Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ -ΜΕΡΟΣ Δ

Το κείμενο είναι βασισμένο στο δρώμενο Μία Ιδέα, Μια Έμπνευση, του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη. 

Η βασική ιδέα του διηγήματος είναι η εξής:

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ - ΜΕΡΟΣ Δ


Παρέμεινα μέσα στη σοφίτα, μέχρι να βεβαιωθώ πως όλοι είχαν κοιμηθεί βαριά. Οι ώρες της αναμονής ήταν βασανιστικες. Η αμφιβολία με κατετρωγε. Κι αν δεν τα κατάφερω; Αν όσο και να προσπαθήσω, το υποσυνείδητο της μικρής με πετάξει έξω μια για παντα; Πάλευα με τον ίδιο μου τον εαυτό. Ήρθαν στιγμές που το κακό με κυριευε. Έχανα το στόχο μου και σκεφτόμουν πως άδικα θα έτρωγα άλλη μια ήττα, πως θα ηταν καλύτερα να αρχίσω απλά να εκτοξευω αντικείμενα πάνω τους μέχρι να τους τρομάξω και να ξεκουμπιστουν, να με αφήσουν στην αιώνια μοναξιά μου. Η ακόμα καλύτερα, να τους πετύχω και να τους σκοτώσω όλους. Όλους εκτός από τη Σοφη. Να ζήσει μόνο εκείνη, να τους δει να πεθαινουν, να νιώσει καλα τι σημαίνει απογνωση και δυστυχια. 

Κάθε φορά που αυτές οι σκέψεις απειλούσαν να καταπιουν ο,τι είχε απομείνει ζωντανό από μένα, έφερνα στο νου μου το γλυκό τραγούδι της μητέρας μου, το γεμάτο αγάπη βλέμμα της, τη μυρωδιά της...κι η ψυχή μου γαληνευε. Είχε μια βαθιά καλοσύνη η μαμά μου, μια πραότητα και έναν τρόπο να βλέπει πάντα το αγαθό στους άλλους. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο ήθελα να νιωθω πως ακόμα και από εδώ, θα ήταν περήφανη για την κόρη της.

Η νύχτα προχώρησε και στο παλιό αγροτοσπιτο επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Μπήκα στη μικρή καμαρα. Το μωρό κοιμόταν γαληνιο στην κούνια του. Το νεαρό ζευγάρι ήταν κουλουριασμενο αγκαλιά στο διπλό κρεβάτι. Ο βρυχηθμός που έβγαινε με κάθε αναπνοή από το στήθος του άντρα μαρτυρουσε τον καματο και την εξάντληση του. Η γυναίκα του είχε κουρνιασει στο στήθος του και φαινόταν τόσο εύθραυστη και μικροσκοπική. Σε ένα ντιβάνι που είχαν πρόχειρα τοποθετήσει προσωρινά, ώσπου να ολοκληρωθεί η ανακαίνιση του δωματίου της, κοιμόταν η Σοφη. Μόλις μπήκα στο χώρο, το σώμα της τιναχτηκε ελαφρά. Η ίδια δεν το συνειδητοποιουσε, μα το υποσυνείδητό της αντιλήφθηκε με μιας την παρουσία μου. 

Πλησιασα πολύ πολύ μαλακά. Όπως κάθε φορά, έτσι και τώρα, προχωρούσα ψηλαφιζοντας ένα σκοτεινό δωμάτιο, έτσι έμοιαζαν για μένα οι δυνατότητες του νεκρικου σύμπαντος. "Ωραία λοιπόν, ας συγκεντρώσω όλη μου την ενέργεια στο μηνυμα που θέλω να στείλω." Κι αυτό έκανα. Ένιωσα ξαφνικά να στροβιλιζομαι και να γίνομαι τόση δα, μικροσκοπική σαν ένα σπιρτόκουτο. Βρέθηκα σε ένα μαύρο φόντο κι ολα, οι τοιχοι, το πάτωμα, το ταβανι ηταν πελώρια και άχρωμα. Το μόνο που υπήρχε ήταν ένα κόκκινο στρογγυλό τραπεζάκι από αυτά που ακουμπούν τα τηλέφωνα. Και πάνω του, το καταγραφικό κασετοφωνακι της μαμάς μου.

Μια πόρτα άνοιξε, το δωμάτιο πλημμύρισε με φως και μπήκε μέσα η Σοφη. Την έβλεπα πελώρια, γίγαντας φάνταζε στα μάτια μου, έτσι που είχα συρρικνωθεί σαν μυρμήγκι για να μη με δει. Περιεργαστηκε με περιέργεια το μαγνητοφωνο και λίγο μετά πάτησε το play. Μια φωνή, ούτε παιδική ούτε γυναικεία, μια φωνη κοριτσιστικη εφηβική, ακούστηκε καθαρά. Η δική μου φωνή. Ξαφνιάστηκα, είχα χρόνια να μιλήσω, δεκαετίες να ακούσω τον εαυτό μου. 

"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."

Αυτό ήταν το μηνυμα μου. Για τη Σοφη ήταν ένα αίνιγμα. Για εμένα όμως ήταν μια κραυγή απελπισίας. Έπρεπε να την κάνω να θυμηθεί όσα είδε στο όνειρο της, να θυμηθεί εμένα, να θυμηθεί τον καταρρακτη. Αλλά έπρεπε ο εγκέφαλος της να επαναφέρει μόνος του την ανάμνηση, χωρίς εγώ να την εκβιασω, γιατί υπήρχε κίνδυνος αν τρόμαζε ξανα να με πετάξει ακόμα πιο πίσω, στις εντελώς κλειστές γωνίες του μυαλού της και να με αφήσει εκεί για πάντα. "Σου μένουν μόνο λίγες μερες"... ένιωθα την αλλαγή μέσα μου να γιγαντωνεται, αν δεν γινόταν κάτι, οτιδήποτε που να μου δώσει πίσω την ελπίδα, οι σκοτεινές δυνάμεις του θυμού, της οργής, της απόγνωσης και του μίσους θα κυριευαν την ψυχή μου και τότε ήμουν σίγουρη πως θα προξενουσα μεγάλο κακό, πόνο, φθορά, ακόμα και θάνατο. Και τότε, θα ήταν πια πολύ αργά για όλους μας.

Κοιτούσε το κασετόφωνο σαν υπνωτισμενη. Ήταν ξεκάθαρο πως δεν καταλαβαινε, η απορία της ήταν έκδηλη και λογική. Πάτησε ξανά το play. Το ίδιο μήνυμα ακούστηκε και πάλι. Εξακολουθούσε να κοιτάζει σαστισμενη. Έπρεπε το μήνυμα να γίνει πιο σαφές, πιο δυνατό. Το έβαλε να παίξει και μια τρίτη φορά. Η φωνή ακούστηκε δυνατή, καθαρή. Όμως, στο υπόβαθρο, δύο νέοι ήχοι έκαναν σιγά σιγά την εμφάνισή τους. Νερό, νερό που χύνεται, αρχικά σιγανό και σιγά σιγά ολο και πιο ορμητικο, ένας καταρράκτης που αδειάζει σε ένα ποτάμι. Κι έπειτα, κάτι σαν ψίθυρος. Απελπισμένος, βαθύς, απόκοσμος. "Βοήθησε με...πίσω από τον καταρρακτη"

Το πρόσωπο της Σοφης μαρτυρουσε την εναλλαγή των συναισθημάτων. Από την περιέργεια, στην απορία. Από την απορία στην έκπληξη. Από την έκπληξη στην προσπάθεια να καταλάβει. Κι από εκεί στη συνειδητοποίηση. Θυμοταν! Ήταν ολοφάνερο ότι θυμοταν!

Αρχισα σιγά σιγά να μεγαλώνω, μπροστα στα γαλάζια μάτια της που είχαν ανοίξει διάπλατα. 

-Μη φοβάσαι, σε παρακαλω... Βοήθησε με... είσαι η μόνη μου ελπίδα...

Είδα στο βλέμμα της πως με αναγνώρισε. Είδα κατανόηση, συμπονοια. Δεν είδα φόβο. Άπλωσα το χέρι μου κι άγγιξα το δικό της. Μου το εσφιξε χωρίς να πει κουβέντα. Ένα ρεύμα με διαπέρασε, σαν να ενώθηκαν οι ενέργειες μας. Και ξαφνικα...

-ΜΑΜΑΑΑΑΑΑΑΑ!

Η φωνή της διαπέρασε την ησυχία της νύχτας κι εγώ βρέθηκα πάλι στη μικρή καμαρα, να παρακολουθώ καθώς η μητέρα της έτρεχε δίπλα της όλο αγωνία. 


Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ- ΜΕΡΟΣ Γ


Το κείμενο είναι βασισμένο στο δρώμενο Μία Ιδέα, Μια Έμπνευση, του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη. 

Η βασική ιδέα του διηγήματος είναι η εξής:

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ - ΜΕΡΟΣ Γ

Τις επόμενες νύχτες, προσπάθησα πάλι να μπω στο όνειρό της. Στάθηκε αδύνατο. Όσο σφιχτά και αν έκλεινα τα-ανύπαρκτα στην πραγματικότητα- βλέφαρά μου, δεν μπορουσα να έρθω σε επαφή. Η μικρή με είχε κλείσει έξω, διαλύοντας χωρίς να το ξέρει κάθε προσδοκια μου για γαλήνη. Σιγά σιγά, ένιωθα κάτι μέσα μου να αλλάζει. Όλα αυτά τα χρόνια, είχα παραμείνει απλά θεατής στις ζωές των άλλων. Δεν είχα πάψει να σοκαρομαι από την κακία και τη βαρβαρότητα των ανθρώπων κι η ψυχή μου είχε μείνει παιδική, ανέγγιχτη, γεμάτη καλοσύνη. Τώρα όμως...το πνεύμα μου έχανε το φως του. Εκεί που άλλοτε φωλιαζε η αγάπη, σταδιακά ο θυμός έχτιζε το σπιτικό του κι ήταν τα θεμέλια γερά, η βία κι η αδικία που είχα βιώσει, μα πάνω από όλα η απελπισία. Κι όσο αποτυγχανα να μπω ξανά στο όνειρο της Σοφης, τόσο ο θυμός γινόταν οργή κι η οργή μίσος. Ήθελα να καταστρέψω, να διαλύσω, να προξενησω με τη σειρά μου σε άλλους τον πόνο που κάποτε μου προξένησαν. Αυτή η αλλαγή με τρόμαζε. Με παρηγορουσε η σκέψη πως ήμουν απλά ένα άυλο πνεύμα, τι κακό θα μπορούσα να κανω; Όμως το μίσος με τυλιγε ύπουλα σαν φίδι που με την παραμικρή λάθος κίνηση θα εμπηγε τα δόντια του στην τρυφερή σάρκα της ψυχής μου και θα την ποτιζε με δηλητήριο, μέχρι να σαπίσει κι αυτή, όπως είχε προ πολλού σαπίσει το δέρμα μου. 

Μια μέρα ένιωθα τόσο μα τόσο θυμωμένη! Πλεον, απέφευγε ακομα και να στρεψει το βλεμμα της πανω μου, ας ηξερε πως ημουν εκει. Την είδα να κοιτάζει απο το παράθυρο της προς τον κήπο κι αξαφνα, η λευκή τριανταφυλλια πήρε φωτιά! Ήταν η αγαπημένη τριανταφυλλια της Σοφης, τη φύτεψε η ίδια μαζί με τον πατέρα της την ιδια μερα που ηρθαν στο σπιτι, την είχαν φέρει απο τον τοπο τους για καλη τυχη. Ευτυχώς, ο πατέρας της ήταν κοντά και πρόλαβε να την σβήσει πριν επεκταθεί. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι ξεκίνησε τη φωτιά, όμως εγώ ήξερα. Ήταν η οργή μου. Δεν το έκανα επίτηδες, μα ήμουν σίγουρη πως εγώ το είχα προκαλέσει. 

Παράξενες δαιμονικές σκέψεις μπήκαν τότε μέσα μου. Θα μπορούσα να βάλω φωτιά και στο σπίτι; Ναι, θα μπορούσα. Ίσως μάλιστα, να έβαζα στην καμαρα την ώρα που κοιμόνταν όλοι. Η ακόμα καλύτερα στο μπάνιο, όταν έπαιρνε η Σοφη το λουτρό της. Ναι! Αυτή έφταιγε που δεν κατάφερνα να λυτρωθω, αυτή με κρατούσε εδώ κάτω στη φυλακή μου! Γιατί να πονάω μόνο εγω; Γιατί μόνο η δική μου μαμά να θρηνει; Ας δει και η δική τους οικογένεια τι θα πει να χάνεις ότι αγαπάς, ας δει κι η Σοφη πως είναι να είσαι εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους! Κι έτσι τουλάχιστον, θα είχα και παρέα...

Οι ίδιες μου οι σκέψεις με τρόμαξαν. Είχα χάσει βίαια τη ζωή μου, μα τώρα ένιωθα πρώτη φορά πως έχανα το δρόμο μου. Ήμουν κουρασμενη... 

Πριν μπω στον κοσμο των νεκρων, κουβαλουσα ολες τις πεποιθήσεις των προγονων μου, τις ιστορίες που περνουσαν απο γενια σε γενια. Για μενα ο θανατος ειχε τη μορφη ενος γαληνιου υπνου. Το σωμα κοιμοταν, ενω το πνεύμα ανεβαινε προς τα ουράνια. Ποσο αφελης αληθεια... Η στιγμη που η ψυχη μου αποκολληθηκε απο το κορμι μου ηταν ο,τι πιο επωδυνο ειχα βιώσει ποτε. Αισθανθηκα σαν λουλούδι που το ξεριζωναν βιαια κι έπειτα το ποδοπατουσαν. Η ζωη ειχε σβησει απο μεσα μου κι εγω εσπαγα σε μικρα μικρα κομματια. Κοιταζα το κουφαρι που ειχε απομείνει απο εμενα να κειτεται στο χωμα, ομως σαν εστρεψα το βλεμμα πανω στα χερια και στα ποδια μου, ηταν ακομα εκει, τα εβλεπα να κινούνται, μόνο ηταν καπως πιο διαφανα. Εκανα να αγγιξω το προσωπο μου και το μονο που βρηκα ηταν αερας και σκόνη. Αρχισα να ουρλιαζω, αλλα η φωνη μου ειχε χαθεί. Βγηκα τρέχοντας εξω απο τον καταρράκτη και γυρισα στο σπιτι μου. Βρήκα τη μητερα και τον πατέρα μου αναστατους να με ψάχνουν, ολη η γειτονια ειχε μαζευτει στην αυλη μας και ετοιμαζονταν να βγουν να με ψαξουν. Μιλουσα, κουνούσα τα χερια μου, εμπαινα μπροστα τους, "ΕΔΩ ΕΙΜΑΙ!" φωναζα με όλη μου τη δυναμη... μάταια...ούτε με άκουγαν ούτε με έβλεπαν. Και ξαφνικα, τον είδα! Ηταν κι αυτος εκεί, ανάμεσα σε οσους με αναζητουσαν, σαν να μην ηξερε πως στη σπηλια πισω απο τον καταρρακτη ηταν το πτώμα μου, σαν να μη με ειχε αφησει ο ιδιος εκει. Ο πονος ηταν διαπεραστικός, ολο μου το είναι φλεγοταν. Και τότε καταλαβα... δεν μπορουσα να φυγω. Η ψυχη μου διψουσε για δικαιοσύνη, ηταν ταραγμενη, ο παραδεισος δεν τη χωρουσε. Επρεπε να μεινει ωσπου να βρει τον τροπο να διηγηθει τι μου συνέβη. Γυρισα στη σπηλια, στο μερος που ειχα ανακαλυψει τυχαία κολυμπώντας στο ποταμι, στο μερος που ενιωθα καταδικο μου, που φιλοξενησε τα ονειρα μου, το ημερολόγιο μου, που ηταν το καταφυγιο μου, που εκει ένιωθα ασφαλης. Και που εμελλε να γινει ο υγρος μου ταφος. Κουρνιασα σε μια γωνια κι έμεινα να κοιταζω το παγωμενο πια εφηβικο κορμι μου. Δεν ξερω ποσος καιρος περασε, δεν ενιωθα πεινα, διψα, ζεστη, κρυο, κουραση. Οχι σωματικη τουλάχιστον. Οταν μια μερα μπήκε στη σπηλια ενα πουλί, αναθαρρησα. Ποτέ δεν είχα δει κανένα ζωο, ηταν τόσο καλά κρυμμένη πισω απο το νερο που χυνοταν ορμητικα, που δεν την ειχαν ανακαλύψει ως τοτε. Ηταν μουσκεμα και τιναζε τα φτερα του για να στεγνωσει. Σταθηκε πανω στο κουφαρι μου. Το περιεργαστηκε για λιγο κι επειτα εσκυψε και πηρε κατι στο στομα του. Κοιταξα προσεκτικά, ηταν ενα σκουληκι. Οχι απο το χωμα. Απο το αριστερο μου ματι. Απο το δικο μου αριστερο ματι! Τι φρικη, Θεέ μου! Βγήκα τρεχοντας απο τη σπηλια. Ετρεχα κι ετρεχα, χωρις να ξερω που πηγαινω, παντως σιγουρα δε θα επεστρεφα εκει. Μετα απο ώρες, τα βηματα μου με έφεραν μπροστά απο τη γνωστή καγκελοπορτα. Ολα ηταν ερημα. Περιπλανηθηκα σε ενα ενα τα δωματια. Λιγοι ιστοι αραχνης εδω κι εκεί κι ο ξεραμενος κήπος έδιναν την εικονα της εγκαταλειψης. Ανθρωπινη παρουσία πουθενα. Μονο δεκαδες αναμνησεις που με διελυαν. Τα πρώτα μου βηματα, τα πρώτα γενέθλια, τα πρωτα Χριστούγεννα. Πράγματα που σαν παιδι δε θα μπορούσα να θυμαμαι, εχοντας μπει στον κοσμο των πνευματων ομως, τα εβλεπα μπροστα μου ολοζωντανα. Αποφασισα πως θα εμενα εδω. Οσο κι αν υπεφερα απο τις θύμησες, αυτες ηταν τουλάχιστον μια παρηγοριά. Κι ημουν στο κατω κατω σπίτι μου. Ακομα και τοτε ομως, μετα απο ολα οσα ειχα περασει, τα απανωτα σοκ, τη μοναξια, το θρηνο, δεν σκληρυνα, δεν αφησα το σκοταδι να με τυλιξει. Ισως γιατι ειχα το πιο σημαντικό από όλα. Την ελπίδα. 

Τωρα, η ελπιδα μου είχε χαθει κι υπαίτιο ηταν ένα κοριτσι με γαλαζια ματια. Ο θυμός με κατεκλυε. Ηξερα στο βαθος πως κι η ιδια δεν έφταιγε, φοβηθηκε, μα αυτό δε με εκανε να της κακιωνω λιγότερο. Ημουν χαμενη...

Ένιωσα την ανάγκη να κάνω κάτι που είχα χρόνια έστω και να σκεφτώ...να προσευχηθώ. Πηγα στο μικρό παρεκκλήσι που είχαν χτίσει οι γονείς μου, αφιερωμένο στην Παναγία. Εκεί βαπτίστηκα, εκεί έλαβα την πρώτη μου κοινωνία. Μόλις πλησίασα, η ξύλινη πόρτα έκλεισε με δύναμη. Δεν μπορούσε φυσικά να με κρατήσει έξω, μα ήταν ένα ξεκάθαρο σημάδι πως ήμουν ανεπιθύμητη. Και πώς να μην ειμαι; Η ψυχή μου οδευε ολοταχώς για την κόλαση. Το καταλάβαινα, μου το ψιθυριζε όλο μου το είναι, μεταμορφωνομουν σε κάτι σκοτεινό κι είχα πολύ λίγο χρόνο να κάνω κάτι για αυτό. Μπήκα στην εκκλησία ούτως ή άλλως. Τα φώτα τρεμοπαιξαν και με το ζορι καταπολέμησα μια παρορμηση να φύγω γρήγορα. Το μισό μου πνεύμα δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί, το άλλο μισό το είχε απόλυτη ανάγκη. Νίκησε το δεύτερο. Για την ώρα έστω. Προσευχηθηκα με όλη μου τη δύναμη. "Βοήθησε με, μη με αφήσεις να χαθω... δείξε μου τον τρόπο...στείλε μου κατι!" Λίγα λεπτά αργότερα, εφυγα απογοητευμενη. Καμία απάντηση, κανένα σημάδι... 

Οι επόμενες ώρες με βρήκαν στη σοφίτα. Δεν ήθελα να αντικρυσω ούτε από μακρυά τη Σοφη, έτρεμα στην ιδέα του τι μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια συνάντηση. Προσπαθούσα να ηρεμήσω τη φλόγα μου, αλλά δεν ήξερα πως. Μια δύναμη φούντωνε μέσα μου και χωρίς να το καταλάβω ο,τι κοιτούσα άρχισε να πέφτει κάτω. Με κίνδυνο να γίνω αντιληπτή, συνέχισα. Με κάθε αντικείμενο που έσπαγε, καταλαγιαζε μια ικμαδα η οργή μου. Τότε το είδα. Ένα παλιό κασετοφωνακι καταγραφικό. Το είχε η μητέρα μου κι έγραφε τη φωνή της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Στη συνέχεια μου έβαζε τις κασέτες να τις ακούω όσο κοιμόμουν, για να νιωθω ασφαλής με συντροφιά τη φωνή της. Αχ, μαμά μου! Η σκέψη της και μόνο με γέμισε θαλπωρή και ηρεμία. 

Το σημάδι που γυρευα ήταν εδώ. Και μια νέα ιδέα σχηματίστηκε, για να μπω ξανά στα όνειρα της Σοφης, χωρίς να με δει και φοβηθεί. Δεν είχα ιδέα πώς θα τα κατάφερνα, αλλά αν έμαθα ένα πράγμα από τότε που πέθανα, είναι πως ολα είναι δυνατά.



Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ-ΜΕΡΟΣ Β

Το κείμενο είναι βασισμένο στο δρώμενο Μία Ιδέα, Μια Έμπνευση, του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη. 

Η βασική ιδέα του διηγήματος είναι η εξής:

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ - ΜΕΡΟΣ Β

Δεν είναι εύκολο να μπαίνεις στα όνειρα καποιου. Οι αναμνήσεις σου μπλέκονται με τις δικές του, οι φόβοι, τα άγχη, οι χαρές σας μπερδεύονται κι η εικόνα σου κινδυνεύει να ξεθωριάσει με το πρώτο πεταρισμα των βλεφάρων του. Όχι, δεν είναι εύκολο. Και κυρίως, δεν είχα ιδέα πώς να το κάνω.

Για πολλές νύχτες στεκόμουν απλά από πάνω της και την κοιτούσα καθώς κοιμόταν. Έψαχνα να βρω έναν τρόπο, μια πορτουλα να τρυπωσω στον εγκέφαλο της. Πάνω που σκεφτόμουν να τα παρατήσω, απλά συνέβη. Αν με ρωτήσει κανείς να περιγράψω πώς το έκανα, δεν θα ξέρω να πω. Ένιωσα ξαφνικά μια ακατανίκητη ανάγκη να κλείσω τα βλέφαρά μου. Μόλις τα άνοιξα, βρισκόμουν σε ένα άγνωστο για εμένα σπίτι. Η μυρωδιά ενός κέικ έβγαινε από την κουζίνα και πάνω σε μια όμορφη κουνιστη πολυθρόνα είδα τη Σοφη στα πόδια μιας ηλικιωμένης κυριας. Υπέθεσα πώς ηταν η γιαγιά της. Όλο αυτό ήταν πρωτόγνωρο για μένα. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κανω. Άραγε αν τη φώναζα θα με άκουγε; Θα ήμουν ορατή μόνο σε εκείνη η και στη γιαγιά της; Κι αν τρόμαζε και ξυπνούσε ουρλιάζοντας; Δεν είχα άλλη επιλογή πάρα να δοκιμάσω. Προχώρησα προς το μέρος της, λίγα αργά δειλά βήματα. Όσο πλησίαζα, μια γλυκιά θαλπωρή με τυλιγε. Σήκωσα το βλέμμα μου και ξαφνικά, αντί για την ηλικιωμένη γυναίκα, ήταν η μητέρα μου στην κουνιστη πολυθρόνα που κρατούσε τη Σοφη στην αγκαλιά της. Σαστισα. Η ανάμνηση αυτή ήταν δική μου...και πόνεσε βαθιά. Που να ήταν άραγε σήμερα η μαμά μου; Τι θα έκανε αν μάθαινε την αλήθεια για το τι συνέβη εκείνο το πρωί; Ανοιγοκλεισα δύο φορές γρήγορα τα βλέφαρά μου, το όνειρο αυτό ανήκε στη Σοφη κι εγώ ήμουν εκεί για ένα και μόνο λόγο. Για να την πλησιάσω. Έφτασα κοντά της, με κοίταξε με αυτά τα μεγάλα αθώα μάτια της και μου άπλωσε το χέρι.
-Ήρθες! Είπε χαμογελώντας.
-Έλα να παίξουμε, την προσκάλεσα.
Μπλέξαμε τα δάχτυλα μας, όπως κάνουν τα νεαρά κορίτσια. Στην αίσθηση της αφής, με το ζόρι συγκράτησα τα δάκρυα μου. Είχα σχεδόν ξεχάσει πως ήταν να αγγίζει δέρμα με δέρμα, οι νεκροί δεν έχουν φυσική υπόσταση κι όμως, με ένα μαγικό τρόπο, εγώ μέσα στον κόσμο των ονείρων είχα. Ήταν σα να επέστρεψα για λίγο από την ανυπαρξία. Αυτή η αίσθηση ήταν μεθυστική όσο και εθιστική. Και σκληρή ταυτόχρονα. Είναι πολύ άδικο να επιστρέφεις στην ανθρώπινη φύση που τόσο βίαια στερήθηκες μόνο για να την αποχωριστείς ξανά λίγα λεπτά αργότερα.
Προχωρήσαμε παρέα. Τώρα οδηγούσα εγώ την ανάμνηση. Βρισκόμασταν στο δρομάκι δίπλα στο ποτάμι. Ήταν άνοιξη κι όλα λαμπυριζαν στον πρωινό ήλιο. Γελούσαμε και τρέχαμε χαρούμενες. Ήθελα να την πάω εκεί, μα τα βήματα μου γίνονταν όλο και πιο αργά, άθελά μου. Δεν είχα γυρίσει ποτέ ξανά όλα αυτά τα χρόνια. Στη σκέψη της επιστροφής, κοκαλωσα και δεν μπορούσα να προχωρήσω. Η Σοφη στράφηκε προς το μέρος μου και το χαμογελαστό προσωπάκι της έγινε μια μάσκα φρίκης. Κατέβασα τα μάτια μου. Ένα ζεστό κόκκινο ρυάκι ξεκινούσε χαμηλά ανάμεσα στα πόδια μου κι έφτανε μέχρι το χώμα, βαφοντας κόκκινη την όχθη του ποταμού. Το ρυάκι γινόταν όλο και πιο πυκνό, ενώ η αίσθηση πως δεν μπορώ να αναπνεύσω με έκανε να φέρω τα χέρια μου στο λαιμό και στο στήθος μου.   Έβλεπα το απαίσιο χαμόγελο του καθώς απλωνε τα χέρια του πάνω μου, καθώς έσκιζε με το όργανο του τη λεπτή σάρκα μου και πονουσα πονουσα! Ένιωθα τα χέρια του να με κρατάνε κατω από το νερό και το λεπτό μου σώμα να αδυνατεί να του αντισταθεί. Δεν είχα αέρα, πνιγομουν, υπέφερα, πονούσα πολύ, χαμηλά στην κοιλιά, στο κεφάλι μου που αιμορραγουσε κι αυτό, η φωνή μου δεν έβγαινε, μόνο ένιωθα τον αέρα να λιγοστεύει, τα πνευμονια μου να γεμιζουν με νερό, τον πόνο να δυναμώνει και ικετευα σιωπηλά να σταματήσει, να σταματήσει αυτό το μαρτύριο!
-Βοηθησε με...
Η φωνή μου βγήκε πνιχτη, ένας μακαβριος ψίθυρος που δεν θα αναγνωριζε ποτέ κανείς για ανθρώπινου πλάσματος. Έσφιξα τα δόντια μου και έκανα υπερανθρωπη προσπάθεια.
-Σε παρακαλώ...στο ποτάμι...πίσω από τον καταρράκτη...
Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα, αλλά παρέμεινε ακίνητη και με κοιτούσε με θλίψη. Δεν ήξερα αν μπορούσε να δει και να νιώσει όσα κι εγώ η αν απλά με λυποταν. Ίσως και να ήταν φόβος αυτό το σκοτάδι στο βλέμμα της.
Από το βάθος ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, στην αρχή μακρινή, μα ολο και πλησίαζε.
-Σοφη! Σοφη! ΣΟΦΗ!
-Μαμά;
Αυτό ήταν. Η μικρή μου φίλη ξύπνησε κι εγώ έχασα ξανά όλες τις γήινες αισθήσεις μου και χάθηκα στις σκιές, με την ψυχή κουρελιασμενη από τη δύναμη της τραυματικης αναμνησης, που πανω απο 30 χρόνια ειχα θαψει τοσο βαθια!
Η μητέρα της την κρατούσε τρυφερά και την παρηγορουσε, καθώς δάκρυα μουσκευαν τα τρυφερά μαγουλάκια της. Έγινε αυτό που φοβόμουν. Την τρόμαξα. Μα δεν το ήθελα, δεν μπορουσα να το ελέγξω.
Τις κοιτούσα έτσι αγκαλιασμενες και η σκέψη μου έτρεχε και πάλι στις μέρες που η ζωή ήταν όμορφη και κάθε πόνος περνούσε με ένα φιλί. Αχ πόσο μου λείπεις, μαμά, μαμά μου!
Κι έπειτα, την άκουσα να λέει κάτι που έκανε την ψυχή μου να πετρωσει.
-Τι έβλεπες αγάπη μου και ξύπνησες τόσο τρομαγμένη;
-Δε...δε θυμάμαι....
Νομίζω πως αν ήμουν ζωντανή, θα είχε σταματήσει η καρδιά μου. Αυτό το κορίτσι ήταν η τελευταία μου ελπίδα. Περίμενα ήδη τόσο πολύ! Πέρασαν τόσοι ακατάλληλοι άνθρωποι, βούτηξα τόσο βαθιά στη μοναξιά μου! Η ψυχή μου κραυγαζε, ήθελε να πετάξει, αποζητουσε με απογνωση την ελευθερία! Καμία ψυχή δεν αξίζει να υπάρχει δέσμια σε έναν εφιάλτη που ποτέ δεν επέλεξε, ούτε καν προκάλεσε. Όχι, όχι, δεν ήταν δυνατόν να μη θυμάται! Αν η Σοφη με ξεχνούσε,  θα ήμουν καταδικασμενη να χαθω στη λήθη και σε μια αιώνια φυλακή....

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ- ΜΕΡΟΣ Α'

Το κείμενο είναι βασισμένο στο δρώμενο Μία Ιδέα, Μια Έμπνευση, του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη. 

Η βασική ιδέα του διηγήματος είναι η εξής:

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ -ΜΕΡΟΣ Α'



Υπάρχουν κάποιες ιστορίες που απλά πρέπει να ειπωθούν. Που όσα χρόνια κι αν περάσουν, περιμένουν ήσυχα στις σκιές, μέχρι να συναντήσουν τον άνθρωπο που θα τις ακούσει και σιγά σιγά θα τις βγάλει στο φως. Μπορεί να πάρει μέρες, μήνες, χρόνια η αιώνες. Μα σαν βρουν τον ξενιστή τους, χωνονται αργά κάτω από το δέρμα του και δεν ησυχάζουν μέχρι να γίνουν ένα μαζί του. Τον στοιχειώνουν λίγο λίγο, ώσπου να μην αντέξει πια και να τις απελευθερωσει. Μια τέτοια ιστορία είναι κι η δική μου.

Ούτε θυμάμαι πόσες φορές μέτρησα τις εποχές, κρεμασμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους. Χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη...κάποτε έχασα το μέτρημα. Κι έμεινα απλά να παρατηρώ τη ζωή. Τα φύλλα να χρυσιζουν, να πέφτουν, να γεμίζουν κόκκινο και καφέ τους δρόμους,  έπειτα τα γυμνά κλαδιά να δέρνονται από το βοριά. Το νέο κύκλο που άρχιζε με τα πρώτα χρωματιστά μπουμπούκια,  τους πρώτους οψιμους καρπούς κι έπειτα τον ήλιο, αστραφτερό και καυτό να χύνεται στα πράσινα φυλλωματα και να κάνει το νερό του ποταμού να στραφταλίζει.
Όσο ζούσα, η αγαπημένη μου εποχή ήταν το καλοκαίρι, τότε που η βόλτα στο ποτάμι δίπλα από το σπίτι μου άρχιζε το πρωί και τελείωνε μετά το σούρουπο.
Ψάρεμα, παιχνίδι με τα βότσαλα, μπάνιο στο παγωμένο νερό και ξάπλωμα στο δροσερό χορτάρι.
Την πρώτη φορά που την είδα, ήξερα ότι ήταν αυτή. Ειχαν περασει κι άλλοι όλα αυτά τα χρόνια. Πάνω απο τρεις δεκαετίες είχαν διαβει, το σπίτι δίπλα στο ποτάμι είχε δει μέρες δόξας, αλλά και παρακμής. Μετά το χαμό μου, η μητέρα μου δεν αντεχε να ζει εδώ και πούλησε τα πάντα. Πριν φύγει, προσπάθησα να της μιλήσω, να την κάνω να δει την αλήθεια, μα ήταν τόσο κλεισμένη στον εαυτό της, που στάθηκε αδύνατο. Το σπίτι πουλήθηκε σε έναν πλούσιο νεαρό, με μια ασθενική σύζυγο. Τα βράδια κάθονταν αγκαλιά στη βεράντα, εκείνη πάντα με μια κουβέρτα στα πόδια, ισχνη, χλωμη κι αδύναμη.  Με έβλεπε, αλλά δε με πιστευε, νόμιζε πως ήμουν παρενέργεια της μορφινης που έπαιρνε για να μην πονάει πολύ. Σύντομα εγκατέλειψα την προσπάθεια να επικοινωνήσω, εξάλλου μέσα σε έναν μόλις χρόνο, πέθανε κι εκείνη. Ο άντρας της, συντετριμμενος, την αγαπούσε τόσο πολύ, πούλησε το σπίτι κι έφυγε μακριά, άκουσα πως έγινε μοναχός.
Οι επόμενοι αγοραστές ήταν επίσης πλούσιοι, αλλά κακοί άνθρωποι. Τα λεφτά τους ήταν βουτηγμενα στο αίμα. Εκβιασμοί, τοκογλυφία, λαθρεμπόριο κι ότι άλλο βάζει ο νους, παντού ήταν μπλεγμένοι. Δεν έκανα καν την απόπειρα να τους προσεγγίσω, η παρουσία τους με ταραζε πιο πολύ από όσο θα τους ταραζε η δική μου. Ένα βράδυ, καποιος που του είχαν δολοφονήσει το παιδί, μπήκε κρυφά στον κήπο κι έβαλε φωτιά. Τους περίμενε να βγουν κι έτσι όπως ήταν αλαφιασμενοι από τον ύπνο και τον φόβο τους σκότωσε κι έπειτα ρίχτηκε στις φλόγες. Η φωτιά σβήστηκε από τους γείτονες, μα ζωντανός δεν έμεινε κανείς.
Μετά από αυτό, το σπίτι θεωρήθηκε καταραμένο. Και οι τρεις τελευταίοι ιδιοκτήτες του είχαν χτυπηθεί από μια τραγωδία, δεν μπορεί να ήταν τυχαίο αυτό, σωστα; Κανένας δεν τολμούσε να το αγοράσει κι όποιος περνούσε απ' έξω,  έκανε το σταυρό του με τρόμο και προσπερνουσε βιαστικά με το κεφάλι χαμηλωμένο.
Έτσι, βρέθηκα μόνη μου, να τριγυρνάω σε ένα άδειο κουφάρι, που σαπιζε μέρα τη μέρα όλο και πιο πολύ.
Όμως ο χρόνος κάνει τη μνήμη των ανθρώπων να φθίνει κι όλα σιγά σιγά λυγίζουν κάτω από το βάρος του. Ακόμα κι ο φόβος. Ακόμα κι ο θάνατος. 

Ειχαν περασει τόσα χρόνια μοναξιάς, τόσος καιρός που η ιστορία μου δεν είχε ειπωθεί, που το είχα πια σχεδόν πάρει απόφαση πως δε θα έφευγα ποτέ από αυτό το καταραμένο μεταίχμιο. Νεκρή, μα όχι ελεύθερη. Και πώς να πετάξει η ψυχή μου στον ουρανό, αφού δεν είχε ακόμα δικαιωθει; Απελπισμένη, μετρούσα την αιωνιοτητα.
Ήταν ένα πρωινό της άνοιξης όταν σταμάτησε ένα φορτηγό μπροστά στη σκουριασμενη πόρτα του κήπου. Δευτερόλεπτα μετά ο τόπος γέμισε φωνές και βήματα. Ένας νεαρός άντρας, μια γυναίκα, ένα μωρό στην αγκαλιά, ένα σκυλάκι να τριγυριζει γύρω από τα πόδια τους ...κι εκείνη. Με δύο μακριές ξανθιές κοτσίδες, δύο γεμάτα περιέργεια γαλάζια μάτια, που κοίταξαν απευθείας επάνω μου. Οι υπόλοιποι κοιτούσαν το σπίτι, την αυλή, τις φθορές. Όμως εκείνη είχε καρφώσει πάνω μου το βλεμμα κι ήμουν σίγουρη ότι μπορούσε να με δει. Δεν έμοιαζε φοβισμένη ούτε καν έκπληκτη, μα θα ορκιζόμουν πως έστρεψε προς το μέρος μου ένα χαμόγελο. Ήταν μικρή, ίσως εννιά η δέκα χρόνων. Ήμουν μόλις τεσσερα χρόνια μεγαλύτερη όταν έφυγα από τη ζωή. Παιδί κι εγώ μα με λογαριασαν για γυναίκα. Και με σκοτωσαν.
Τις επόμενες μέρες έμαθα πως την έλεγαν Σοφη. Το σπίτι, μαζί με το οικόπεδο, το αγορασε ο πατέρας της. Είχε πάντα όνειρο μια αγροικια, μια φάρμα, ένα τόπο δικό τους που θα τους έδινε τις χαρές και τους καρπούς της γης. Η γυναίκα του δε συμφωνούσε, μα στήριζε την επιθυμία του αγογγυστα. 
Ο άντρας κάθε πρωί ρίχνονταν από το χάραμα στη δουλειά ως αργά το σούρουπο. Κάποιες φορές μαζί με εργάτες, αλλά τις περισσότερες μόνος του. Ήταν το προσωπικό του στοίχημα να μετατρέψει αυτό το παλιό παραπηγμα ξανά σε σπιτικό. Και πράγματι, σιγά σιγά στα χέρια του όλα έπαιρναν πάλι ζωή. Με μεγάλη φροντίδα και μεράκι, το σπίτι των παιδικών μου αναμνησεων άρχισε να θυμίζει κάτι από την παλιά του αίγλη. 
Η Σοφη συνέχισε να με κοιτάζει με αυτό το διαπεραστικό της βλέμμα, μα δεν έδειχνε καμία αντίδραση στην παρουσία μου, σα να ήταν για εκείνη το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Ήθελα τοσο να της μιλήσω, αλλά η μητέρα της δεν την άφηνε στιγμή μόνη, ούτε εκείνη ούτε το μωρό. Κι είχε δίκιο, το σπίτι στην κατάσταση που βρισκόταν ήταν ένας ζωντανός κίνδυνος, σε κάθε γωνιά του παραμονευε κάποια σαπισμενη ταβλα, κάποια σκουριασμενη βίδα, κάποιο σπασμένο γυαλί. Μέχρι να ολοκληρωθεί η ανακαίνιση, ζούσαν περιορισμένοι στο υπνοδωμάτιο της υπηρεσίας και στο μπάνιο του, τα μόνα που ήταν κάπως κατοικήσιμα. Η μέρα κυλούσε αργά, ίσως βαρετά, η μικρή Σοφη κοιτούσε νοσταλγικα σχεδόν έξω από το παράθυρο, τον κήπο, το ποτάμι, αλλα περίμενε με υπομονή τη μέρα που η μητέρα της θα έκρινε πως ήταν ασφαλής. 
Περίμενα κι εγώ την κατάλληλη στιγμή κι όταν κατάλαβα πως αυτη θα αργούσε, αποφάσισα να την επισκεφτώ στο μόνο μέρος που ήταν πραγματικά μόνη. Στα όνειρα της.

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ;

 Για ποια καλοκαίρια μου μιλάς;

Το τελευταίο θέρος κοιμήθηκε αιώνια

πάνω στην ψάθα με το ροζ τελείωμα.

Εκεί που είχα αποθέσει τα παιδικά μου όνειρα.

Πίστευα βλέπεις πως τα παιδιά

παντού ονειρεύονται.

Πως έχουν όλα μια αγκαλιά ζεστή,

ένα ποτήρι γάλα κι ένα παραμύθι.

Πως πλαγιάζουν τα βράδια ήσυχα, 

με άγγελους να τα προσέχουν, 

καθώς τρέχουν στους δρόμους του Μορφέα.

Πως αγαπούν κι αγαπιούνται

και σκάβουν το χώμα για να βρουν

μονάχα θησαυρούς.

Ξύπνησα απότομα,

τα όνειρά μου έμειναν εκεί.

Κοιμούνται αγκαλιά με το τελευταίο θέρος.

Είδα παιδιά με ματωμένα χέρια

και καπνισμένα πρόσωπα.

Είδα παιδιά διψασμένα 

για λίγο γλυκό ψωμί.

Είδα να κουβαλάνε τα πτώματα

των μανάδων τους, των αδερφών και των πατέρων

και να σηκώνουν όλης της γης τις αμαρτίες

στους ισχνούς τους ώμους.

Είδα παιδιά με μάτια γεμάτα εφιάλτες

κι άδειες τις αγκαλιές τους.

Ξύπνησα απότομα

κι έπαψα εγώ να είμαι παιδί.

Κι έμοιαζε άξαφνα ο κόσμος μας ασήκωτος.

Μα όσο κι αν προσοαθώ,

δεν μπορώ πια να βρω

εκείνη την ψάθα με το ροζ τελείωμα,

ούτε τα όνειρα τα παιδικά, ούτε το θέρος.

Μόνο φωτιά, σκοτάδι

κι ένα απύθμενο βάρος, ενοχικό.

Με κοιτάζει κατάματα και μου λέει "εσύ φταις".

Κι όλο τρέχω να βρω, να θυμηθώ, να σώσω το παιδί.

Χάθηκε το παιδί, το όνειρο, το θέρος...

Για ποια καλοκαίρια λοιπόν μου μιλάς;


Η συμμετοχή μου στο καλοκαιρινό δρώμενο της Αριστέας μας και το μπλογκ Η Ζωή είναι Ωραία

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ-ΜΕΡΟΣ Γ΄

 Η συμμετοχή μου στο Γ' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη, μου βγήκε κάπως ΤΕΡΑΣΤΙΑ, επομένως τη χώρισα σε τρία μέρη.

Κεντρική Ιδέα Πλοκής.

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού, οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο όμορφο. Στα δεξιά δεμένα σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία  μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο κάρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά. Φτάνει το τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει χρόνος. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στην διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις ερχόταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.



ΜΕΡΟΣ Γ΄

Είμαστε έξω από την έπαυλη. Είναι νύχτα και ευτυχώς το σημείο το πιο ψηλό και απομονωμένο του νησιού. Πέρασαν πέντε μέρες που το μόνο μέλημά μας ήταν η παρακολούθηση κάθε κίνησής του. Πολύ προβλέψιμο το πρόγραμμά του, κάθε πρωί μπάνιο στη θάλασσα, νωρίς, πριν κατέβει ο πολύς κόσμος και κάθε δεύτερη μέρα, μια βόλτα στη χώρα, ίσα για να πάρει προμήθειες. Όλες τις υπόλοιπες ώρες τις πέρναγε κλεισμένος στο σπίτι του, χωρίς να δέχεται ή να φιλοξενεί κανέναν, πράγμα πολύ παράξενο. Αν σκόπευε να πουλήσει τη βίλλα πριν φύγει από το Αγκίστρι, δε θα έπρεπε να δέχεται υποψήφιους αγοραστές, να τους ξεναγεί;

Η μεγάλη καγκελόπορτα είναι ανοιχτή, μπαίνουμε με προσοχή στον κήπο. Η εικόνα της εγκατάλειψης διάχυτη παντού, μας συμφέρει ωστόσο, καθώς η πυκνή και άναρχη βλάστηση, σε συνδυασμό με το σκοτάδι, μας προσφέρουν πολύτιμη κάλυψη. Λίγα μέτρα πιο πέρα, η βαριά ξύλινη εξώπορτα που οδηγούσε στο σαλόνι, ανοικτή και αυτή. Δε μας παραξενεύει, οι άνθρωποι στα νησιά συνηθίζουν να κοιμούνται με τις πόρτες ξεκλείδωτες, δεν νιώθουν τον κίνδυνο της πόλης. Μπαίνουμε ακροπατώντας, ο χώρος είναι θεοσκότεινος και χρειαζόμαστε λίγο χρόνο να συνηθίσουν τα μάτια μας στο σκοτάδι. Περασμένα μεσάνυχτα και ελπίζουμε να έχει κοιμηθεί. Δε σκοπεύω να τον σκοτώσω κοιμισμένο, θα τον ξυπνήσω, θέλω να δει καλά το πρόσωπο που θα του πάρει τη ζωή. Στα χέρια μου κρατάω σφιχτά ένα μικρό περίστροφο που αγόρασα, παράνομα φυσικά, στην Αθήνα στη μαύρη αγορά. Ανεβαίνω τη στριφογυριστή σκάλα με τεράστια προσοχή, τα σκαλιά τρίζουν στο πάτημά μου, πολυκαιρισμένα και απεριποίητα καθώς είναι. Πίσω μου ακριβώς η Ευγενία. Ακούω το λαχάνιασμά της, σχεδόν μπορώ να αφουγκραστώ την αγωνία και την ταχυκαρδία της. Εγώ από την άλλη, νιώθω μια πολύ παράξενη ηρεμία. Ετοιμάζομαι να διαπράξω έγκλημα, έναν φόνο, αλλά το βήμα μου είναι σταθερό και ο χτύπος της καρδιάς μου κανονικός. Ξέρω ότι η αυριανή μέρα θα με βρει με χειροπέδες, δεν έχω κανένα σκοπό να κρυφτώ, όπως αυτός ο άνανδρος, θα πληρώσω τις συνέπειες του νόμου και είναι μια απόλυτα συνειδητή απόφαση όλο αυτό. Η Ευγενία υποσχέθηκε να υποστηρίξει πως δεν γνώριζε τα σχέδιά μου, πως πίστευε ότι ήθελα να τον αντιμετωπίσω, πως ήρθε μαζί για συμπαράσταση μόνο και πως όταν είδε το όπλο προσπάθησε να με σταματήσει. Αρκετά υπέφερε εξαιτίας μου, αυτή έστω πρέπει να ζήσει ελεύθερη.

Φτάνουμε στον πάνω όροφο. Μια αχνή γραμμή φωτός είναι η μοναδική ένδειξη ζωής. Έρχεται από μια χαραμάδα στο τέλος του διαδρόμου. Συνειδητοποιώ από ποιο δωμάτιο και για λίγο το αίμα μου παγώνει. Το κάθαρμα…κοιμάται εκεί που έγιναν όλα. Δεν ξέρω πραγματικά αν αντέχω να μπω εκεί μέσα ξανά. Σφίγγω το χέρι της Ευγενίας και ανασαίνω βαθιά. Τώρα που το σκέφτομαι, τι πιο ταιριαστό; Όλα να τελειώσουν ακριβώς εκεί που άρχισαν. Σπρώχνω απαλά την πόρτα. Ξαφνικά, το φως ανάβει και τον βλέπουμε απέναντί μας, καθισμένο στην καρέκλα, στην ίδια καρέκλα που βίασε την αδερφή μου, και να μας κοιτά.

-Σας περίμενα… Αργήσατε πολύ…Σε δυο μέρες θα έφευγα…

Εγώ παραμένω αμίλητη. Έχω 24 χρόνια ακριβώς να τον αντικρίσω, πίστευα ότι θα ήμουν εντάξει, μα έχω κοκαλώσει στη θέση μου, βάζω κρυφά το όπλο στην πίσω τσέπη του τζιν μου, γιατί φοβάμαι πως από το τρέμουλο θα εκπυρσοκροτήσει. Αλλιώς το είχα σχεδιάσει, αλλιώς έπαιζε το σενάριο στο μυαλό μου. Θα έμπαινα, θα κοιμόταν, θα τον ξυπνούσα, θα τον έσερνα στο πάτωμα, θα εκλιπαρούσε για τη ζωή του κι εγώ θα τον κοιτούσα κατάματα και θα του τίναζα τα μυαλά στον αέρα. Το λόγο παίρνει η Ευγενία.

-Γιατί γύρισες;

-Για εσάς, για να σας ξαναδώ.

-Δε σου έφτανε το κακό που έκανες; Να μας δείς γιατί; Για να καμαρώσεις το έργο σου; Ορίστε, δες μας! Μόνες και κατεστραμμένες! Χάρηκες τώρα;

Τα μάτια της πετάνε φλόγες, είναι έξαλλη, ποτέ δεν την έχω ξαναδεί έτσι. Είμαστε ακόμα με τα χέρια σφιχτά μπλεγμένα. Αυτός χαμηλώνει το βλέμμα. Μια υπόνοια ενοχής κρέμεται στο πρόσωπό του. Το καλύπτει με τις παλάμες του και αρχίζει…να κλαίει! Είμαστε κι οι δυο άφωνες, αποσβολωμένες, καχύποπτες…τι σόι παιχνίδι μας παίζει αυτή τη φορά; Ξαφνικά, όλο αυτό μοιάζει με κακογυρισμένη ταινία. Τι δουλειά έχουμε εμείς εκεί μέσα; Δεν θέλω πια ούτε εκδίκηση, ούτε να τον σκοτώσω. Θέλω απλά να φύγουμε από εδώ όσο πιο γρήγορα γίνεται, οι αναμνήσεις σκάνε πάνω μου σα σφαίρες, ο αέρας λιγοστεύει, πνίγομαι.

-Ευγενία, πάμε να φύγουμε, της λέω ικετευτικά, με το ζόρι βγαίνει η φωνή μου, μοιάζει πιο πολύ με λυγμός, σχεδόν κλαίω.

-Δεν πάω πουθενά! Φωνάζει και αρπάζει με το ελεύθερο χέρι της το όπλο από την τσέπη μου.

Στον ήχο της θαλάμης που οπλίζει, τινάζεται στη θέση του και την αντικρίζει. Πετάγεται ξαφνικά επάνω και γονατίζει μπροστά της.

-Ναι! Σε παρακαλώ, σκότωσέ με, βγάλε με από τη μιζέρια μου!

-Τι θες να πεις; Τον ρωτάω.

-Είμαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος, ένας δυστυχισμένος πατέρας, σας παρακαλώ, λυτρώστε με.

Η Ευγενία κατεβάζει το όπλο. Τίποτα δε βγάζει νόημα αυτή τη στιγμή. Με ένα νεύμα μου, αρχίζει να μιλάει.

-Μετά από εκείνο το καλοκαίρι, εγώ συνέχισα τη ζωή μου κανονικά. Προστατευμένος από τη δύναμη και τα λεφτά του πατέρα μου, τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να με αγγίξει. Δεν σκέφτηκα δεύτερη φορά όσα είχαν γίνει, σαν κλασικό κακομαθημένο πλουσιόπαιδο, νόμιζα ότι ο κόσμος μου ανήκει και πως μπορώ ανενόχλητος να κάνω ό,τι μου αρέσει. Η ζωή όμως, έχει άλλα σχέδια και πληρώνει τα κρίματα αργά ή γρήγορα. Τέσσερα χρόνια μετά, παντρεύτηκα μία κοπέλα του κύκλου μου. Δεν την αγάπησα, ούτε αυτή εμένα, ήταν καλή γυναίκα όμως και ο γάμος αυτός θα μου έδινε κι άλλα χρήματα, κι άλλη εξουσία και φυσικά, διαδόχους. Πράγματι, ένα χρόνο αργότερα ήρθε ο γιος μου. Κι άλλον ένα χρόνο μετά, η κόρη μου. Τότε κατάλαβα τι θα πει έρωτας, λατρεία για έναν άνθρωπο. Τύλιγε τα χεράκια της γύρω μου και έχανα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Τη μεγάλωνα με απίστευτη αγάπη και φροντίδα, την είχα μέσα σε μια φούσκα, για να μη μου πάθει τίποτα, πάντα με σωματοφύλακες, πάντα ελεγχόμενη, τόσο που την έπνιξα. Ήρθε η εφηβεία και η μικρή μου διεκδικούσε την ελευθερία της, αλλά εγώ φοβόμουν τόσο, που την περιόριζα όλο και περισσότερο. Ώσπου ένα βράδυ, το έσκασε από το σπίτι. Βγήκε κρυφά, ολομόναχη, ένα κορίτσι 16 ετών, πήρε ταξί και πήγε σε κάποιο μπαρ. Με ξύπνησε το τηλέφωνο μέσα στα ξημερώματα. Με καλούσαν από την αστυνομία, η κόρη μου είχε πέσει θύμα βιασμού από τρεις αλήτες.

-Πουτάνα κάρμα! λέω κουνώντας το κεφάλι μου, μην μπορώντας να πιστέψω τα όσα ακούω.

-Αμαρτίες γονέων, συμπληρώνει η Ευγενία.

-Έτσι είναι…ότι δεν πλήρωσα εγώ, το πλήρωσε το παιδί μου, με το ίδιο νόμισμα.

-Και τώρα τι θες; Να σε λυπηθούμε; Την κόρη σου, ναι, τη λυπάμαι, γιατί δεν φταίνε ποτέ τα παιδιά για τα λάθη των μεγάλων. Εσένα όχι, όπως δε λυπήθηκες εσύ ποτέ τον δικό μας τον πατέρα, που έλιωσε από τη στεναχώρια του.

-Δε θέλω λύπηση. Δεν ήξερα, δεν είχα αντιληφθεί το μέγεθος του κακού που σας έκανα. Δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο ένας βιασμός στο σώμα μπορούσε να καταστρέψει μια ψυχή. Το έμαθα με το σκληρότερο τρόπο. Το παιδί μου λιώνει! Έχει πάθει νευρικό κλονισμό. Δύο χρόνια έχουν περάσει, ακόμα δεν έχει συνέλθει. Έχει κάνει τρεις απόπειρες αυτοκτονίας, έχει εισαχθεί άλλες δυο φορές σε νευρολογική κλινική, εκεί βρίσκεται και τώρα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξαναβρεί τον εαυτό της. Τα καθάρματα τη βίασαν διαδοχικά, από μπροστά και από πίσω!

-Σταμάτα! Φωνάζω. Όσο κι αν σε μισώ, δεν μπορώ να χαρώ που άλλο ένα αθώο πλάσμα πέρασε αυτά που μου έκανες.

-Τελικά, γιατί ήρθες; Για να μας πεις τη δακρύβρεχτη ιστορία σου; Συνεχίζει η Ευγενία. Και τι μας νοιάζει εμάς; Κρίμα το κορίτσι, αλλά έχουμε τους δικούς μας εαυτούς να λυπηθούμε.

-Ήθελα μόνο να ζητήσω συγνώμη, έστω και αργά.

-Συγνώμη; ΣΥΓΝΩΜΗ; Καγχάζω και με πιάνει ένα γέλιο υστερικό. Ακούς Ευγενία; Ήρθε να γυρέψει συγχώρεση ο κύριος! Μας γάμησε με κάθε πιθανό τρόπο, σώμα, ψυχή, οικογένεια, ζωές…και ζητάει συγνώμη! Νιώθω την οργή να βάφει κόκκινα τα μάγουλά μου. Άραγε, η κόρη σου ξέρει τι έγκλημα έχει κάνει ο μπαμπάκας της;

Πέφτει στα γόνατα και πάλι, αυτή τη φορά τα δικά μου.

-Μη, σε εκλιπαρώ! Μην της το πεις, δε θα το αντέξει!

-Μην ανησυχείς, το μόνο κάθαρμα εδώ μέσα είσαι εσύ. Δε θα έδινα μια κλωτσιά σε έναν ήδη διαλυμένο άνθρωπο, μόνο για να σε εκδικηθώ, αρκετά πέρασε ήδη η κόρη σου. Εσένα μισώ, όχι εκείνη.

-Συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη! Τα δάκρυά του τρέχουν ποτάμι. Απλώνω το χέρι, σηκώνω το πρόσωπό του και τον κοιτάζω κατάματα.

-ΠΟΤΕ δε θα σε συγχωρήσω! Φτύνω μία μία πάνω του τις λέξεις. ΠΟΤΕ! Ακόμα κι αν ήσουν στο νεκροκρέβατό σου κι ήταν η τελευταία σου επιθυμία, δε θα σε συγχωρούσα. Εύχομαι να καίγεται η ψυχή σου στην κόλαση αιώνια, όπως έκαψες τη δική μου τόσα χρόνια.

-Τότε, σε παρακαλώ σκότωσέ με, γύρισε στην Ευγενία. Για αυτό δεν ήρθατε; Κάντο! Σε παρακαλώ, κάντο και βάλε μου το όπλο στο χέρι, να μοιάζει με αυτοκτονία. Θα ελευθερωθείτε για πάντα.

-Καημένε…ούτε αυτό δεν είσαι άξιος να κάνεις μονάχος σου… Ε, λοιπόν, δε θα σου κάνουμε τη χάρη. Ζήσε με τις τύψεις σου, βλέπε το έγκλημα που εσύ έκανες, να το πληρώνει το παιδί σου, πέρασε τη ζωή σου θρηνώντας, όπως θρηνήσαμε εμείς τα νιάτα μας. Αξιολύπητος είσαι, μα εγώ δεν είμαι θεός, δεν μπορώ να σε λυπηθώ…Πάμε, Εριέτα, δεν εχουμε καμία άλλη δουλειά εδώ.

Γυρίζουμε την πλάτη και κατεβαίνουμε τις σκάλες, ακούγοντας τους λυγμούς να τραντάζουν το κορμί του. Φεύγουμε επιτέλους από αυτόν τον τόπο του εφιάλτη μας, αλλά ούτε ανάλαφρες είμαστε ούτε ικανοποιημένες. Η ζωή παίρνει την εκδίκησή της, μα πάντα ανάμεσα στους ενόχους την πληρώνουν κι οι αθώοι.

Ένα μηνα μετά

Στο δικηγορικό γραφείο επικρατεί πανικός. Εγώ φωνάζω πως αποκλείεται να δεχτώ κάτι τέτοιο και η Ευγενία προσπαθεί να με μεταπείσει.

Τρεις μέρες μετά από εκείνη τη νύχτα, η αστυνομία βρήκε το νεκρό του σώμα, πεσμένο στο πάτωμα του δωματίου του στην έπαυλη. Είχε χάσει το πλοίο, είχε τρεις μέρες να επικοινωνήσει με τους δικούς του και η γυναίκα του ειδοποίησε τις αρχές. Η ζέστη είχε ήδη αρχίσει τη λειτουργία της σήψης και η δυσωδία ήταν έντονη. Ανακοπή είπαν και θυμάμαι τον εαυτό μου να λέει «κοίτα που τελικά, είχε καρδιά το καθίκι». Τίποτα δεν ένιωσα, δε χάρηκα, δε λυπήθηκα, δε με άγγιξε καν.

Και να που σήμερα είμαστε στο γραφείο του δικηγόρου του, εγώ και η Ευγενία. Επικοινώνησε μαζί μας, καθώς ο αποθανών μας είχε συμπεριλάβει στη διαθήκη του. Μας άφησε την έπαυλη, η οποία είχε ήδη κανονίσει να ανακαινιστεί πλήρως με έξοδα δικά του. Είμαι έξαλλη, νιώθω πως μας εμπαίζει.

-Κατάλαβες τι έκανε; Ακόμα και μετά θάνατον, θέλει να μας θυμίζει όσα περάσαμε εξαιτίας του! Ούτε από τον τάφο δε θα μας αφήσει να ησυχάσουμε!

-Εριέτα, σκέψου λογικά. Η έπαυλη κάνει εκατομμύρια!

-Δε με νοιάζει! Ξεχνάς τι μας έκανε εκεί μέσα; Ανατριχιάζω και μόνο στην ιδέα να ξαναπατήσω εκεί!

-Όχι δεν ξεχνάω φυσικά! Σκέφτομαι όμως, πως ίσως θα μπορούσαμε μέσα από όλη αυτή τη φρίκη, να βγάλουμε κάτι καλό.

-Δηλαδή;

-Δηλαδή, τι θα έλεγες, να μετατρέπαμε την έπαυλη σε χώρο φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών;

-Συνέχισε… είπα με ξαφνικό ενδιαφέρον.

-Να, θα μπορούσαμε να διαμορφώσουμε το χώρο, τώρα με την ανακαίνιση, ώστε να φιλοξενούμε γυναίκες που έχουν υποστεί κακοποίηση, να τις υποστηρίζουμε ψυχολογικά και να τους δίνουμε χρόνο και χώρο ίασης.

-Και πώς θα το χρηματοδοτήσουμε όλο αυτό;

-Με τα ίδια του τα λεφτά φυσικά. Θυμάσαι την παχουλή αποζημίωση που μας είχαν δώσει τότε; Εκτός από τα χρήματα που δαπανήσαμε όσο σπούδαζες στην Αθήνα, όλα τα υπόλοιπα είναι κλειστά στην τράπεζα, αρνήθηκα να ξοδέψω έστω και ένα ευρώ από τα ματωμένα αυτά χρήματα. Μετά από τόσα χρόνια, το ποσό θα έχει ανέβει κι άλλο, είμαι σίγουρη ότι θα είναι πολλά, αρκετά για αυτό το έργο.

-Και αργότερα, μπορούμε να βρούμε και χορηγούς, λέω έχοντας αρχίσει να βλέπω πιο ζεστά την όλη ιδέα.

-Ακριβώς! Και μπορούμε να βοηθήσουμε και την κόρη του, να της δώσουμε έναν σκοπό στη ζωή.

-Τι σκοπό δηλαδή, λέω δύσπιστα.

-Ένα κακοποιημένο κοριτσι είναι ο πιο σωστός άνθρωπος για να στηρίξει και να βοηθήσει ένα άλλο κακοποιημένο κορίτσι.

-Δεν μπορούμε να της πούμε την αλήθεια!

-Πρέπει να της την πούμε, Εριέτα. Και να επιλέξει εκείνη. Αλλά, κάτι μου λέει πως δεν θα πει όχι. Κι εγώ θα γραφτώ σε πανεπιστήμιο ψυχολογίας. Εσύ δικηγόρος, θα αναλαμβάνεις τις υποθέσεις κι εγώ ψυχολόγος, θα αναλαμβάνω τη θεραπεία!

-Εντάξει, λοιπόν! Ας το κάνουμε!

Βγαίνουμε αγκαλιασμένες από το γραφείο. Έχουμε υπογράψει τα σχετικά χαρτιά και για πρώτη φορά μετά από χρόνια, έχουμε ένα όραμα, ένα στόχο και νιώθουμε επιτέλους τη ζωή να μας χαμογελάει!

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ -ΜΕΡΟΣ Β

 Η συμμετοχή μου στο Γ' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη, μου βγήκε κάπως ΤΕΡΑΣΤΙΑ, επομένως τη χώρισα σε τρία μέρη.

Κεντρική Ιδέα Πλοκής.

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού, οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο όμορφο. Στα δεξιά δεμένα σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία  μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο κάρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά. Φτάνει το τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει χρόνος. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στην διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις ερχόταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.




Η Ευγενία δεν είχε φανεί στο μαγαζί, είχε πάνω από δύο ώρες καθυστερήσει, αυτή που πάντα ερχόταν νωρίτερα. Πήγα από το σπίτι, μήπως την είχε πάρει ο ύπνος, άφαντη. Έψαξα στην παραλία, μήπως είχε ξεχαστεί διαβάζοντας, πουθενά πάλι. Καθώς έτρεχα αλαφιασμένη, τον είδα, πάνω στη μοτοσικλέτα του. «Τι συμβαίνει; Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένη;», με ρώτησε με ενδιαφέρον. «Ψάχνω την αδερφή μου, έχει εξαφανιστεί και δεν το συνηθίζει». «Ανέβα, θα σε βοηθήσω εγώ να τη βρούμε». Δε σκέφτηκα τίποτα, είχα ανησυχήσει απίστευτα. Λίγα λεπτά αργότερα σταμάτησε μπροστά από τη βίλα. «Τρελάθηκες; Γιατί με έφερες εδώ; Πρέπει να βρω την Ευγενία!». «Εδώ είναι η αδερφή σου, σώπα, έλα και θα δεις». Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, ήμουν σίγουρη πως κάτι πολύ κακό είχε συμβεί, αλλά τον ακολούθησα στο εσωτερικό της έπαυλης, στον επάνω όροφο, στα πίσω δωμάτια. Η Ευγενία ήταν πράγματι εκεί, γυμνή και δεμένη πισθάγκωνα σε μια καρέκλα. «Εριέτα, τρέχα, είναι τρελός, είναι παγίδα!» φώναξε, μα τα πόδια μου είχαν καρφωθεί στο έδαφος, τα μάτια μου είχαν ανοίξει διάπλατα και ένα ουρλιαχτό βγήκε από το στόμα μου. «Πολύ αργά, δεν έχεις να πας πουθενά! Και ούρλιαξε όσο θες, κανένας δε θα σε ακούσει εδώ», είπε τραβώντας δυνατά τα μαλλιά μου. «Όμορφη είναι η αδερφούλα σου όπως εσύ, δεν ήξερα ότι είστε δίδυμες, με ένα σμπάρο δυο τρυγώνια», έσυρε αργά τα δάχτυλά του στο στήθος της. «Μην την αγγίζεις, κάθαρμα!» τσίριξα και το χέρι του προσγειώθηκε στο μάγουλό μου. «Μην ανησυχείς και δεν κινδυνεύει…ακόμα έστω… αρκεί να συνεργαστείς… την αγαπάς πολύ, σωστά; Δε θα ήθελες να της συμβεί κάτι…» Κουνούσα αρνητικά το κεφάλι μου σε έναν τρελό ρυθμό, αδύναμη να αρθρώσω λέξη, ενώ η Ευγενία έκλαιγε ασταμάτητα. «Ξέρεις, εμένα κανείς δε μου λέει όχι… κι αφού δε μου δίνεις αυτό που θέλω με το καλό, θα το πάρω με το άγριο», το χαμόγελό του ήταν κρύο, σατανικό. Κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου κι έσκισε το φόρεμά μου. Με πέταξε πάνω στο κρεβάτι κι έβγαλε πάνω μου όλα τα κτηνώδη ένστικτά του. «Θα με κοιτάς!» πρόσταξε μόλις έκανα να κλείσω τα μάτια μου. Ελάχιστα λεπτά κράτησε, μα εμένα μου φάνηκαν αιώνες. Έπειτα, με γύρισε μπρούμυτα και με σοδόμισε με την ίδια αγριότητα, ήθελα να ουρλιάξω, αίμα έτρεχε ανάμεσα στα πόδια μου, μα τι νόημα θα είχε, μόνο χαρά θα του έδιναν τα ουρλιαχτά μου. Τελείωσε ξανά, είχε μια σατανική χαρά στο πρόσωπό του, μόλις με άφησε να σηκωθώ. Κατάφερα να ανασυγκροτηθώ, δεν θα τον άφηνα να με σπάσει, ήταν απλά ένα πήδημα, θα επιβίωνα, αρκεί να έβγαζα την Ευγενία σώα από εκεί μέσα, εκείνη δεν έφταιγε σε τίποτα, εξαιτίας μου τα τράβαγε όλα αυτά. Σα να μάντεψε τη σκέψη μου, σα να θύμωσε που δεν είχα καταρρεύσει, το σαδιστικό κτήνος ξύπνησε μέσα του. «Καλή είσαι, δε λέω, αλλά πρέπει να έχω μέτρο σύγκρισης» είπε κοιτάζοντάς την πονηρά. «Μην τολμήσεις, να την αγγίξεις»! «Μπα; Και ποιος θα με σταματήσει; Εσύ;» γέλασε χαιρέκακα. Η ιδέα και μόνο πως με είχε στο έλεός του έφτανε για να αποκτήσει νέα στύση. Έσπρωξε την καρέκλα της ώστε να ακουμπήσει στον τοίχο η πλάτη, σήκωσε ψηλά τα πόδια της και μπήκε μέσα της τόσο βίαια και δυνατά που της κόπηκε η ανάσα. Δάκρυα έτρεχαν και από των δύο μας τα μάτια πλέον. Κοίταξα γύρω μου, δεν μπορεί κάτι θα υπήρχε. Το μάτι μου έπεσε σε ένα μπρούτζινο κηροπήγιο πάνω στο κομοδίνο. Το άρπαξα και τον χτύπησα στο κεφάλι. Αίμα άρχισε να αναβλύζει, ζαλίστηκε κι έχασε την ισορροπία του. Τον κλώτσησα δυνατά ανάμεσα στα πόδια και διπλώθηκε από τον πόνο. Βρήκα ευκαιρία, καθώς σωριάστηκε στο έδαφος, να λύσω την Ευγενία. Μούγκριζε αυτός σαν πληγωμένο ζώο, αρχίσαμε να τρέχουμε έτσι γυμνές και ματωμένες. Βγήκαμε στον κήπο, στην πύλη, τρέχαμε, μόνο τρέχαμε ασταμάτητα. Ούτε που καταλάβαμε πώς βρεθήκαμε στον κεντρικό δρόμο, θυμάμαι την Ευγενία να καταρρέει κι εμένα να φωνάζω βοήθεια, κρατώντας το ματωμένο κηροπήγιο στο χέρι μου. Οι επόμενες ημέρες ήταν μια θολούρα. Αστυνομία, νοσοκομείο, εξετάσεις και πάλι αστυνομία. Κι έπειτα…έπεσε η ταφόπλακα. Ο νεαρός ήταν πολύ πλούσιος κι η οικογένειά του πολύ ισχυρή, ανήκε στους ‘ανέγγιχτους’. Ήμουν μάλιστα εξαιρετικά τυχερή που η οικογένειά του δεν μου υπέβαλε μήνυση για απόπειρα ανθρωποκτονίας, αφού το όπλο βρέθηκε στα χέρια μου! Ανέλαβαν όλα τα έξοδα της νοσηλείας μας και φυσικά, δώρισαν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό στην οικογένειά μας, για προίκα και σπουδές είπαν. Του κάκου χτυπιόμουν πως δεν θέλω τίποτα, πως θέλω μόνο να πληρώσει το κάθαρμα για αυτό που μας έκανε. «Εριέτα, αυτοί είναι μεγαθήρια, πώς να τα βάλουμε εμείς οι βαρκούλες μαζί τους, θα μας συνθλίψουν! Πρέπει να δεχτούμε όσα μας προσφέρουν, είναι η καλύτερη λύση» απεφάνθη ο πατέρας μου και το θέμα έληξε εκεί. Έκλαψα, πόνεσα, χτυπήθηκα, μα πήρα απόφαση πως δε γινόταν τίποτα άλλο. Έμεινα έναν ακόμα χρόνο. Ένα χρόνο γεμάτο βλέμματα. Βλέμματα οίκτου για το κακό που μας είχε βρει. Βλέμματα αηδίας που ήμασταν πλέον ‘ακάθαρτες’, για την κλειστή κοινωνία του νησιού. Βλέμματα επίκρισης, κυρίως προς εμένα, που τόλμησα να πιστέψω πως ένας γόνος εφοπλιστών θα με έβλεπε ποτέ σοβαρά. Βλέμματα κατηγορίας για όσα εξαιτίας μου πέρασε η Ευγενία. Δεν τα άντεχα, δεν τους άντεχα! Κλείστηκα σπίτι και το έριξα στο διάβασμα. Θα έδινα πανελλήνιες και θα έφευγα από το βρωμονήσι για πάντα! Κι έτσι έκανα. Πέρασα με υποτροφία στη Νομική Αθηνών. Θα πολεμούσα όλα αυτού του είδους τα ανθρωποειδή εκ των έσω. Τελείωσα με άριστα στα 4 χρόνια ακριβώς. Χρυσή την έκανα την Ευγενία να έρθει μαζί μου στην Αθήνα. Είχα πιάσει δουλειά κι έβγαζα ήδη καλά χρήματα. Ήταν ανένδοτη. Ο πατέρας μου μετά από όσα είχαν γίνει, δεν ήταν ποτέ πια ο ίδιος. Με τον καιρό άρχισε να τα χάνει. «Δεν μπορώ Εριέτα να τους αφήσω μόνους, φύγε εσύ, κοίτα τη ζωή σου την καριέρα σου». Ακόμα κι όταν άνοιξα δικό μου γραφείο και της ζήτησα να έρθει να δουλέψει μαζί μου σαν γραμματέας, η ίδια απάντηση. «Μα, εδώ θάβεσαι, δεν το καταλαβαίνεις; Πάντα θα είσαι η βιασμένη, κανείς δε θα τολμάει να σε πλησιάσει, έλα μαζί μου σε παρακαλώ». Και πάλι, όχι. Ακόμα κι όταν πέθαναν οι γονείς μας, ελεύθερη πια από υποχρεώσεις, η άρνησή της παρέμενε σταθερή. Το ίδιο και οι ενοχές μου, παρόλο που η ίδια δε με κατηγόρησε ποτέ.

-Τον είδες;

-Ναι, τον αλήτη!

-Σε γνώρισε;

-Είμαι σίγουρη, αλλά δεν τόλμησε φυσικά να μου μιλήσει. Σε κανέναν δε μιλάει βασικά, ελάχιστα κυκλοφορεί.

-Τότε τι ήρθε να κάνει εδώ;

-Δεν ξέρω. Λένε πως πουλάει την έπαυλη.

Στο άκουσμα και μόνο της λέξης, ανατρίχιασα. Από εκείνο το βράδυ, είχε μείνει κλειστή και ρήμαζε. Κανείς δεν είχε έρθει ποτέ έκτοτε.

-Και δεν μπορούσε να βάλει μεσίτη; Πολύ παράξενο…

-Τι με νοιάζει βρε Εριέτα! Ήρθε…εσύ γιατί ήρθες; Τι ωφελεί να τον συναντήσεις ξανά; Ακόμα και να σου ομολογήσει, έχει παραγραφεί το έγκλημα, το ξέρεις καλύτερα από εμένα.

-Ευγενία…ψέματα σου είπα. Δεν ήρθα για να τον αντιμετωπίσω…

-Αλλά;

-‘Ηρθα για να τον σκοτώσω!

-Τρελάθηκες; Τι είναι αυτά που λες;

-Αυτό που ακούς, θα τον σκοτώσω!

-Παιδί μου σύνελθε, θα καταστρέψεις τη ζωή σου!

-ΠΟΙΑ ΖΩΗ ΜΟΥ; ουρλιάζω. Εμένη η ζωή μου τέλειωσε εκείνο το απόγευμα. Τότε που δεν του έφτασε να βιάσει το κορμί μου, μα χρησιμοποίησε την αγάπη μου για σένα για να βιάσει την ψυχή μου!

-Πάνε 24 χρόνια, έφυγες, άλλαξες, σπούδασες…

-Κι εσύ; Εσύ τι έκανες; Εσύ θάφτηκες στο νησί, εξαιτίας μου. Εξαιτίας μου βιάστηκες, εξαιτίας μου στιγματίστηκες, εξαιτίας μου δεν παντρεύτηκες ποτέ!

-Δε σε κατηγορώ Εριέτα, ποτέ δε σε κατηγόρησα! Αυτός ήταν το κτήνος! Αυτός είχε το άρρωστο μυαλό! Εσύ πού να το ξέρεις πού να το φανταστείς το μέγεθος της διαστροφής του;

-Ακριβώς! Το κτήνος μας διέλυσε τις ζωές, την οικογένεια, ξέχασες πώς ο πατέρας μας αρρώστησε μετά από όλα αυτά; Και μας πέταξε στα μούτρα τα λεφτά του!

-Και τώρα τι θες;

-Δικαιοσύνη!

-Δικαιοσύνη η εκδίκηση Εριέτα;

-Πες το όπως θες, Ευγενία, εγώ μόνο έτσι θα βρω τη γαλήνη. Αν δε θες μη με βοηθήσεις, αλλά μην κάνεις τον κόπο να προσπαθήσεις να με σταματήσεις.

-Θα σε βοηθήσω, Εριέτα, σε άφησα ποτέ σου μόνη; Αναστενάζει και μου απλώνει τα χέρια.

Μένουμε έτσι πιασμένες χέρι με χέρι ώρα πολλή. Δάκρυα κυλάνε κι από των δυο τα μάτια. Δεν είμαστε δολοφόνοι, δυο ψυχές καταρρακωμένες είμαστε, που η αγέλη των ανθρώπινων λύκων τις κατασπάραξε, όχι μόνο ο θύτης αλλά κι η κοινωνία ολάκερη. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε την κοινωνία, μα το κάθαρμα θα πάρει επιτέλους ότι του αξίζει.