνώστων στοιχείων»

Κοίταξε την τεφροδόχο που φιλοξενούσε τις δύο αγαπημένες γυναίκες. Οι στάχτες τους ήταν μαζί στο ίδιο δοχείο. Χαμογέλασε, μέσα από τα δάκρυά του. Η εμπιστοσύνη που του έδειξαν ήταν τιμή για εκείνον. Θα έφερνε στο φως τα πάντα για τον Μπένετο, όπως είχε υποσχεθεί στην Αγλαϊα και θα δικαίωνε έστω και αργά τις ζωές που καταστράφηκαν. Ήξερε πως θα προκαλούσε σάλο και θα δεχόταν πόλεμο, όμως η Αγλαϊα είχε κάνει εξαιρετικά καλή έρευνα και τα στοιχεία που του είχε δώσει ήταν αδιάσειστα. Όσο για τις στάχτες τους, θαα τις κρατούσε κοντά του κι όταν κάποτε πλησίαζε η ώρα του δικού του θανάτου, θα τις σκορπούσε στο Αιγαίο. Μαζί στη ζωή, μαζί και στο θάνατο.


Το διήγημα Η Αγνοούμενη αποτελεί συμμετοχή μου στο συγγραφικό δρώμενο του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη, "ΜΙΑ ΙΔΕΑ-ΜΙΑ ΕΜΠΝΕΥΣΗ". Τον ευχαριστώ πολύ για την ώθηση στην έμπνευση και για το βήμα. 

Πληροφορίες για το δρώμενο:

https://giannispit.wordpress.com/?fbclid=IwAR2-mqWlCi9-aWx-OFnBUiHDojQ7VPH%CE%B1Wp59llzR2lA7mRhJOaYuiEhRAX60