Το κείμενο είναι βασισμένο στο δρώμενο Μία Ιδέα, Μια Έμπνευση, του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη.
Η βασική ιδέα του διηγήματος είναι η εξής:
Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.
Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:
"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."
Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;
Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;
Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.
Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.
Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ - ΜΕΡΟΣ Β
Δεν είναι εύκολο να μπαίνεις στα όνειρα καποιου. Οι αναμνήσεις σου μπλέκονται με τις δικές του, οι φόβοι, τα άγχη, οι χαρές σας μπερδεύονται κι η εικόνα σου κινδυνεύει να ξεθωριάσει με το πρώτο πεταρισμα των βλεφάρων του. Όχι, δεν είναι εύκολο. Και κυρίως, δεν είχα ιδέα πώς να το κάνω.
Για πολλές νύχτες στεκόμουν απλά από πάνω της και την κοιτούσα καθώς κοιμόταν. Έψαχνα να βρω έναν τρόπο, μια πορτουλα να τρυπωσω στον εγκέφαλο της. Πάνω που σκεφτόμουν να τα παρατήσω, απλά συνέβη. Αν με ρωτήσει κανείς να περιγράψω πώς το έκανα, δεν θα ξέρω να πω. Ένιωσα ξαφνικά μια ακατανίκητη ανάγκη να κλείσω τα βλέφαρά μου. Μόλις τα άνοιξα, βρισκόμουν σε ένα άγνωστο για εμένα σπίτι. Η μυρωδιά ενός κέικ έβγαινε από την κουζίνα και πάνω σε μια όμορφη κουνιστη πολυθρόνα είδα τη Σοφη στα πόδια μιας ηλικιωμένης κυριας. Υπέθεσα πώς ηταν η γιαγιά της. Όλο αυτό ήταν πρωτόγνωρο για μένα. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κανω. Άραγε αν τη φώναζα θα με άκουγε; Θα ήμουν ορατή μόνο σε εκείνη η και στη γιαγιά της; Κι αν τρόμαζε και ξυπνούσε ουρλιάζοντας; Δεν είχα άλλη επιλογή πάρα να δοκιμάσω. Προχώρησα προς το μέρος της, λίγα αργά δειλά βήματα. Όσο πλησίαζα, μια γλυκιά θαλπωρή με τυλιγε. Σήκωσα το βλέμμα μου και ξαφνικά, αντί για την ηλικιωμένη γυναίκα, ήταν η μητέρα μου στην κουνιστη πολυθρόνα που κρατούσε τη Σοφη στην αγκαλιά της. Σαστισα. Η ανάμνηση αυτή ήταν δική μου...και πόνεσε βαθιά. Που να ήταν άραγε σήμερα η μαμά μου; Τι θα έκανε αν μάθαινε την αλήθεια για το τι συνέβη εκείνο το πρωί; Ανοιγοκλεισα δύο φορές γρήγορα τα βλέφαρά μου, το όνειρο αυτό ανήκε στη Σοφη κι εγώ ήμουν εκεί για ένα και μόνο λόγο. Για να την πλησιάσω. Έφτασα κοντά της, με κοίταξε με αυτά τα μεγάλα αθώα μάτια της και μου άπλωσε το χέρι.-Ήρθες! Είπε χαμογελώντας.
-Έλα να παίξουμε, την προσκάλεσα.
Μπλέξαμε τα δάχτυλα μας, όπως κάνουν τα νεαρά κορίτσια. Στην αίσθηση της αφής, με το ζόρι συγκράτησα τα δάκρυα μου. Είχα σχεδόν ξεχάσει πως ήταν να αγγίζει δέρμα με δέρμα, οι νεκροί δεν έχουν φυσική υπόσταση κι όμως, με ένα μαγικό τρόπο, εγώ μέσα στον κόσμο των ονείρων είχα. Ήταν σα να επέστρεψα για λίγο από την ανυπαρξία. Αυτή η αίσθηση ήταν μεθυστική όσο και εθιστική. Και σκληρή ταυτόχρονα. Είναι πολύ άδικο να επιστρέφεις στην ανθρώπινη φύση που τόσο βίαια στερήθηκες μόνο για να την αποχωριστείς ξανά λίγα λεπτά αργότερα.
-Βοηθησε με...
Η φωνή μου βγήκε πνιχτη, ένας μακαβριος ψίθυρος που δεν θα αναγνωριζε ποτέ κανείς για ανθρώπινου πλάσματος. Έσφιξα τα δόντια μου και έκανα υπερανθρωπη προσπάθεια.
-Σε παρακαλώ...στο ποτάμι...πίσω από τον καταρράκτη...
Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα, αλλά παρέμεινε ακίνητη και με κοιτούσε με θλίψη. Δεν ήξερα αν μπορούσε να δει και να νιώσει όσα κι εγώ η αν απλά με λυποταν. Ίσως και να ήταν φόβος αυτό το σκοτάδι στο βλέμμα της.
Από το βάθος ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, στην αρχή μακρινή, μα ολο και πλησίαζε.
-Σοφη! Σοφη! ΣΟΦΗ!
-Μαμά;
Αυτό ήταν. Η μικρή μου φίλη ξύπνησε κι εγώ έχασα ξανά όλες τις γήινες αισθήσεις μου και χάθηκα στις σκιές, με την ψυχή κουρελιασμενη από τη δύναμη της τραυματικης αναμνησης, που πανω απο 30 χρόνια ειχα θαψει τοσο βαθια!
Η μητέρα της την κρατούσε τρυφερά και την παρηγορουσε, καθώς δάκρυα μουσκευαν τα τρυφερά μαγουλάκια της. Έγινε αυτό που φοβόμουν. Την τρόμαξα. Μα δεν το ήθελα, δεν μπορουσα να το ελέγξω.
Τις κοιτούσα έτσι αγκαλιασμενες και η σκέψη μου έτρεχε και πάλι στις μέρες που η ζωή ήταν όμορφη και κάθε πόνος περνούσε με ένα φιλί. Αχ πόσο μου λείπεις, μαμά, μαμά μου!
Κι έπειτα, την άκουσα να λέει κάτι που έκανε την ψυχή μου να πετρωσει.
-Τι έβλεπες αγάπη μου και ξύπνησες τόσο τρομαγμένη;
-Δε...δε θυμάμαι....
Νομίζω πως αν ήμουν ζωντανή, θα είχε σταματήσει η καρδιά μου. Αυτό το κορίτσι ήταν η τελευταία μου ελπίδα. Περίμενα ήδη τόσο πολύ! Πέρασαν τόσοι ακατάλληλοι άνθρωποι, βούτηξα τόσο βαθιά στη μοναξιά μου! Η ψυχή μου κραυγαζε, ήθελε να πετάξει, αποζητουσε με απογνωση την ελευθερία! Καμία ψυχή δεν αξίζει να υπάρχει δέσμια σε έναν εφιάλτη που ποτέ δεν επέλεξε, ούτε καν προκάλεσε. Όχι, όχι, δεν ήταν δυνατόν να μη θυμάται! Αν η Σοφη με ξεχνούσε, θα ήμουν καταδικασμενη να χαθω στη λήθη και σε μια αιώνια φυλακή....
Εδώ είμαστε! Αν δεν το καταλάβατε, η Χριστίνα ...έπιασε δουλειά και οι χτύποι της καρδιάς μας άρχισαν να πάλλονται ακανόνιστα και δυνατά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο Β' Μέρος ξεκινά με την πρώτη επαφή της μικρής κοπέλας με τη μικρή Σόφη, στον ονειρικό τους κόσμο.
Και εκεί γίνεται η πρώτη, κατά την ταπεινή μου διαίσθηση, νύξη. Δεν είναι τίποτα τυχαίο σε αυτήν την πλοκή.
Κάποια αναφορά δεν γίνεται καθόλου τυχαία.
Η Χριστίνα μπαίνει στα βαθιά στο γραπτό της και εμείς ακολουθούμε με έκδηλη αγωνία.
Αγαπημένη μου φίλη, νιώθω να περιμένουμε κάτι ακόμα μεγάλο.
Ειλικρινά σε ευχαριστώ πολύ.
Να το το όνειρο. Τώρα μάθαμε πώς έχασε τη ζωή της η Σόφη. Πόσο άδικος ο χαμός της γιατί υπάρχουν τέρατα, πάντα υπήρχαν και δεν σέβονταν την ανθρώπινη ζωή κυρίως την παιδική αγνή ζωή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια να δούμε πώς θα επιτευχθεί αυτή η επαφή ανάμεσα στα δυο κορίτσια, που σίγουρα θα υπάρξει.
Λίγο μας δίνεις κάθε φορά, μια μπουκιά ίσα για τη γεύση!!!
Καλή συνέχεια Χριστίνα μου
Δεν επιρρεαζομαι εύκολα, όμως η περιγραφή με εκανε να βουρκωσω, και να χάσω την ανάσα μου. Πολύ καλό! Μπράβο Χριστίνα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφή