Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ -ΜΕΡΟΣ Β

 Η συμμετοχή μου στο Γ' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη, μου βγήκε κάπως ΤΕΡΑΣΤΙΑ, επομένως τη χώρισα σε τρία μέρη.

Κεντρική Ιδέα Πλοκής.

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού, οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο όμορφο. Στα δεξιά δεμένα σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία  μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο κάρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά. Φτάνει το τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει χρόνος. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στην διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις ερχόταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.




Η Ευγενία δεν είχε φανεί στο μαγαζί, είχε πάνω από δύο ώρες καθυστερήσει, αυτή που πάντα ερχόταν νωρίτερα. Πήγα από το σπίτι, μήπως την είχε πάρει ο ύπνος, άφαντη. Έψαξα στην παραλία, μήπως είχε ξεχαστεί διαβάζοντας, πουθενά πάλι. Καθώς έτρεχα αλαφιασμένη, τον είδα, πάνω στη μοτοσικλέτα του. «Τι συμβαίνει; Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένη;», με ρώτησε με ενδιαφέρον. «Ψάχνω την αδερφή μου, έχει εξαφανιστεί και δεν το συνηθίζει». «Ανέβα, θα σε βοηθήσω εγώ να τη βρούμε». Δε σκέφτηκα τίποτα, είχα ανησυχήσει απίστευτα. Λίγα λεπτά αργότερα σταμάτησε μπροστά από τη βίλα. «Τρελάθηκες; Γιατί με έφερες εδώ; Πρέπει να βρω την Ευγενία!». «Εδώ είναι η αδερφή σου, σώπα, έλα και θα δεις». Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, ήμουν σίγουρη πως κάτι πολύ κακό είχε συμβεί, αλλά τον ακολούθησα στο εσωτερικό της έπαυλης, στον επάνω όροφο, στα πίσω δωμάτια. Η Ευγενία ήταν πράγματι εκεί, γυμνή και δεμένη πισθάγκωνα σε μια καρέκλα. «Εριέτα, τρέχα, είναι τρελός, είναι παγίδα!» φώναξε, μα τα πόδια μου είχαν καρφωθεί στο έδαφος, τα μάτια μου είχαν ανοίξει διάπλατα και ένα ουρλιαχτό βγήκε από το στόμα μου. «Πολύ αργά, δεν έχεις να πας πουθενά! Και ούρλιαξε όσο θες, κανένας δε θα σε ακούσει εδώ», είπε τραβώντας δυνατά τα μαλλιά μου. «Όμορφη είναι η αδερφούλα σου όπως εσύ, δεν ήξερα ότι είστε δίδυμες, με ένα σμπάρο δυο τρυγώνια», έσυρε αργά τα δάχτυλά του στο στήθος της. «Μην την αγγίζεις, κάθαρμα!» τσίριξα και το χέρι του προσγειώθηκε στο μάγουλό μου. «Μην ανησυχείς και δεν κινδυνεύει…ακόμα έστω… αρκεί να συνεργαστείς… την αγαπάς πολύ, σωστά; Δε θα ήθελες να της συμβεί κάτι…» Κουνούσα αρνητικά το κεφάλι μου σε έναν τρελό ρυθμό, αδύναμη να αρθρώσω λέξη, ενώ η Ευγενία έκλαιγε ασταμάτητα. «Ξέρεις, εμένα κανείς δε μου λέει όχι… κι αφού δε μου δίνεις αυτό που θέλω με το καλό, θα το πάρω με το άγριο», το χαμόγελό του ήταν κρύο, σατανικό. Κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου κι έσκισε το φόρεμά μου. Με πέταξε πάνω στο κρεβάτι κι έβγαλε πάνω μου όλα τα κτηνώδη ένστικτά του. «Θα με κοιτάς!» πρόσταξε μόλις έκανα να κλείσω τα μάτια μου. Ελάχιστα λεπτά κράτησε, μα εμένα μου φάνηκαν αιώνες. Έπειτα, με γύρισε μπρούμυτα και με σοδόμισε με την ίδια αγριότητα, ήθελα να ουρλιάξω, αίμα έτρεχε ανάμεσα στα πόδια μου, μα τι νόημα θα είχε, μόνο χαρά θα του έδιναν τα ουρλιαχτά μου. Τελείωσε ξανά, είχε μια σατανική χαρά στο πρόσωπό του, μόλις με άφησε να σηκωθώ. Κατάφερα να ανασυγκροτηθώ, δεν θα τον άφηνα να με σπάσει, ήταν απλά ένα πήδημα, θα επιβίωνα, αρκεί να έβγαζα την Ευγενία σώα από εκεί μέσα, εκείνη δεν έφταιγε σε τίποτα, εξαιτίας μου τα τράβαγε όλα αυτά. Σα να μάντεψε τη σκέψη μου, σα να θύμωσε που δεν είχα καταρρεύσει, το σαδιστικό κτήνος ξύπνησε μέσα του. «Καλή είσαι, δε λέω, αλλά πρέπει να έχω μέτρο σύγκρισης» είπε κοιτάζοντάς την πονηρά. «Μην τολμήσεις, να την αγγίξεις»! «Μπα; Και ποιος θα με σταματήσει; Εσύ;» γέλασε χαιρέκακα. Η ιδέα και μόνο πως με είχε στο έλεός του έφτανε για να αποκτήσει νέα στύση. Έσπρωξε την καρέκλα της ώστε να ακουμπήσει στον τοίχο η πλάτη, σήκωσε ψηλά τα πόδια της και μπήκε μέσα της τόσο βίαια και δυνατά που της κόπηκε η ανάσα. Δάκρυα έτρεχαν και από των δύο μας τα μάτια πλέον. Κοίταξα γύρω μου, δεν μπορεί κάτι θα υπήρχε. Το μάτι μου έπεσε σε ένα μπρούτζινο κηροπήγιο πάνω στο κομοδίνο. Το άρπαξα και τον χτύπησα στο κεφάλι. Αίμα άρχισε να αναβλύζει, ζαλίστηκε κι έχασε την ισορροπία του. Τον κλώτσησα δυνατά ανάμεσα στα πόδια και διπλώθηκε από τον πόνο. Βρήκα ευκαιρία, καθώς σωριάστηκε στο έδαφος, να λύσω την Ευγενία. Μούγκριζε αυτός σαν πληγωμένο ζώο, αρχίσαμε να τρέχουμε έτσι γυμνές και ματωμένες. Βγήκαμε στον κήπο, στην πύλη, τρέχαμε, μόνο τρέχαμε ασταμάτητα. Ούτε που καταλάβαμε πώς βρεθήκαμε στον κεντρικό δρόμο, θυμάμαι την Ευγενία να καταρρέει κι εμένα να φωνάζω βοήθεια, κρατώντας το ματωμένο κηροπήγιο στο χέρι μου. Οι επόμενες ημέρες ήταν μια θολούρα. Αστυνομία, νοσοκομείο, εξετάσεις και πάλι αστυνομία. Κι έπειτα…έπεσε η ταφόπλακα. Ο νεαρός ήταν πολύ πλούσιος κι η οικογένειά του πολύ ισχυρή, ανήκε στους ‘ανέγγιχτους’. Ήμουν μάλιστα εξαιρετικά τυχερή που η οικογένειά του δεν μου υπέβαλε μήνυση για απόπειρα ανθρωποκτονίας, αφού το όπλο βρέθηκε στα χέρια μου! Ανέλαβαν όλα τα έξοδα της νοσηλείας μας και φυσικά, δώρισαν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό στην οικογένειά μας, για προίκα και σπουδές είπαν. Του κάκου χτυπιόμουν πως δεν θέλω τίποτα, πως θέλω μόνο να πληρώσει το κάθαρμα για αυτό που μας έκανε. «Εριέτα, αυτοί είναι μεγαθήρια, πώς να τα βάλουμε εμείς οι βαρκούλες μαζί τους, θα μας συνθλίψουν! Πρέπει να δεχτούμε όσα μας προσφέρουν, είναι η καλύτερη λύση» απεφάνθη ο πατέρας μου και το θέμα έληξε εκεί. Έκλαψα, πόνεσα, χτυπήθηκα, μα πήρα απόφαση πως δε γινόταν τίποτα άλλο. Έμεινα έναν ακόμα χρόνο. Ένα χρόνο γεμάτο βλέμματα. Βλέμματα οίκτου για το κακό που μας είχε βρει. Βλέμματα αηδίας που ήμασταν πλέον ‘ακάθαρτες’, για την κλειστή κοινωνία του νησιού. Βλέμματα επίκρισης, κυρίως προς εμένα, που τόλμησα να πιστέψω πως ένας γόνος εφοπλιστών θα με έβλεπε ποτέ σοβαρά. Βλέμματα κατηγορίας για όσα εξαιτίας μου πέρασε η Ευγενία. Δεν τα άντεχα, δεν τους άντεχα! Κλείστηκα σπίτι και το έριξα στο διάβασμα. Θα έδινα πανελλήνιες και θα έφευγα από το βρωμονήσι για πάντα! Κι έτσι έκανα. Πέρασα με υποτροφία στη Νομική Αθηνών. Θα πολεμούσα όλα αυτού του είδους τα ανθρωποειδή εκ των έσω. Τελείωσα με άριστα στα 4 χρόνια ακριβώς. Χρυσή την έκανα την Ευγενία να έρθει μαζί μου στην Αθήνα. Είχα πιάσει δουλειά κι έβγαζα ήδη καλά χρήματα. Ήταν ανένδοτη. Ο πατέρας μου μετά από όσα είχαν γίνει, δεν ήταν ποτέ πια ο ίδιος. Με τον καιρό άρχισε να τα χάνει. «Δεν μπορώ Εριέτα να τους αφήσω μόνους, φύγε εσύ, κοίτα τη ζωή σου την καριέρα σου». Ακόμα κι όταν άνοιξα δικό μου γραφείο και της ζήτησα να έρθει να δουλέψει μαζί μου σαν γραμματέας, η ίδια απάντηση. «Μα, εδώ θάβεσαι, δεν το καταλαβαίνεις; Πάντα θα είσαι η βιασμένη, κανείς δε θα τολμάει να σε πλησιάσει, έλα μαζί μου σε παρακαλώ». Και πάλι, όχι. Ακόμα κι όταν πέθαναν οι γονείς μας, ελεύθερη πια από υποχρεώσεις, η άρνησή της παρέμενε σταθερή. Το ίδιο και οι ενοχές μου, παρόλο που η ίδια δε με κατηγόρησε ποτέ.

-Τον είδες;

-Ναι, τον αλήτη!

-Σε γνώρισε;

-Είμαι σίγουρη, αλλά δεν τόλμησε φυσικά να μου μιλήσει. Σε κανέναν δε μιλάει βασικά, ελάχιστα κυκλοφορεί.

-Τότε τι ήρθε να κάνει εδώ;

-Δεν ξέρω. Λένε πως πουλάει την έπαυλη.

Στο άκουσμα και μόνο της λέξης, ανατρίχιασα. Από εκείνο το βράδυ, είχε μείνει κλειστή και ρήμαζε. Κανείς δεν είχε έρθει ποτέ έκτοτε.

-Και δεν μπορούσε να βάλει μεσίτη; Πολύ παράξενο…

-Τι με νοιάζει βρε Εριέτα! Ήρθε…εσύ γιατί ήρθες; Τι ωφελεί να τον συναντήσεις ξανά; Ακόμα και να σου ομολογήσει, έχει παραγραφεί το έγκλημα, το ξέρεις καλύτερα από εμένα.

-Ευγενία…ψέματα σου είπα. Δεν ήρθα για να τον αντιμετωπίσω…

-Αλλά;

-‘Ηρθα για να τον σκοτώσω!

-Τρελάθηκες; Τι είναι αυτά που λες;

-Αυτό που ακούς, θα τον σκοτώσω!

-Παιδί μου σύνελθε, θα καταστρέψεις τη ζωή σου!

-ΠΟΙΑ ΖΩΗ ΜΟΥ; ουρλιάζω. Εμένη η ζωή μου τέλειωσε εκείνο το απόγευμα. Τότε που δεν του έφτασε να βιάσει το κορμί μου, μα χρησιμοποίησε την αγάπη μου για σένα για να βιάσει την ψυχή μου!

-Πάνε 24 χρόνια, έφυγες, άλλαξες, σπούδασες…

-Κι εσύ; Εσύ τι έκανες; Εσύ θάφτηκες στο νησί, εξαιτίας μου. Εξαιτίας μου βιάστηκες, εξαιτίας μου στιγματίστηκες, εξαιτίας μου δεν παντρεύτηκες ποτέ!

-Δε σε κατηγορώ Εριέτα, ποτέ δε σε κατηγόρησα! Αυτός ήταν το κτήνος! Αυτός είχε το άρρωστο μυαλό! Εσύ πού να το ξέρεις πού να το φανταστείς το μέγεθος της διαστροφής του;

-Ακριβώς! Το κτήνος μας διέλυσε τις ζωές, την οικογένεια, ξέχασες πώς ο πατέρας μας αρρώστησε μετά από όλα αυτά; Και μας πέταξε στα μούτρα τα λεφτά του!

-Και τώρα τι θες;

-Δικαιοσύνη!

-Δικαιοσύνη η εκδίκηση Εριέτα;

-Πες το όπως θες, Ευγενία, εγώ μόνο έτσι θα βρω τη γαλήνη. Αν δε θες μη με βοηθήσεις, αλλά μην κάνεις τον κόπο να προσπαθήσεις να με σταματήσεις.

-Θα σε βοηθήσω, Εριέτα, σε άφησα ποτέ σου μόνη; Αναστενάζει και μου απλώνει τα χέρια.

Μένουμε έτσι πιασμένες χέρι με χέρι ώρα πολλή. Δάκρυα κυλάνε κι από των δυο τα μάτια. Δεν είμαστε δολοφόνοι, δυο ψυχές καταρρακωμένες είμαστε, που η αγέλη των ανθρώπινων λύκων τις κατασπάραξε, όχι μόνο ο θύτης αλλά κι η κοινωνία ολάκερη. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε την κοινωνία, μα το κάθαρμα θα πάρει επιτέλους ότι του αξίζει.

4 σχόλια:

  1. Ανατρίχιασα! Δηλώνω σοκαρισμένη... τι τρελαμένο κάθαρμα αυτός ο γόνος πλουσίων; Ψυχοπαθής, ελεεινός, με έντονες διαστροφές...αδύνατον να ηρεμήσω.
    Περιμένω το τρίτο μέρος, την εκδίκηση αν και διαφωνώ, εν τούτοις ελπίζω να μην πιαστούν οι κοπέλες από την αστυνομία...ακου τι λέω!!!
    Καλησπέρα Χριστίνα μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αν ανατριχιασες και θυμωσες κι ακομα κι αναθεωρησες αυτο που πιστευεις, τοτε πετυχε το στοχο η ιστορια και με κανεις παρα πολυ χαρουμενη! Καλημερα Αννα μου καλη εβδομαδα!

      Διαγραφή
  2. Εξαιρετικό Χριστίνα μου, πολύ έντονες εικόνες βίας, που αποδίδουν τέλεια τα όσα μπορούν να συμβούν σε τέτοιες καταστάσεις. Ένας βιασμός είναι για το θύμα σαν να το σκοτώνεις κάθε μέρα. Στο καλύτερο μας το "έκοψες". Περιμένω με αγωνία το φινάλε.
    Καλή εβδομάδα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Θυμός. Αδικία. Έντονη περιγραφή, αποστροφή, Ω ναι, κατάφερες να μας οδηγήσεις στο δικαιολογημένα θολωμένο μυαλό της. Εκδίκηση λοιπόν! Μπράβο Χριστίνα!
    Σύμος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Καλωσορισες στο κουκουλι μου.