Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ - ΜΕΡΟΣ 7ο (ΤΕΛΟΣ)

 
 
 
 
 (Φτασαμε αισιως στο 7ο και τελευταιο μερος του ταξιδιου της αγαπης. Και παλι σας ευχαριστω που συνταξιδεψαμε...)
 
Τη θάψαμε κάτω από μια αμυγδαλιά, στον κήπο του σπιτιού μας στο χωριό. Μαζί της θάψαμε και την καρδιά μου, τη μέρα εκείνη έπαψα να ζω, νέκρωσα από αισθήματα. Το παιδί δεν το πλησίαζα καν. Ήξερα κατά βάθος πως δεν έφταιγε, πως ήταν ένα άτυχο πλάσμα που ορφάνεψε από μάνα τόσο μικρό, πως με είχε ανάγκη… μα δεν μπορούσα καταλαβαίνεις; Για μένα, αυτό το κοριτσάκι είχε κλέψει από κοντά μου τη μοναδική μου αγάπη, το λόγο της ύπαρξής μου. Δεν μπορούσα ούτε να την κοιτάξω χωρίς να σκεφτώ πως αν δεν ήταν εκείνη η Κατίνα μου θα ζούσε ακόμα. Και το άτιμο, μου τη θύμιζε τόσο πολύ! Ίδια η μάνα της ήταν, από μένα είχε πάρει μόνο τα γαλάζια μου μάτια, τα μαλλιά, τα χείλη, οι εκφράσεις, τα ζυγωματικά, το λευκό δέρμα, όλα μου θύμιζαν εκείνη. Δεν άντεξα… θα ‘ταν δεν θα ‘ταν έξι μηνών όταν έπιασα τον Ανέστη και του ανακοίνωσα πως εγώ δεν μπορούσα να τη βλέπω πια να μεγαλώνει. Αν ήθελε εκείνος με τη γυναίκα του να την υιοθετήσουν καλώς, αλλιώς θα την έδινα σε κάποια άλλη οικογένεια. 
-Τι έκανες κυρ- Στέλλιο; Πώς το ‘κανες αυτό; Παιδί σου ήταν!... μου ξέφυγε χωρίς να το σκεφτώ…
-Το ξέρω. Έχω πικρά μετανιώσει αγόρι μου, αλλά είναι αργά…


Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

H ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ - ΜΕΡΟΣ 6ο

 

(ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΛΙΚ ΕΔΩ)

Ευχαριστω απο καρδιας οσους αγαπησατε αυτη την ιστορια. Σε λιγες μερες το 7ο και τελευταιο μερος.

Πέρασαν χρόνια πολλά ευδαιμονίας και αγάπης, δεκαέξι τον αριθμό. Στο διάστημα αυτό δεν μας έλειψε τίποτα, ούτε φαγητό ούτε αγαθό ούτε και χαρές. Ο Ανέστης είχε παντρευτεί μια νεαρή κοπέλα από το διπλανό χωριό, είχε κάνει ένα κοριτσάκι και μέναμε όλοι μαζί στο σπίτι. Η Κατίνα μας φρόντιζε όλους και ειδικά το μωρό σαν να ήταν δικό της. Μόνο που με όλες αυτές τις ευθύνες, δεν είχαμε ακόμα καταφέρει να πάμε εκείνο το ταξίδι στον κόσμο που ονειρευόμασταν. «Δεν πειράζει Στέλλιο μου, έχουμε καιρό. Όταν θα είμαστε πια μεγάλοι και δεν θα μπορούμε να ασχολούμαστε με τις δουλειές, τότε θα δρέψουμε τους καρπούς των κόπων μας, τότε θα πάμε παντού» με παρηγορούσε η Κατίνα μου.
 Όλα έμοιαζαν τέλεια, ώσπου ένα μεσημέρι γύρισα από τα κτήματα και τη βρήκα σωριασμένη στο πάτωμα. Είχε χάσει τις αισθήσεις της για μερικά μόνο λεπτά, μα εγώ έχασα δέκα χρόνια από τη ζωή μου μέχρι να συνέλθει. Φωνάξαμε γιατρό από τη Θεσσαλονίκη να την εξετάσει. Στο άκουσμα της διάγνωσης τα ματάκια της έλαμψαν και το χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. «Είστε έγκυος κα Στεργίου».

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ - ΜΕΡΟΣ 5ο


ΓΙΑ ΤΑ  ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΛΙΚ ΕΔΩ

Είχα καμιά βδομάδα στο νησί. Έγραφα κάθε μέρα στην Κατίνα μου, αλλά είχα μέσα μου το φόβο πως τα γράμματα δεν έφταναν ποτέ… Καθόμουν κατσούφης σε ένα βράχο, λερός και μουσκίδι ως το κόκαλο, αφού το προηγούμενο βράδυ είχαμε «γυμνάσια». Ξάφνου ακούω μια φωνή νεαρού αγοριού «μπας και σου βρίσκεται κανένα τσιγαράκι μπάρμπα;» Γυρνάω και βλέπω ένα αγόρι 14-15 χρονών το πολύ. «Τι το θες βρε νιάνιαρο το τσιγάρο;» του είπα χαριτολογώντας. «Νιάνιαρο να πεις το γιο σου! Εγώ είμαι αντάρτης! Λέγε τώρα έχεις για δεν έχεις;» «Όχι αγόρι μου, δεν καπνίζω…» Με κοίταξε με απογοήτευση. Κάθισε δίπλα μου και άρχισε να αγναντεύει. «Σε περιμένει κανείς εκεί απέναντι;» με ρώτησε. «Ναι, η γυναίκα μου. Εσένα;» «Μπα… ορφάνεψα μικρός και ο θετός μου πατέρας σκοτώθηκε πέρυσι το χειμώνα»

 Όσο μιλούσαμε ένιωθα μια ανεξήγητη έλξη για το αγόρι αυτό και μια οικειότητα, σαν να τον γνώριζα από παλιά, οι κινήσεις του, η κορμοστασιά του, το σχήμα του προσώπου του, όλα μου ήταν γνώριμα κατά έναν παράξενο τρόπο. Κάποια στιγμή, γύρισε και κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό μου. Η αναπνοή μου σταμάτησε… αυτά τα μάτια, αυτό το βλέμμα… ήταν ποτέ δυνατό; Μα δεν έκανα λάθος, ήμουν σίγουρος, τα μάτια αυτά με στοίχειωναν για πάνω από 9 χρόνια…

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ - ΜΕΡΟΣ 4ο




(ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΛΙΚ ΕΔΩ)

Το ταξίδι του γυρισμού ήταν σύντομο, νόμιμο, άνετο. Καμία σχέση με το Γολγοθά που περάσαμε για να πάμε στην Πόλη. Δεν είχα καταλάβει πόσο πραγματικά είχε νοσταλγήσει το σπίτι της η Κατίνα μου, μέχρι που φτάσαμε στο χωριό της κι είδα τα μάτια της να τρέχουν ασταμάτητα κι είδα τα χέρια της να πιάνουν μια χούφτα χώμα ευλογημένο και να το φέρνουν ευλαβικά στα χείλη της. Ναι, θα φτιάχναμε εδώ μια καινούρια ζωή και αυτή τη φορά ήταν εκείνη που θα το φρόντιζε. 
Δουλέψαμε πολύ για να κάνουμε το παλιό της πέτρινο σπίτι να μοιάζει πάλι με σπιτικό. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Το πείσμα της ατέρμονο. Για άλλη μια φορά θαύμασα τη δύναμη και την αντοχή της γυναίκας μου. Πώς γίνεται ένα τέτοιο πλάσμα, που μοιάζει εύθραυστο σαν να έχει βγει μέσα από παραμύθια με νεράιδες, να έχει τέτοια αποθέματα ποτέ δεν το κατάλαβα. Σιγά σιγά, όλα πήραν μορφή μέσα από τα δικά της χέρια. Ακόμα και τον ξεραμένο κήπο ξαναζωντάνεψε με τη φροντίδα της. Τις μέρες εκείνη περιποιόταν το σπίτι κι εγώ καλλιεργούσα κάποια στρέμματα που είχαν οι δικοί της. Δεν ήμουν και πολύ σχετικός, αλλά η Κατίνα, μεγαλωμένη καθώς ήταν στα χωράφια, τα πάντα μου έδειξε. Κι εγώ, βλέποντας τα ματάκια της να λάμπουν, άντεχα κάθε αντιξοότητα και κάθε κούραση. Άλλωστε, υπήρχαν και τα βράδια, τα μαγικά βράδια που χανόμουνα μέσα της και με αποζημίωναν για τα πάντα.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ


Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ - ΜΕΡΟΣ 3ο

 
Εν τω μεταξύ, η θεία μου φρόντισε να με πάρουν στο μαγαζί με τα υφάσματα βοηθό στην αποθήκη και στις παραγγελίες, ώστε να μπορώ να βγάζω κάποια χρήματα. Παράλληλα ετοίμαζε την Κατίνα για το γάμο και της έδειχνε τα μυστικά του νοικοκυριού. Αχώριστες είχαν γίνει. Η θεία πάντα ήθελε μια κόρη, μα τρία παιδιά που έκανε ήταν αγόρια.
Λίγες μέρες πριν το γάμο, έφτασε η μάνα μου. Η συγκίνηση που ένιωσα όταν την είδα δεν περιγράφεται. Ριχτήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και κλαίγαμε. «Αγόρι μου!» εκείνη, «Σχώρα με, μάνα!» εγώ. «Ο Θέος σε φύλαξε γιόκα μου» εκείνη «Πόσο μου έλειψε η αγκαλιά σου» εγώ. Ούτε ξέρω πόση ώρα πέρασε, μέχρι να αποχωριστώ τον κόρφο της και να της συστήσω την Κατίνα. «Έλα κόρη μου», της είπε κι άνοιξε τα χέρια της. Η Κατίνα χαμογελούσε και πάλι, αλλά διαφορετικά αυτή τη φορά. Η μελαγχολία ήταν ακόμα εκεί, στο βλέμμα, στις κινήσεις της, μα έμοιαζε κάπως ανακουφισμένη, απολάμβανε τη ζεστασιά του νέου της σπιτικού, βρήκε μια καινούργια οικογένεια. Όχι φυσικά πως θα μπορούσε κανείς να αντικαταστήσει τους δικούς της, αλλά είχε βρει μια σιγουριά, μια ασφάλεια, ένα λιμάνι. 

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ - ΜΕΡΟΣ 2ο

 

Όταν έφτασα στο προκαθορισμένο σημείο, την είδα να στέκει εκεί, με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Ήταν κατάχλωμη, άυπνη, φοβισμένη, τα μάτια της πρησμένα από το κλάμα, μα ακόμα τόσο, τόσο όμορφη! Της είπα τη μισή αλήθεια. Ότι οι γονείς της είχαν πεθάνει δεν μπορούσα και δεν ήθελα να της το κρύψω. Όταν όμως με ρώτησε για τον αδερφό της, της είπα ότι δεν πρόλαβα, ότι οι αντάρτες είχαν ήδη φύγει και τον είχαν πάρει μαζί τους. Την καθησύχασα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να του κάνουν κακό, ότι τα παιδιά δεν τα πείραζαν, αντίθετα τα κρατούσαν κοντά τους και τα γαλουχούσαν ώστε να γίνουν το νέο αίμα του κινήματος. Φυσικά η ιδέα και μόνο αυτή της έφερε αηδία, αλλά τουλάχιστον παρηγορήθηκε με τη σκέψη ότι ο αδερφός της ζούσε και δεν διέτρεχε άμεσο κίνδυνο. «Κατίνα μου, δεν πρέπει να καθυστερήσουμε άλλο, ήρθε η ώρα να φύγουμε». «Στέλλιο, το ξέρω, αλλά κατάλαβέ με. Έχασα τα πάντα… Θέλω να μου ορκιστείς κάτι. Δεν με νοιάζει πού θα πάμε, πόσο καιρό θα μας πάρει, αλλά θέλω να μου ορκιστείς ότι μια μέρα θα ψάξουμε και θα βρούμε τον αδερφό μου. Ορκίσου το!» «Εντάξει, κορίτσι μου. Στο ορκίζομαι», της είπα. Έναν όρκο που άργησα πολύ να εκπληρώσω…»

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ - ΜΕΡΟΣ 1ο

 

Ήταν ένα δροσερό Κυριακάτικο πρωί του Σεπτέμβρη. Πιστοί κι οι δυο στο ραντεβού μας, όπως κάθε Κυριακή. Το γραφικό καφενεδάκι στην Πλάκα έσφυζε από ζωή από τις 11:00 και μετά και για αυτό επιλέγαμε πάντα να το επισκεπτόμαστε πολύ νωρίτερα, κατά τις 9:00 που μόλις άνοιγε. Δεν ενοχλούσαμε και δεν μας ενοχλούσαν, μάλιστα πλέον είχαν μάθει και πώς προτιμούσε ο καθένας μας τον καφέ του και μας τον σέρβιραν αμέσως. Παράξενη παρέα θα σκεφτόταν σίγουρα όποιος μας έβλεπε μαζί. Εγώ νεαρός, στα 25 μου, γεροδεμένος, μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια. Εκείνος σίγουρα πάνω από τα 80, κυρτωμένος και πολύ αδύνατος, ελάχιστα λευκά μαλλιά στο κεφάλι του. Θυμάμαι την πρώτη φορά που μιλήσαμε. Αγαπημένη συνήθεια για μένα το πολύ πρωινό ξύπνημα και η εφημερίδα μου παρέα με το καφεδάκι μου. Δυο χρόνια σχεδόν περνούσα έτσι τις Κυριακές μου κι ήμουν στ’ αλήθεια ευγνώμων για τις λίγες αυτές στιγμές μοναξιάς. Ήμουν πάντα ο μοναδικός θαμώνας, ώσπου μια μέρα με έκπληξη είδα να καταφτάνει αυτός ο παράξενος ηλικιωμένος άντρας, με το καπέλο με γείσο και το λουλούδι καρφιτσωμένο στο πέτο, ένα γαρύφαλλο κόκκινο. Έμεινα να τον παρατηρώ αρκετή ώρα. Εικόνα μιας άλλης εποχής, περασμένης, που όμως δεν έδειχνε παράταιρη με το παλιομοδίτικο περιβάλλον του καφενείου. Ίσως για αυτό να το είχε επιλέξει. Ίσως για αυτό να το είχα επιλέξει κι εγώ. Δεν ξέρω γιατί μου κίνησε τόσο έντονα την περιέργεια. Ήταν κάτι στο ανάστημά του, στη στάση του σώματός του που μου έλεγε πως ο άνθρωπος αυτός κουβαλούσε μέσα του βάρος, πόνο. Έμεινε περίπου μια ώρα. Όλο αυτό το διάστημα στέκονταν ακίνητος και κοιτούσε κάτι που κρατούσε μέσα στην παλάμη του. Μια χαμογελούσε και μια έμοιαζε να δακρύζει. Έπειτα, σηκώθηκε, άφησε πάνω στο τραπεζάκι τα χρήματα κι έφυγε. Την επόμενη εβδομάδα ξαναήρθε. Και την επόμενη και τη μεθεπόμενη και πολλές ακόμα. Πάντα το ίδιο σκηνικό, οι ίδιες κινήσεις. Και κάθε φορά έπιανα τον εαυτό μου να τον παρατηρεί, να ξεχνάει την εφημερίδα που κατέληγε αδιάβαστη σε κάποιον κάδο ανακύκλωσης και να πλάθει ιστορίες για τον άγνωστο αυτό παππού. Ποιος ήταν; Από πού είχε έρθει; Τι κρατούσε; Ποιο μεγάλο μυστικό τον έτρωγε;

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ...