Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ-ΜΕΡΟΣ Γ΄

 Η συμμετοχή μου στο Γ' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη, μου βγήκε κάπως ΤΕΡΑΣΤΙΑ, επομένως τη χώρισα σε τρία μέρη.

Κεντρική Ιδέα Πλοκής.

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού, οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο όμορφο. Στα δεξιά δεμένα σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία  μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο κάρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά. Φτάνει το τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει χρόνος. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στην διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις ερχόταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.



ΜΕΡΟΣ Γ΄

Είμαστε έξω από την έπαυλη. Είναι νύχτα και ευτυχώς το σημείο το πιο ψηλό και απομονωμένο του νησιού. Πέρασαν πέντε μέρες που το μόνο μέλημά μας ήταν η παρακολούθηση κάθε κίνησής του. Πολύ προβλέψιμο το πρόγραμμά του, κάθε πρωί μπάνιο στη θάλασσα, νωρίς, πριν κατέβει ο πολύς κόσμος και κάθε δεύτερη μέρα, μια βόλτα στη χώρα, ίσα για να πάρει προμήθειες. Όλες τις υπόλοιπες ώρες τις πέρναγε κλεισμένος στο σπίτι του, χωρίς να δέχεται ή να φιλοξενεί κανέναν, πράγμα πολύ παράξενο. Αν σκόπευε να πουλήσει τη βίλλα πριν φύγει από το Αγκίστρι, δε θα έπρεπε να δέχεται υποψήφιους αγοραστές, να τους ξεναγεί;

Η μεγάλη καγκελόπορτα είναι ανοιχτή, μπαίνουμε με προσοχή στον κήπο. Η εικόνα της εγκατάλειψης διάχυτη παντού, μας συμφέρει ωστόσο, καθώς η πυκνή και άναρχη βλάστηση, σε συνδυασμό με το σκοτάδι, μας προσφέρουν πολύτιμη κάλυψη. Λίγα μέτρα πιο πέρα, η βαριά ξύλινη εξώπορτα που οδηγούσε στο σαλόνι, ανοικτή και αυτή. Δε μας παραξενεύει, οι άνθρωποι στα νησιά συνηθίζουν να κοιμούνται με τις πόρτες ξεκλείδωτες, δεν νιώθουν τον κίνδυνο της πόλης. Μπαίνουμε ακροπατώντας, ο χώρος είναι θεοσκότεινος και χρειαζόμαστε λίγο χρόνο να συνηθίσουν τα μάτια μας στο σκοτάδι. Περασμένα μεσάνυχτα και ελπίζουμε να έχει κοιμηθεί. Δε σκοπεύω να τον σκοτώσω κοιμισμένο, θα τον ξυπνήσω, θέλω να δει καλά το πρόσωπο που θα του πάρει τη ζωή. Στα χέρια μου κρατάω σφιχτά ένα μικρό περίστροφο που αγόρασα, παράνομα φυσικά, στην Αθήνα στη μαύρη αγορά. Ανεβαίνω τη στριφογυριστή σκάλα με τεράστια προσοχή, τα σκαλιά τρίζουν στο πάτημά μου, πολυκαιρισμένα και απεριποίητα καθώς είναι. Πίσω μου ακριβώς η Ευγενία. Ακούω το λαχάνιασμά της, σχεδόν μπορώ να αφουγκραστώ την αγωνία και την ταχυκαρδία της. Εγώ από την άλλη, νιώθω μια πολύ παράξενη ηρεμία. Ετοιμάζομαι να διαπράξω έγκλημα, έναν φόνο, αλλά το βήμα μου είναι σταθερό και ο χτύπος της καρδιάς μου κανονικός. Ξέρω ότι η αυριανή μέρα θα με βρει με χειροπέδες, δεν έχω κανένα σκοπό να κρυφτώ, όπως αυτός ο άνανδρος, θα πληρώσω τις συνέπειες του νόμου και είναι μια απόλυτα συνειδητή απόφαση όλο αυτό. Η Ευγενία υποσχέθηκε να υποστηρίξει πως δεν γνώριζε τα σχέδιά μου, πως πίστευε ότι ήθελα να τον αντιμετωπίσω, πως ήρθε μαζί για συμπαράσταση μόνο και πως όταν είδε το όπλο προσπάθησε να με σταματήσει. Αρκετά υπέφερε εξαιτίας μου, αυτή έστω πρέπει να ζήσει ελεύθερη.

Φτάνουμε στον πάνω όροφο. Μια αχνή γραμμή φωτός είναι η μοναδική ένδειξη ζωής. Έρχεται από μια χαραμάδα στο τέλος του διαδρόμου. Συνειδητοποιώ από ποιο δωμάτιο και για λίγο το αίμα μου παγώνει. Το κάθαρμα…κοιμάται εκεί που έγιναν όλα. Δεν ξέρω πραγματικά αν αντέχω να μπω εκεί μέσα ξανά. Σφίγγω το χέρι της Ευγενίας και ανασαίνω βαθιά. Τώρα που το σκέφτομαι, τι πιο ταιριαστό; Όλα να τελειώσουν ακριβώς εκεί που άρχισαν. Σπρώχνω απαλά την πόρτα. Ξαφνικά, το φως ανάβει και τον βλέπουμε απέναντί μας, καθισμένο στην καρέκλα, στην ίδια καρέκλα που βίασε την αδερφή μου, και να μας κοιτά.

-Σας περίμενα… Αργήσατε πολύ…Σε δυο μέρες θα έφευγα…

Εγώ παραμένω αμίλητη. Έχω 24 χρόνια ακριβώς να τον αντικρίσω, πίστευα ότι θα ήμουν εντάξει, μα έχω κοκαλώσει στη θέση μου, βάζω κρυφά το όπλο στην πίσω τσέπη του τζιν μου, γιατί φοβάμαι πως από το τρέμουλο θα εκπυρσοκροτήσει. Αλλιώς το είχα σχεδιάσει, αλλιώς έπαιζε το σενάριο στο μυαλό μου. Θα έμπαινα, θα κοιμόταν, θα τον ξυπνούσα, θα τον έσερνα στο πάτωμα, θα εκλιπαρούσε για τη ζωή του κι εγώ θα τον κοιτούσα κατάματα και θα του τίναζα τα μυαλά στον αέρα. Το λόγο παίρνει η Ευγενία.

-Γιατί γύρισες;

-Για εσάς, για να σας ξαναδώ.

-Δε σου έφτανε το κακό που έκανες; Να μας δείς γιατί; Για να καμαρώσεις το έργο σου; Ορίστε, δες μας! Μόνες και κατεστραμμένες! Χάρηκες τώρα;

Τα μάτια της πετάνε φλόγες, είναι έξαλλη, ποτέ δεν την έχω ξαναδεί έτσι. Είμαστε ακόμα με τα χέρια σφιχτά μπλεγμένα. Αυτός χαμηλώνει το βλέμμα. Μια υπόνοια ενοχής κρέμεται στο πρόσωπό του. Το καλύπτει με τις παλάμες του και αρχίζει…να κλαίει! Είμαστε κι οι δυο άφωνες, αποσβολωμένες, καχύποπτες…τι σόι παιχνίδι μας παίζει αυτή τη φορά; Ξαφνικά, όλο αυτό μοιάζει με κακογυρισμένη ταινία. Τι δουλειά έχουμε εμείς εκεί μέσα; Δεν θέλω πια ούτε εκδίκηση, ούτε να τον σκοτώσω. Θέλω απλά να φύγουμε από εδώ όσο πιο γρήγορα γίνεται, οι αναμνήσεις σκάνε πάνω μου σα σφαίρες, ο αέρας λιγοστεύει, πνίγομαι.

-Ευγενία, πάμε να φύγουμε, της λέω ικετευτικά, με το ζόρι βγαίνει η φωνή μου, μοιάζει πιο πολύ με λυγμός, σχεδόν κλαίω.

-Δεν πάω πουθενά! Φωνάζει και αρπάζει με το ελεύθερο χέρι της το όπλο από την τσέπη μου.

Στον ήχο της θαλάμης που οπλίζει, τινάζεται στη θέση του και την αντικρίζει. Πετάγεται ξαφνικά επάνω και γονατίζει μπροστά της.

-Ναι! Σε παρακαλώ, σκότωσέ με, βγάλε με από τη μιζέρια μου!

-Τι θες να πεις; Τον ρωτάω.

-Είμαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος, ένας δυστυχισμένος πατέρας, σας παρακαλώ, λυτρώστε με.

Η Ευγενία κατεβάζει το όπλο. Τίποτα δε βγάζει νόημα αυτή τη στιγμή. Με ένα νεύμα μου, αρχίζει να μιλάει.

-Μετά από εκείνο το καλοκαίρι, εγώ συνέχισα τη ζωή μου κανονικά. Προστατευμένος από τη δύναμη και τα λεφτά του πατέρα μου, τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να με αγγίξει. Δεν σκέφτηκα δεύτερη φορά όσα είχαν γίνει, σαν κλασικό κακομαθημένο πλουσιόπαιδο, νόμιζα ότι ο κόσμος μου ανήκει και πως μπορώ ανενόχλητος να κάνω ό,τι μου αρέσει. Η ζωή όμως, έχει άλλα σχέδια και πληρώνει τα κρίματα αργά ή γρήγορα. Τέσσερα χρόνια μετά, παντρεύτηκα μία κοπέλα του κύκλου μου. Δεν την αγάπησα, ούτε αυτή εμένα, ήταν καλή γυναίκα όμως και ο γάμος αυτός θα μου έδινε κι άλλα χρήματα, κι άλλη εξουσία και φυσικά, διαδόχους. Πράγματι, ένα χρόνο αργότερα ήρθε ο γιος μου. Κι άλλον ένα χρόνο μετά, η κόρη μου. Τότε κατάλαβα τι θα πει έρωτας, λατρεία για έναν άνθρωπο. Τύλιγε τα χεράκια της γύρω μου και έχανα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Τη μεγάλωνα με απίστευτη αγάπη και φροντίδα, την είχα μέσα σε μια φούσκα, για να μη μου πάθει τίποτα, πάντα με σωματοφύλακες, πάντα ελεγχόμενη, τόσο που την έπνιξα. Ήρθε η εφηβεία και η μικρή μου διεκδικούσε την ελευθερία της, αλλά εγώ φοβόμουν τόσο, που την περιόριζα όλο και περισσότερο. Ώσπου ένα βράδυ, το έσκασε από το σπίτι. Βγήκε κρυφά, ολομόναχη, ένα κορίτσι 16 ετών, πήρε ταξί και πήγε σε κάποιο μπαρ. Με ξύπνησε το τηλέφωνο μέσα στα ξημερώματα. Με καλούσαν από την αστυνομία, η κόρη μου είχε πέσει θύμα βιασμού από τρεις αλήτες.

-Πουτάνα κάρμα! λέω κουνώντας το κεφάλι μου, μην μπορώντας να πιστέψω τα όσα ακούω.

-Αμαρτίες γονέων, συμπληρώνει η Ευγενία.

-Έτσι είναι…ότι δεν πλήρωσα εγώ, το πλήρωσε το παιδί μου, με το ίδιο νόμισμα.

-Και τώρα τι θες; Να σε λυπηθούμε; Την κόρη σου, ναι, τη λυπάμαι, γιατί δεν φταίνε ποτέ τα παιδιά για τα λάθη των μεγάλων. Εσένα όχι, όπως δε λυπήθηκες εσύ ποτέ τον δικό μας τον πατέρα, που έλιωσε από τη στεναχώρια του.

-Δε θέλω λύπηση. Δεν ήξερα, δεν είχα αντιληφθεί το μέγεθος του κακού που σας έκανα. Δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο ένας βιασμός στο σώμα μπορούσε να καταστρέψει μια ψυχή. Το έμαθα με το σκληρότερο τρόπο. Το παιδί μου λιώνει! Έχει πάθει νευρικό κλονισμό. Δύο χρόνια έχουν περάσει, ακόμα δεν έχει συνέλθει. Έχει κάνει τρεις απόπειρες αυτοκτονίας, έχει εισαχθεί άλλες δυο φορές σε νευρολογική κλινική, εκεί βρίσκεται και τώρα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξαναβρεί τον εαυτό της. Τα καθάρματα τη βίασαν διαδοχικά, από μπροστά και από πίσω!

-Σταμάτα! Φωνάζω. Όσο κι αν σε μισώ, δεν μπορώ να χαρώ που άλλο ένα αθώο πλάσμα πέρασε αυτά που μου έκανες.

-Τελικά, γιατί ήρθες; Για να μας πεις τη δακρύβρεχτη ιστορία σου; Συνεχίζει η Ευγενία. Και τι μας νοιάζει εμάς; Κρίμα το κορίτσι, αλλά έχουμε τους δικούς μας εαυτούς να λυπηθούμε.

-Ήθελα μόνο να ζητήσω συγνώμη, έστω και αργά.

-Συγνώμη; ΣΥΓΝΩΜΗ; Καγχάζω και με πιάνει ένα γέλιο υστερικό. Ακούς Ευγενία; Ήρθε να γυρέψει συγχώρεση ο κύριος! Μας γάμησε με κάθε πιθανό τρόπο, σώμα, ψυχή, οικογένεια, ζωές…και ζητάει συγνώμη! Νιώθω την οργή να βάφει κόκκινα τα μάγουλά μου. Άραγε, η κόρη σου ξέρει τι έγκλημα έχει κάνει ο μπαμπάκας της;

Πέφτει στα γόνατα και πάλι, αυτή τη φορά τα δικά μου.

-Μη, σε εκλιπαρώ! Μην της το πεις, δε θα το αντέξει!

-Μην ανησυχείς, το μόνο κάθαρμα εδώ μέσα είσαι εσύ. Δε θα έδινα μια κλωτσιά σε έναν ήδη διαλυμένο άνθρωπο, μόνο για να σε εκδικηθώ, αρκετά πέρασε ήδη η κόρη σου. Εσένα μισώ, όχι εκείνη.

-Συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη! Τα δάκρυά του τρέχουν ποτάμι. Απλώνω το χέρι, σηκώνω το πρόσωπό του και τον κοιτάζω κατάματα.

-ΠΟΤΕ δε θα σε συγχωρήσω! Φτύνω μία μία πάνω του τις λέξεις. ΠΟΤΕ! Ακόμα κι αν ήσουν στο νεκροκρέβατό σου κι ήταν η τελευταία σου επιθυμία, δε θα σε συγχωρούσα. Εύχομαι να καίγεται η ψυχή σου στην κόλαση αιώνια, όπως έκαψες τη δική μου τόσα χρόνια.

-Τότε, σε παρακαλώ σκότωσέ με, γύρισε στην Ευγενία. Για αυτό δεν ήρθατε; Κάντο! Σε παρακαλώ, κάντο και βάλε μου το όπλο στο χέρι, να μοιάζει με αυτοκτονία. Θα ελευθερωθείτε για πάντα.

-Καημένε…ούτε αυτό δεν είσαι άξιος να κάνεις μονάχος σου… Ε, λοιπόν, δε θα σου κάνουμε τη χάρη. Ζήσε με τις τύψεις σου, βλέπε το έγκλημα που εσύ έκανες, να το πληρώνει το παιδί σου, πέρασε τη ζωή σου θρηνώντας, όπως θρηνήσαμε εμείς τα νιάτα μας. Αξιολύπητος είσαι, μα εγώ δεν είμαι θεός, δεν μπορώ να σε λυπηθώ…Πάμε, Εριέτα, δεν εχουμε καμία άλλη δουλειά εδώ.

Γυρίζουμε την πλάτη και κατεβαίνουμε τις σκάλες, ακούγοντας τους λυγμούς να τραντάζουν το κορμί του. Φεύγουμε επιτέλους από αυτόν τον τόπο του εφιάλτη μας, αλλά ούτε ανάλαφρες είμαστε ούτε ικανοποιημένες. Η ζωή παίρνει την εκδίκησή της, μα πάντα ανάμεσα στους ενόχους την πληρώνουν κι οι αθώοι.

Ένα μηνα μετά

Στο δικηγορικό γραφείο επικρατεί πανικός. Εγώ φωνάζω πως αποκλείεται να δεχτώ κάτι τέτοιο και η Ευγενία προσπαθεί να με μεταπείσει.

Τρεις μέρες μετά από εκείνη τη νύχτα, η αστυνομία βρήκε το νεκρό του σώμα, πεσμένο στο πάτωμα του δωματίου του στην έπαυλη. Είχε χάσει το πλοίο, είχε τρεις μέρες να επικοινωνήσει με τους δικούς του και η γυναίκα του ειδοποίησε τις αρχές. Η ζέστη είχε ήδη αρχίσει τη λειτουργία της σήψης και η δυσωδία ήταν έντονη. Ανακοπή είπαν και θυμάμαι τον εαυτό μου να λέει «κοίτα που τελικά, είχε καρδιά το καθίκι». Τίποτα δεν ένιωσα, δε χάρηκα, δε λυπήθηκα, δε με άγγιξε καν.

Και να που σήμερα είμαστε στο γραφείο του δικηγόρου του, εγώ και η Ευγενία. Επικοινώνησε μαζί μας, καθώς ο αποθανών μας είχε συμπεριλάβει στη διαθήκη του. Μας άφησε την έπαυλη, η οποία είχε ήδη κανονίσει να ανακαινιστεί πλήρως με έξοδα δικά του. Είμαι έξαλλη, νιώθω πως μας εμπαίζει.

-Κατάλαβες τι έκανε; Ακόμα και μετά θάνατον, θέλει να μας θυμίζει όσα περάσαμε εξαιτίας του! Ούτε από τον τάφο δε θα μας αφήσει να ησυχάσουμε!

-Εριέτα, σκέψου λογικά. Η έπαυλη κάνει εκατομμύρια!

-Δε με νοιάζει! Ξεχνάς τι μας έκανε εκεί μέσα; Ανατριχιάζω και μόνο στην ιδέα να ξαναπατήσω εκεί!

-Όχι δεν ξεχνάω φυσικά! Σκέφτομαι όμως, πως ίσως θα μπορούσαμε μέσα από όλη αυτή τη φρίκη, να βγάλουμε κάτι καλό.

-Δηλαδή;

-Δηλαδή, τι θα έλεγες, να μετατρέπαμε την έπαυλη σε χώρο φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών;

-Συνέχισε… είπα με ξαφνικό ενδιαφέρον.

-Να, θα μπορούσαμε να διαμορφώσουμε το χώρο, τώρα με την ανακαίνιση, ώστε να φιλοξενούμε γυναίκες που έχουν υποστεί κακοποίηση, να τις υποστηρίζουμε ψυχολογικά και να τους δίνουμε χρόνο και χώρο ίασης.

-Και πώς θα το χρηματοδοτήσουμε όλο αυτό;

-Με τα ίδια του τα λεφτά φυσικά. Θυμάσαι την παχουλή αποζημίωση που μας είχαν δώσει τότε; Εκτός από τα χρήματα που δαπανήσαμε όσο σπούδαζες στην Αθήνα, όλα τα υπόλοιπα είναι κλειστά στην τράπεζα, αρνήθηκα να ξοδέψω έστω και ένα ευρώ από τα ματωμένα αυτά χρήματα. Μετά από τόσα χρόνια, το ποσό θα έχει ανέβει κι άλλο, είμαι σίγουρη ότι θα είναι πολλά, αρκετά για αυτό το έργο.

-Και αργότερα, μπορούμε να βρούμε και χορηγούς, λέω έχοντας αρχίσει να βλέπω πιο ζεστά την όλη ιδέα.

-Ακριβώς! Και μπορούμε να βοηθήσουμε και την κόρη του, να της δώσουμε έναν σκοπό στη ζωή.

-Τι σκοπό δηλαδή, λέω δύσπιστα.

-Ένα κακοποιημένο κοριτσι είναι ο πιο σωστός άνθρωπος για να στηρίξει και να βοηθήσει ένα άλλο κακοποιημένο κορίτσι.

-Δεν μπορούμε να της πούμε την αλήθεια!

-Πρέπει να της την πούμε, Εριέτα. Και να επιλέξει εκείνη. Αλλά, κάτι μου λέει πως δεν θα πει όχι. Κι εγώ θα γραφτώ σε πανεπιστήμιο ψυχολογίας. Εσύ δικηγόρος, θα αναλαμβάνεις τις υποθέσεις κι εγώ ψυχολόγος, θα αναλαμβάνω τη θεραπεία!

-Εντάξει, λοιπόν! Ας το κάνουμε!

Βγαίνουμε αγκαλιασμένες από το γραφείο. Έχουμε υπογράψει τα σχετικά χαρτιά και για πρώτη φορά μετά από χρόνια, έχουμε ένα όραμα, ένα στόχο και νιώθουμε επιτέλους τη ζωή να μας χαμογελάει!

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ -ΜΕΡΟΣ Β

 Η συμμετοχή μου στο Γ' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη, μου βγήκε κάπως ΤΕΡΑΣΤΙΑ, επομένως τη χώρισα σε τρία μέρη.

Κεντρική Ιδέα Πλοκής.

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού, οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο όμορφο. Στα δεξιά δεμένα σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία  μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο κάρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά. Φτάνει το τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει χρόνος. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στην διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις ερχόταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.




Η Ευγενία δεν είχε φανεί στο μαγαζί, είχε πάνω από δύο ώρες καθυστερήσει, αυτή που πάντα ερχόταν νωρίτερα. Πήγα από το σπίτι, μήπως την είχε πάρει ο ύπνος, άφαντη. Έψαξα στην παραλία, μήπως είχε ξεχαστεί διαβάζοντας, πουθενά πάλι. Καθώς έτρεχα αλαφιασμένη, τον είδα, πάνω στη μοτοσικλέτα του. «Τι συμβαίνει; Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένη;», με ρώτησε με ενδιαφέρον. «Ψάχνω την αδερφή μου, έχει εξαφανιστεί και δεν το συνηθίζει». «Ανέβα, θα σε βοηθήσω εγώ να τη βρούμε». Δε σκέφτηκα τίποτα, είχα ανησυχήσει απίστευτα. Λίγα λεπτά αργότερα σταμάτησε μπροστά από τη βίλα. «Τρελάθηκες; Γιατί με έφερες εδώ; Πρέπει να βρω την Ευγενία!». «Εδώ είναι η αδερφή σου, σώπα, έλα και θα δεις». Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, ήμουν σίγουρη πως κάτι πολύ κακό είχε συμβεί, αλλά τον ακολούθησα στο εσωτερικό της έπαυλης, στον επάνω όροφο, στα πίσω δωμάτια. Η Ευγενία ήταν πράγματι εκεί, γυμνή και δεμένη πισθάγκωνα σε μια καρέκλα. «Εριέτα, τρέχα, είναι τρελός, είναι παγίδα!» φώναξε, μα τα πόδια μου είχαν καρφωθεί στο έδαφος, τα μάτια μου είχαν ανοίξει διάπλατα και ένα ουρλιαχτό βγήκε από το στόμα μου. «Πολύ αργά, δεν έχεις να πας πουθενά! Και ούρλιαξε όσο θες, κανένας δε θα σε ακούσει εδώ», είπε τραβώντας δυνατά τα μαλλιά μου. «Όμορφη είναι η αδερφούλα σου όπως εσύ, δεν ήξερα ότι είστε δίδυμες, με ένα σμπάρο δυο τρυγώνια», έσυρε αργά τα δάχτυλά του στο στήθος της. «Μην την αγγίζεις, κάθαρμα!» τσίριξα και το χέρι του προσγειώθηκε στο μάγουλό μου. «Μην ανησυχείς και δεν κινδυνεύει…ακόμα έστω… αρκεί να συνεργαστείς… την αγαπάς πολύ, σωστά; Δε θα ήθελες να της συμβεί κάτι…» Κουνούσα αρνητικά το κεφάλι μου σε έναν τρελό ρυθμό, αδύναμη να αρθρώσω λέξη, ενώ η Ευγενία έκλαιγε ασταμάτητα. «Ξέρεις, εμένα κανείς δε μου λέει όχι… κι αφού δε μου δίνεις αυτό που θέλω με το καλό, θα το πάρω με το άγριο», το χαμόγελό του ήταν κρύο, σατανικό. Κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου κι έσκισε το φόρεμά μου. Με πέταξε πάνω στο κρεβάτι κι έβγαλε πάνω μου όλα τα κτηνώδη ένστικτά του. «Θα με κοιτάς!» πρόσταξε μόλις έκανα να κλείσω τα μάτια μου. Ελάχιστα λεπτά κράτησε, μα εμένα μου φάνηκαν αιώνες. Έπειτα, με γύρισε μπρούμυτα και με σοδόμισε με την ίδια αγριότητα, ήθελα να ουρλιάξω, αίμα έτρεχε ανάμεσα στα πόδια μου, μα τι νόημα θα είχε, μόνο χαρά θα του έδιναν τα ουρλιαχτά μου. Τελείωσε ξανά, είχε μια σατανική χαρά στο πρόσωπό του, μόλις με άφησε να σηκωθώ. Κατάφερα να ανασυγκροτηθώ, δεν θα τον άφηνα να με σπάσει, ήταν απλά ένα πήδημα, θα επιβίωνα, αρκεί να έβγαζα την Ευγενία σώα από εκεί μέσα, εκείνη δεν έφταιγε σε τίποτα, εξαιτίας μου τα τράβαγε όλα αυτά. Σα να μάντεψε τη σκέψη μου, σα να θύμωσε που δεν είχα καταρρεύσει, το σαδιστικό κτήνος ξύπνησε μέσα του. «Καλή είσαι, δε λέω, αλλά πρέπει να έχω μέτρο σύγκρισης» είπε κοιτάζοντάς την πονηρά. «Μην τολμήσεις, να την αγγίξεις»! «Μπα; Και ποιος θα με σταματήσει; Εσύ;» γέλασε χαιρέκακα. Η ιδέα και μόνο πως με είχε στο έλεός του έφτανε για να αποκτήσει νέα στύση. Έσπρωξε την καρέκλα της ώστε να ακουμπήσει στον τοίχο η πλάτη, σήκωσε ψηλά τα πόδια της και μπήκε μέσα της τόσο βίαια και δυνατά που της κόπηκε η ανάσα. Δάκρυα έτρεχαν και από των δύο μας τα μάτια πλέον. Κοίταξα γύρω μου, δεν μπορεί κάτι θα υπήρχε. Το μάτι μου έπεσε σε ένα μπρούτζινο κηροπήγιο πάνω στο κομοδίνο. Το άρπαξα και τον χτύπησα στο κεφάλι. Αίμα άρχισε να αναβλύζει, ζαλίστηκε κι έχασε την ισορροπία του. Τον κλώτσησα δυνατά ανάμεσα στα πόδια και διπλώθηκε από τον πόνο. Βρήκα ευκαιρία, καθώς σωριάστηκε στο έδαφος, να λύσω την Ευγενία. Μούγκριζε αυτός σαν πληγωμένο ζώο, αρχίσαμε να τρέχουμε έτσι γυμνές και ματωμένες. Βγήκαμε στον κήπο, στην πύλη, τρέχαμε, μόνο τρέχαμε ασταμάτητα. Ούτε που καταλάβαμε πώς βρεθήκαμε στον κεντρικό δρόμο, θυμάμαι την Ευγενία να καταρρέει κι εμένα να φωνάζω βοήθεια, κρατώντας το ματωμένο κηροπήγιο στο χέρι μου. Οι επόμενες ημέρες ήταν μια θολούρα. Αστυνομία, νοσοκομείο, εξετάσεις και πάλι αστυνομία. Κι έπειτα…έπεσε η ταφόπλακα. Ο νεαρός ήταν πολύ πλούσιος κι η οικογένειά του πολύ ισχυρή, ανήκε στους ‘ανέγγιχτους’. Ήμουν μάλιστα εξαιρετικά τυχερή που η οικογένειά του δεν μου υπέβαλε μήνυση για απόπειρα ανθρωποκτονίας, αφού το όπλο βρέθηκε στα χέρια μου! Ανέλαβαν όλα τα έξοδα της νοσηλείας μας και φυσικά, δώρισαν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό στην οικογένειά μας, για προίκα και σπουδές είπαν. Του κάκου χτυπιόμουν πως δεν θέλω τίποτα, πως θέλω μόνο να πληρώσει το κάθαρμα για αυτό που μας έκανε. «Εριέτα, αυτοί είναι μεγαθήρια, πώς να τα βάλουμε εμείς οι βαρκούλες μαζί τους, θα μας συνθλίψουν! Πρέπει να δεχτούμε όσα μας προσφέρουν, είναι η καλύτερη λύση» απεφάνθη ο πατέρας μου και το θέμα έληξε εκεί. Έκλαψα, πόνεσα, χτυπήθηκα, μα πήρα απόφαση πως δε γινόταν τίποτα άλλο. Έμεινα έναν ακόμα χρόνο. Ένα χρόνο γεμάτο βλέμματα. Βλέμματα οίκτου για το κακό που μας είχε βρει. Βλέμματα αηδίας που ήμασταν πλέον ‘ακάθαρτες’, για την κλειστή κοινωνία του νησιού. Βλέμματα επίκρισης, κυρίως προς εμένα, που τόλμησα να πιστέψω πως ένας γόνος εφοπλιστών θα με έβλεπε ποτέ σοβαρά. Βλέμματα κατηγορίας για όσα εξαιτίας μου πέρασε η Ευγενία. Δεν τα άντεχα, δεν τους άντεχα! Κλείστηκα σπίτι και το έριξα στο διάβασμα. Θα έδινα πανελλήνιες και θα έφευγα από το βρωμονήσι για πάντα! Κι έτσι έκανα. Πέρασα με υποτροφία στη Νομική Αθηνών. Θα πολεμούσα όλα αυτού του είδους τα ανθρωποειδή εκ των έσω. Τελείωσα με άριστα στα 4 χρόνια ακριβώς. Χρυσή την έκανα την Ευγενία να έρθει μαζί μου στην Αθήνα. Είχα πιάσει δουλειά κι έβγαζα ήδη καλά χρήματα. Ήταν ανένδοτη. Ο πατέρας μου μετά από όσα είχαν γίνει, δεν ήταν ποτέ πια ο ίδιος. Με τον καιρό άρχισε να τα χάνει. «Δεν μπορώ Εριέτα να τους αφήσω μόνους, φύγε εσύ, κοίτα τη ζωή σου την καριέρα σου». Ακόμα κι όταν άνοιξα δικό μου γραφείο και της ζήτησα να έρθει να δουλέψει μαζί μου σαν γραμματέας, η ίδια απάντηση. «Μα, εδώ θάβεσαι, δεν το καταλαβαίνεις; Πάντα θα είσαι η βιασμένη, κανείς δε θα τολμάει να σε πλησιάσει, έλα μαζί μου σε παρακαλώ». Και πάλι, όχι. Ακόμα κι όταν πέθαναν οι γονείς μας, ελεύθερη πια από υποχρεώσεις, η άρνησή της παρέμενε σταθερή. Το ίδιο και οι ενοχές μου, παρόλο που η ίδια δε με κατηγόρησε ποτέ.

-Τον είδες;

-Ναι, τον αλήτη!

-Σε γνώρισε;

-Είμαι σίγουρη, αλλά δεν τόλμησε φυσικά να μου μιλήσει. Σε κανέναν δε μιλάει βασικά, ελάχιστα κυκλοφορεί.

-Τότε τι ήρθε να κάνει εδώ;

-Δεν ξέρω. Λένε πως πουλάει την έπαυλη.

Στο άκουσμα και μόνο της λέξης, ανατρίχιασα. Από εκείνο το βράδυ, είχε μείνει κλειστή και ρήμαζε. Κανείς δεν είχε έρθει ποτέ έκτοτε.

-Και δεν μπορούσε να βάλει μεσίτη; Πολύ παράξενο…

-Τι με νοιάζει βρε Εριέτα! Ήρθε…εσύ γιατί ήρθες; Τι ωφελεί να τον συναντήσεις ξανά; Ακόμα και να σου ομολογήσει, έχει παραγραφεί το έγκλημα, το ξέρεις καλύτερα από εμένα.

-Ευγενία…ψέματα σου είπα. Δεν ήρθα για να τον αντιμετωπίσω…

-Αλλά;

-‘Ηρθα για να τον σκοτώσω!

-Τρελάθηκες; Τι είναι αυτά που λες;

-Αυτό που ακούς, θα τον σκοτώσω!

-Παιδί μου σύνελθε, θα καταστρέψεις τη ζωή σου!

-ΠΟΙΑ ΖΩΗ ΜΟΥ; ουρλιάζω. Εμένη η ζωή μου τέλειωσε εκείνο το απόγευμα. Τότε που δεν του έφτασε να βιάσει το κορμί μου, μα χρησιμοποίησε την αγάπη μου για σένα για να βιάσει την ψυχή μου!

-Πάνε 24 χρόνια, έφυγες, άλλαξες, σπούδασες…

-Κι εσύ; Εσύ τι έκανες; Εσύ θάφτηκες στο νησί, εξαιτίας μου. Εξαιτίας μου βιάστηκες, εξαιτίας μου στιγματίστηκες, εξαιτίας μου δεν παντρεύτηκες ποτέ!

-Δε σε κατηγορώ Εριέτα, ποτέ δε σε κατηγόρησα! Αυτός ήταν το κτήνος! Αυτός είχε το άρρωστο μυαλό! Εσύ πού να το ξέρεις πού να το φανταστείς το μέγεθος της διαστροφής του;

-Ακριβώς! Το κτήνος μας διέλυσε τις ζωές, την οικογένεια, ξέχασες πώς ο πατέρας μας αρρώστησε μετά από όλα αυτά; Και μας πέταξε στα μούτρα τα λεφτά του!

-Και τώρα τι θες;

-Δικαιοσύνη!

-Δικαιοσύνη η εκδίκηση Εριέτα;

-Πες το όπως θες, Ευγενία, εγώ μόνο έτσι θα βρω τη γαλήνη. Αν δε θες μη με βοηθήσεις, αλλά μην κάνεις τον κόπο να προσπαθήσεις να με σταματήσεις.

-Θα σε βοηθήσω, Εριέτα, σε άφησα ποτέ σου μόνη; Αναστενάζει και μου απλώνει τα χέρια.

Μένουμε έτσι πιασμένες χέρι με χέρι ώρα πολλή. Δάκρυα κυλάνε κι από των δυο τα μάτια. Δεν είμαστε δολοφόνοι, δυο ψυχές καταρρακωμένες είμαστε, που η αγέλη των ανθρώπινων λύκων τις κατασπάραξε, όχι μόνο ο θύτης αλλά κι η κοινωνία ολάκερη. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε την κοινωνία, μα το κάθαρμα θα πάρει επιτέλους ότι του αξίζει.

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ - ΜΕΡΟΣ Α

 

Η συμμετοχή μου στο Γ' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη, μου βγήκε κάπως ΤΕΡΑΣΤΙΑ, επομένως τη χώρισα σε τρία μέρη.

Κεντρική Ιδέα Πλοκής.

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού, οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο όμορφο. Στα δεξιά δεμένα σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία  μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο κάρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά. Φτάνει το τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει χρόνος. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στην διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις ερχόταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.




 

ΜΕΡΟΣ Α’

Το λιμάνι μοιάζει μικρό και αφιλόξενο, παρά τις δεκάδες πλοία και ιδιωτικά σκάφη που είναι δεμένα στους κάβους του. Αυτό το λιλιπούτειο νησί, αυτό που γοητεύει τόσο τους ταξιδιώτες κάθε καλοκαίρι, για μένα κάποτε ήταν η φυλακή μου. Κοιτάζω γύρω μου τα όμορφα χρώματα που άπλωσε το δειλινό στον ουρανό, την ηρεμία της θάλασσας και τους ανθρώπους που νωχελικά μαζεύουν τις πετσέτες τους και φεύγουν από την παραλία. Άλλοι πάλι, παραμένουν να απολαύσουν ένα βραδινό μπανάκι. Το Αγκίστρι είναι από τα ελάχιστα νησιά που τα νερά δίπλα ακριβώς στο λιμάνι είναι τόσο διαυγή και γαλαζοπράσινα. Δε νιώθω τίποτα. Κανέναν ενθουσιασμό που τόσα χρόνια μετά επιστρέφω στη γενέτειρά μου. Πόσα αλήθεια; Πάνω από είκοσι σίγουρα. Έχασα το μέτρημα, δε με ενδιέφερε εξάλλου, ήθελα μόνο να τα αφήσω όλα πίσω μου και να μην στρέψω καν ξανά το βλέμμα μου. Να όμως, που η ζωή τα έφερε έτσι κι είμαι απόψε πάλι εδώ. Τόσα χρόνια μετά κι η καρδιά μου όχι μόνο δεν μαλάκωσε, αντίθετα το μίσος επέστρεψε δριμύτερο, μόλις έμαθα πως είχε το θράσος αυτό το καλοκαίρι να το περάσει στο νησί. Δεν είχε τολμήσει να εμφανιστεί από τότε, κάποτε άκουσα πως είχε φύγει στο εξωτερικό, στην Αυστραλία και μετά τα ίχνη χάθηκαν και κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν και τι έκανε. Μέχρι είκοσι μέρες πριν… Ξαφνικά, με αυτή τη σκέψη, νιώθω ένα ρίγος να διαπερνά την πλάτη μου και δεν είναι από τον ιδρώτα αυτή την ολόζεστη αυγουστιάτικη νύχτα. Αν δεν με είχε ειδοποιήσει η Ευγενία, που έπαθε κι εκείνη σοκ μόλις εμφανίστηκε μπροστά της, δεν θα μάθαινα ποτέ για την επιστροφή αυτή. Και μήπως θα ήταν καλύτερα έτσι; Από την ημέρα που το έμαθα, έχω χάσει τον ύπνο μου. Μου πήρε χρόνια να ξεπεράσω ότι μας είχε κάνει, μα τα κατάφερα και ζούσα μια έστω ήσυχη και σχετικά όμορφη ζωή. Τώρα μόνο μια λέξη έχει καρφωθεί στο μυαλό μου, η εκδίκηση. Έχει έρθει η ώρα να πληρώσει για όσα έκανε σε εμένα και την αδερφή μου, μας κατέστρεψε τη ζωή και τώρα θα χάσει τη δική του. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Κοιτάζω το μήνυμα στο κινητό μου, το έλαβα μόλις χτες από την Ευγενία «φτάνει το τέλος του μήνα, πρέπει να βιαστείς, δεν υπάρχει χρόνος». Στο τέλος του μήνα, στο τέλος του καλοκαιριού, θα φύγει και πάλι. Δε θα προλάβει. Τότε δείλιασα, μα τώρα θα τον σκοτώσω ακόμα κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω.

Χαμένη σε όλες αυτές τις σκέψεις, ούτε που κατάλαβα για πότε έδεσε το καράβι και αποβιβαστήκαμε. Τώρα περπατώ στα στενάκια που μεγάλωσα, κρατώ χαμηλά τα μάτια μου, κρύβω το πρόσωπό μου πίσω από το χείμαρρο των μαλλιών μου, δε θέλω κανέναν να δω, κανείς να με αναγνωρίσει, δεν θα αντέξω άλλο ένα κύμα οίκτου στο βλέμμα τους ή ακόμα χειρότερα, αποδοκιμασία που έφυγα κι άφησα πίσω την Ευγενία να το παλέψει όλο αυτό ολομόναχη. Όμως, δεν άντεχα να μείνω, δεν άντεχα λεπτό ακόμα. Ήμουν δειλή; Ίσως… Μα ο κόσμος μόνο να κρίνει ξέρει, μόνο να σχολιάζει μπορεί, χωρίς να έχει ιδέα τι περνάει ο άλλος. Αν δεν έφευγα, θα τους μισούσα όλους. Την Ευγενία, που για χάρη της μόνο θα έμενα, τη μάνα μου που μοιρολογούσε νύχτα μέρα, τον πατέρα μου που δεν τον σκότωσε και δε με άφησε να αναζητήσω δικαιοσύνη, τον εαυτό μου τον ίδιο. Ενώ τώρα, μισούσα μόνο εκείνον…

Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, η Ευγενία είναι ήδη εκεί και με περιμένει, με δάκρυα στα μάτια. Πέφτει στην αγκαλιά μου και κλαίει.

-Παλιοκόριτσο! Μου έλειψες τόσο πολύ!

Αφήνομαι στην αγκαλιά της, τη σφίγγω πάνω μου, κι εμένα μου έχει λείψει αφάνταστα. Από τότε που έφυγα, κάθε χρόνο έρχεται και μένει ένα μήνα μαζί μου, μα αυτό δεν είναι τίποτα. Κάποτε ήμασταν αχώριστες, δίδυμες αδερφές, σχεδόν ολόιδιες εξωτερικά, μα τόσο αλλιώτικες στο χαρακτήρα. Ήρεμη θάλασσα εκείνη, φωτιά μαινόμενη εγώ. Δε με χωρούσε ο τόπος, ήθελα να απλώσω τα φτερά μου ψηλά, τόσο ψηλά που να άγγιζα τον ήλιο. Τόσο ψηλά νόμιζα πως θα πετάξω, που τελικά κάηκα…

Ήταν καλοκαίρι του 1990, μόλις είχαμε κλείσει τα 17. Το νησί ήταν ακόμα παρθένο και το επέλεγαν μόνο οι ψαγμένοι και οι πλούσιοι. Ανάμεσά τους κι εκείνος. Πλουσιόπαιδο, γόνος μεγάλης εφοπλιστικής οικογένειας, είχε μόλις αποκτήσει μια βίλα στο νησί, δώρο του πατέρα του για την εισαγωγή του στην Ιατρική Αθηνών. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που τον είδα, στην παραλία. Είχαμε μαζευτεί καμιά δεκαριά λυκειόπαιδα, είχαμε ανάψει φωτιά και τραγουδούσαμε, ενώ δυο αγόρια έπαιζαν κιθάρα. Ήμουν μόνη, η Ευγενία δούλευε στην ταβέρνα του πατέρα μου. Έτσι περνούσαμε τα καλοκαίρια, μοιράζαμε τις βάρδιες, η μία το μεσημέρι κι η άλλη το βράδυ. Η μοναχική και ντροπαλή Ευγενία, προτιμούσε να έχει ελεύθερα τα πρωινά της, να χάνεται στις πιο απόμερες σπηλιές του νησιού με ένα βιβλίο στο χέρι. Εγώ πάλι, ήθελα να είμαι ελεύθερη τα βράδια, να βγαίνω, να χορεύω στην παραλία. Τα είχαμε βρει μεταξύ μας κι οι γονείς μας δεν είχαν αντίρρηση. Όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω μου, ήταν φανερό πως με έτρωγε με τα μάτια. Ήξερα καλά ποιος ήταν, τα ακριβά του ρούχα πρόδιδαν την καταγωγή του κι άλλωστε είχε βουήξει ο τόπος, δεν αγόραζε κάθε μέρα σπίτι στο Αγκίστρι κάποιος τόσο πλούσιος. Άλλη στη θέση μου ίσως να είχε δειλιάσει, να είχε νιώσει άβολα, μα όχι εγώ. Ανταπόδωσα θαρρετά το βλέμμα και χαμογέλασα. Πήρε θάρρος, με πλησίασε κι η ανάσα μου πλημμύρισε από το άρωμά του. Όλο το βράδυ δεν έφυγε από δίπλα μου, το ξημέρωμα μας βρήκε αγκαλιασμένους, χωρίσαμε με ένα φιλί κι ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το βράδυ, ίδια ώρα, ίδιο μέρος. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, μια ερωτοχτυπημένη έφηβη! Όλο το καλοκαίρι σχεδόν, το περάσαμε παρέα. Είχα κλείσει τα αυτιά μου σε όλες τις προειδοποιήσεις της Ευγενίας πως πρέπει να φυλάγομαι, πως οι άντρες σαν κι αυτόν δεν μένουν με γυναίκες φτωχές σαν εμένα, μόνο τις γλεντάνε και φεύγουν. Αυτός ήταν διαφορετικός! Αυτός με αγαπούσε! Μου το είχε πει! Και γιατί παρακαλώ; Τι είχαν οι πλούσιες που δεν είχα εγώ, εκτός από χρήματα; Μέχρι ότι με ζήλευε την κατηγόρησα. Οι μέρες έγιναν εβδομάδες, τα φιλιά του πιο απαιτητικά, τα χέρια του ταξίδευαν στο κορμί μου, όμως κάτι μέσα μου δε με άφηνε να κάνω το μεγάλο βήμα και να γίνω δική του. «Γιατί δε θες να κάνουμε έρωτα;», με ρώτησε ένα βράδυ, αφού και πάλι τον είχα σταματήσει από το να με γδύσει. Δεν ήξερα πώς να το πω για να μην ακουστεί χαζό, αποφάσισα να το ξεφουρνίσω όπως και να έχει. «Δε γίνεται όσο είμαστε έτσι, καλέ μου. Πρέπει να με ζητήσεις πρώτα από τον πατέρα μου». Ούτε κατάλαβα για πότε πετάχτηκε πάνω και εγώ βρέθηκα από την αγκαλιά του ριγμένη στην άμμο. Πήγαινε πάνω κάτω πανικόβλητος και ούτε λίγο ούτε πολύ με κατηγόρησε πως προσπάθησα να τον τυλίξω, να του φάω τα χρήματά του και μου είπε πως ποτέ δε θα παντρευόταν μια γυναίκα σαν εμένα. Σηκώθηκα κι έφυγα κλαίγοντας, δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο ταπεινωμένη στη ζωή μου…ως εκείνη τη στιγμή έστω. Γύρισα σπίτι, η Ευγενία κοιμόταν, την ξύπνησα, της είπα πόσο δίκιο είχε και έμεινε ξάγρυπνη όλη νύχτα να με παρηγορεί. Από το ίδιο πρωί κιόλας, μάζεψα την περηφάνια μου και περπάτησα με το κεφάλι ψηλά. Άπειρες φορές, προσπάθησε να με πλησιάσει, αλλά τον αγνοούσα. Ακόμα κι όταν μου ζήτησε συγνώμη για όσα είπε και με παρακάλεσε να το πάρουμε από την αρχή, ήμουν σίγουρη από το βλέμμα του πως δεν το εννοούσε. Τον απέρριψα κι έφυγε πολύ θυμωμένος. Δυο μέρες αργότερα, θα βίωνα όσα ούτε στο χειρότερο εφιάλτη μου δε φανταζόμουν.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ

 Η συμμετοχή μου στο Β' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη.


Το σπιτάκι στην άκρη του λόφου, όπως πάντα φιλόξενο, έμοιαζε να την περιμένει. Το κοίταζε από την ώρα που πήρε τη στροφή και το είδε να σχηματίζεται από απόσταση στην κορυφή του υψώματος. Όσο το πλησίαζε κι η μορφή του γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη, μια γλυκειά αδημονία την τύλιγε. Ήξερε πως εδώ θα έβρισκε τις απαντήσεις που γύρευε. Πάντα ήταν το καταφύγιό της αυτό το ξύλινο μικρό σπίτι, όπου είχε περάσει όλα τα παιδικά της καλοκαίρια στη ζεστή αγκαλιά της γιαγιάς της. Από τότε που πέθανε η γιαγιά Κατερίνα, ήταν η μόνη από την οικογένεια που συνέχισε να πηγαίνει στο χωριουδάκι, καθώς ήταν αρκετές ώρες ταξίδι από την πόλη που έμεναν. Δεν την ένοιαζε καθόλου η απόσταση, είχε αγαπήσει αυτόν τον τόπο, τους ανθρώπους του, τις μυρωδιές του, τη γαλήνη του. Χειμώνιασε και νύχτωνε πια νωρίς. Είχε από την προηγούμενη ειδοποιήσει την κυρα-Μάρω, τη γυναίκα που φρόντιζε το σπίτι για λογαριασμό της, ότι θα ερχόταν, ώστε να φροντίσει να είναι όλα έτοιμα, το τζάκι αναμμένο και τα ντουλάπια γεμάτα. Ήταν και η μόνη που ήξερε πως θα βρισκόταν εκεί η Μαργαρίτα, σε κανέναν άλλο δεν το είχε πει, είχε απλά εξαφανιστεί, κλείνοντας το κινητό της, αδιαφορώντας για το ποιος θα την αναζητούσε. Είχε ανάγκη να μείνει μόνη της να σκεφτεί, να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά. Ασυναίσθητα, έβαλε το χέρι της στην κοιλιά της. Προσπάθησε να αφουγκραστεί τη ζωή πίσω από τους γυμνασμένους κοιλιακούς της, αλλά δεν ένιωσε παρά ένα γουργούρισμα που της υπενθύμισε ότι πεινούσε. Η καμινάδα έβγαζε πυκνό καπνό, σημάδι πως η κυρα-Μάρω είχε κάνει τη δουλειά της και η Μαργαρίτα ένιωσε την ανυπομονησία της να γιγαντώνεται, καθώς πάρκαρε στην αυλή. Βγήκε από το αμάξι της και το κρύο της περόνιασε το κορμί, είχε ξεχάσει πόσο πιο νωρίς έπεφτε στο μέρος αυτό η θερμοκρασία. Τα χνώτα της ζεστά, σημάδευαν τον αέρα καθώς ανέπνεε. Η κυρά-Μάρω έτρεξε να την υποδεχτεί.

-Έλα μέσα γρήγορα, θα πουντιάσεις! της είπε και την πήρε από το χέρι βιαστικά να τη βάλει μέσα στο σπίτι. Αμάν, ολόκληρη κοπέλα έγινες κι ακόμα δεν έβαλες μυαλό! Πού πας με το πουλοβεράκι; Πνευμονία θα πάθεις!

Η Μαργαρίτα γέλασε με το καλόκαρδο μάλωμα και έκλεισε την ηλικιωμένη γυναίκα στην αγκαλιά της.

-Μαργαρίτα μου! Καλώς όρισες! Είπε χαρούμενα η γυναίκα και την έσφιξε λίγο ακόμα. Έπειτα, την έπιασε από τα χέρια και την περιεργάστηκε. Τι όμορφη που είσαι, κοπέλα μου! Ίδια η γιαγιά σου στα νιάτα της, με τα καστανά μαλλιά της και τα πράσινα σμαραγδένια μάτια της. Για κάνε μια στροφή να σε καμαρώσω!

Η Μαργαρίτα υπάκουσε γελώντας. Πόσο της είχε λείψει η κυρα-Μάρω, το χωριό, όλοι και όλα. Είχε πάνω από χρόνο να έρθει, μπλεγμένη καθώς ήταν με τις δουλειές, τις συναυλίες και το νέο δίσκο που μόλις είχε κυκλοφορήσει.

-Για να σε δω… Σαν κάτι να έχει αλλάξει πάνω σου… Τα μάγουλά σου είναι πιο ροδαλά από συνήθως, το δέρμα σου πιο λαμπερό! Μαργαρίτα! Ή ερωτευμένη είσαι… ή έγκυος! Ή και τα δύο!

-Τι λες κυρά Μάρω, πας καλά; Είπε σχεδόν τρομοκρατημένη που η οικονόμος την ήξερε τόσο καλά και τόσο εύκολα την είχε διαβάσει. Σε κανέναν δεν είχε πει για την εγκυμοσύνη, ούτε καν στο σύντροφό της. Τίποτα από τα δυο σε διαβεβαιώνω.

Η Μάρω δε φάνηκε να την πιστεύει, αλλά δε θέλησε και να επιμείνει για να μην τη φέρει σε δύσκολη θέση.

-Λοιπόν, κορίτσι μου, όπως τα ζήτησες, το τζάκι είναι αναμμένο, τα ντουλάπια γεμάτα και στο τσουκάλι σου έχω βράσει μια σούπα, μα τι σούπα! Κοτόσουπα με δική μας κότα και λαχανικά από τον κήπο μου, να γλείφεις τα δάχτυλά σου.

-Κάθησε να φάμε παρέα, την προσκάλεσε.

-Θα φύγω, Μαργαρίτα μου, να κατεβώ γρήγορα στο χωριό, γιατί λένε θα ξεσπάσει θύελλα τη νύχτα, μη με βρει στο δρόμο. Αν κοπάσει, θα έρθω αύριο για καφέ, να μου πεις και τα νέα σου, είμαι σίγουρη έχεις πολλά. Της έκλεισε το μάτι κι έφυγε αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπό της.

«Και τώρα μόνες μας, Μαργαριτούλα», σκέφτηκε. Η ώρα ήταν 4 το απόγευμα και δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα της. Η μυρωδιά της κοτόσουπας της έσπασε τη μύτη, πήγε σχεδόν τρέχοντας στην κουζίνα και σέρβιρε ένα αχνιστό πιάτο. Έβαλε κι ένα ποτήρι λευκό κρασί να συνοδεύσει το γεύμα της. Καθώς έφερε το ποτήρι στα χείλη της, η σκέψη του μωρού την έκανε να σταματήσει. Όμως μόνο για λίγα δευτερόλεπτα, μετά ανασήκωσε τους ώμους κι ήπιε την πρώτη γουλιά. «Τι σημασία έχει ούτως ή άλλως;» αναρρωτήθηκε. Αφού έφαγε το φαγητό της, έκανε να βγει να πάρει από το αυτοκίνητο τη βαλίτσα της, αλλά ήρθε αντιμέτωπη με μια σφοδρή επίθεση αέρα και οι πρώτες νιφάδες χιονιού είχαν αρχίσει να πέφτουν. «Απίστευτο!» μονολόγησε. Τελικά, είχε δίκιο η Μάρω που της μίλησε για θύελλα, παρόλο που μια ώρα πριν δε φαινόταν τίποτα στον ουρανό. Με κόπο έφτασε ως το αυτοκίνητό της, άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ και πήρε τα πράγματά της. Ούτως ή άλλως, ελάχιστα είχε φέρει μαζί της. Επέστρεψε κι έκλεισε πίσω της την πόρτα, καθώς το χιόνι κι ο άνεμος δυνάμωναν. Ευτυχώς, είχε αρκετές προμήθειες σε φαγητό και ξύλα, ώστε να μην ανησυχεί για την περίπτωση που ξεμείνει αποκλεισμένη μια δυο μέρες.

Πήρε το μπουκάλι με το κρασί και μεταφέρθηκε μπροστά στο τζάκι. Άφησε τις φλόγες να της ζεστάνουν το πρόσωπο, μα η καρδιά της ήταν παγωμένη. Μάλλον, μουδιασμένη θα έλεγε καλύτερα. Από την ημέρα που έμαθε για την εγκυμοσύνη, όλα είχαν μπει σε αργή κίνηση. Με τον Κώστα ήταν μόλις μερικούς μήνες μαζί και, αν και ήταν πολύ ερωτευμένοι, η σχέση τους δεν είχε δοκιμαστεί στο χρόνο. Εκείνη πάλι βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας της. Τα τραγούδια της ήταν σχεδόν μόνιμα στην κορυφή των προτιμήσεων και οι συναυλίες της sold out μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Η καλοκαιρινή της περιοδεία την ανέδειξε αναμφισβήτητα σε βασίλισσα της μουσικής σκηνής της χώρας και μόλις είχε λάβει πρόταση για κάποιες συνεργασίες στο εξωτερικό. Μια εγκυμοσύνη, ένα μωρό, θα ήταν επαγγελματική αυτοκτονία. Συνέχισε να πίνει και να σκέφτεται, μια άγγιζε την κοιλιά της, μια δάκρυζε, μια σκεφτόταν πιο αποφασιστικά ότι η εγκυμοσύνη αυτή έπρεπε να τερματιστεί όσο ήταν καιρός. Δεν θα το έλεγε ποτέ σε κανέναν, θα ήταν το δικό της ένοχο μυστικό. Αν με τον Κώστα ήταν γραφτό, θα έκαναν αργότερα παιδιά. Αυτή η λογική απόφαση όμως, δεν καταλάγιαζε ούτε λίγο την τρικυμία μέσα της, που όσο το κρασί εισχωρούσε στο μυαλό της, γινόταν ακόμα μεγαλύτερη. Χαζεύοντας τις πυρόξανθες φλόγες, αποκοιμήθηκε. Λίγο αργότερα, ξύπνησε από ένα επίμονο χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξε τα μάτια της, ακόμα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, και πήγε να ανοίξει. Έκπληκτη, αντίκρυσε στην πόρτα της ένα μικρό κορίτσι, με μαύρα σγουρά μαλλιά μέχρι τους ώμους και καταπράσινα ματάκια. Το κοριτσάκι έτρεμε από το κρύο και τα ματάκια του ήταν υγρά. Θα’ ταν δε θα’ ταν τριών χρονών.

-Ο Χριστός κι η Παναγία! Τι κάνεις πουλάκι μου έξω στο χιονιά; Καμία απάντηση. Πού είναι οι γονείς σου; Χάθηκες; Καμία απάντηση. Το κοριτσάκι απλά την κοιτούσε μέσα στα μάτια, χωρίς να μιλάει.

Η Μαργαρίτα δίχως να χάσει καιρό, σήκωσε στην αγκαλιά της το νήπιο, κοίταξε καλά καλά γύρω της μήπως υπήρχε κάποιος ενήλικας και αφού είδε πως δεν υπήρχε κανένας, έμπασε το παιδί στο σπίτι.

-Έλα, κουκλίτσα μου, έλα να ζεσταθείς. Την έβαλε να καθίσει μπροστά στο τζάκι. Της έτριψε τα χεράκια να ζεσταθεί και την κράτησε στην αγκαλιά της.

-Χάθηκες;

-Μαμά; Είπε το κορίτσι αντί απάντησης.

-Μη φοβάσαι, αγάπη μου, θα τη βρούμε τη μαμά σου, στο υπόσχομαι. Πεινάς;

Το κοριτσάκι έγνεψε καταφατικά και η Μαργαρίτα έτρεξε να του βάλει ένα πιάτο σούπα. Ύστερα, γονάτισε μπροστά στη μικρή και άρχισε να την ταϊζει, αργά αργά, κουταλίτσα κουταλίτσα. Μόλις έφαγε όλο το πιάτο, της σκούπισε τρυφερά το στόμα και της έδωσε νερό.

-Μαμά; Ξαναείπε το κοριτσάκι, με ένα βλέμμα γεμάτο απορία.

-Θα τη βρούμε, μωρό μου, απλά όχι τώρα, δεν μπορούμε να βγούμε τώρα, χιονίζει πάρα πολύ. Πώς σε λένε;

-Κατερίνα.

-Τι όμορφο όνομα! Έτσι λέγαν τη γιαγιά μου, Κατερίνα. Δικό της είναι αυτό το σπίτι. Εγώ είμαι η Μαργαρίτα.

Το πανέμορφο πλασματάκι έμεινε να την κοιτάζει, χωρίς να μιλάει. Η Μαργαρίτα, αυθόρμητα, την έκλεισε και πάλι στην αγκαλιά της κι άρχισε να της τραγουδάει ένα νανούρισμα που της τραγουδούσε κι εκείνης η μητέρα της όταν ήταν μωρό. Σιγά σιγά, το παιδικό κορμάκι χαλάρωσε στα χέρια της και αποκοιμήθηκε. Η Μαργαρίτα έμεινε ώρα πολλή να την κοιτάζει. Χάζευε την τέλεια μικροσκοπική μυτούλα της, τα ροδαλά μαγουλάκια της που η ζέστη από το τζάκι τα είχε κάνει πιο κόκκινα, τις όμορφες μπούκλες που έπεφταν στο πρόσωπό της, τη ρυθμική αναπνοή της. Έσκυψε και άφησε ένα φιλί τρυφερά στο μέτωπό της, εισέπνευσε τη μεθυστική μωρουδιακή μυρωδιά της και κάτι μέσα της σκίρτησε, κάτι πρωτόγνωρο μα πολύ δυνατό. Τρόμαξε με την ένταση αυτού που ένιωσε και τινάχτηκε. Σηκώθηκε πολύ προσεκτικά για να μην την ξυπνήσει και την άφησε μαλακά πάνω στον καναπέ. Η ίδια περπάτησε μέχρι το παράθυρο, τράβηξε τις βαριές κουρτίνες και κοίταξε έξω. Το χιόνι έπεφτε με δύναμη, είχε νυχτώσει για τα καλά και κανένα ίχνος ζωής δεν υπήρχε. Η καρδιά της σφίχτηκε, καθώς αναλογίστηκε πως οι γονείς της μικρής είχαν μάλλον χαθεί στη χιονοθύελλα. Γύρισε να την κοιτάξει, αλλά…. Ο καναπές ήταν άδειος! Η Μαργαρίτα ένιωσε έναν τεράστιο φόβο να την κυριεύει κι άρχισε να την ψάχνει σαν τρελή.

-Κατερίνα; Κατερίνα; Πού είσαι; Θες να παίξουμε κρυφτό; Τη ρώτησε μαλακά στην αρχή. Πές μου ότι θες να παίξουμε κρυφτό κι εγώ θα σε ψάξω, είπε με την αγωνία της να κορυφώνεται.

Κι αυτό ακριβώς έκανε. Έψαξε σε όλο το σπίτι, κάτω από τα τραπέζια και τις καρέκλες, πίσω από τις πόρτες, στο μπάνιο, στις κρεβατοκάμαρες, παντού, μα η μικρή ήταν άφαντη! Αν δεν υπήρχε ακόμα το πιάτο της από τη σούπα πάνω στο τραπεζάκι μαζί με το ποτήρι που ήπιε νερό, θα πίστευε πως δεν υπήρξε ποτέ, πως την είχε φανταστεί. Αφού δεν τη βρήκε άρχισε να τη φωνάζει δυνατά, πιο δυνατά, σπαραχτικά σχεδόν, ώσπου βράχνιασε και έπειτα έπεσε παραδομένη στον καναπέ και ξέσπασε σε κλάματα. Ο πόνος της ήταν αβάσταχτος, σαν να είχε χάσει τον πιο δικό της άνθρωπο κι όχι ένα ξένο παιδί που γνώριζε μόλις δυο ώρες.

-Μαμα; Ακούστηκε λίγα δευτερόλεπτα μετά. Γιατί μαμά;

-Κατερίνα! Πετάχτηκε πάνω. Κατερίνα! Πού είσαι;

-Γιατί μαμά; Γιατί δε μ’ αγαπάς; Γιατί με σκότωσες μαμά; Γιατί μαμά; ΓΙΑΤΙ δε μ΄αγαπάς; ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΣ ΜΑΜΑ;;;

Η φωνή έγινε κραυγή κι όλο το πάτωμα μια λίμνη αίματος. Συνέχισε να φωνάζει απεγνωσμένα την Κατερίνα και η μόνη απάντηση που έπαιρνε ήταν η ίδια ερώτηση, ξανά και ξανά. «Γιατί με σκότωσες, μαμά;»

Πετάχτηκε κάθιδρη από τον καναπέ, η καρδιά της χτυπούσε με απίστευτη ταχύτητα. Κοίταξε γύρω της κι είδε ότι ήταν ολομόναχη. Το τζάκι σιγόκαιγε ακόμα και το χιόνι έπεφτε πυκνό. Πήρε πολλές βαθιές αναπνοές πριν πάρει απόφαση να σηκωθεί και να ψάξει το σπίτι. Κανένα ίχνος της μικρής, ούτε καν το πιάτο και το ποτήρι της. Ώστε δεν υπήρχε στ΄ αλήθεια, ήταν απλά ένα παιχνίδι του μυαλού της. Όμως ο πόνος που ένιωσε να της σκίζει την καρδιά όταν νόμιζε πως η μικρή Κατερίνα είχε χαθεί ήταν απόλυτα αληθινός. Ασυναίσθητα, έπιασε την κοιλιά της. Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά, αλλά δεν υπήρχε καμία περίπτωση να ξανακοιμηθεί. Έφτιαξε έναν ζεστό καφέ και έμεινε να ρεμβάζει τις χιονονιφάδες που στροβιλίζονταν στον αέρα. Χάιδευε την κοιλιά της κάθε τόσο και βυθιζόταν και πάλι στις σκέψεις της. Μέχρι να ξημερώσει, ήταν πια βέβαιη για την απόφασή της.

Ενάμιση χρόνο αργότερα

-Βαφτίζεται η δούλη του Θεού Κατερίνα, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Η Μαργαρίτα έλαμπε ολόκληρη. Στο πλάι της ο Κώστας, βαθύτατα συγκινημένος, της κρατούσε σφιχτά το χέρι. Ένα στρουμπουλό μωρό, με κατάμαυρες μπούκλες σαν του πατέρα της και καταπράσινα μάτια σαν της μητέρας της, αναπαυόταν νωχελικά στην αγκαλιά της νονάς της.

Κανείς ποτέ δεν έμαθε ότι η Μαργαρίτα σκόπευε να τερματίσει την εγκυμοσύνη της. Οι φόβοι της για τη σχέση της με τον Κώστα διαλύθηκαν τη στιγμή που του ανακοίνωσε ότι περίμενε παιδί κι αυτός άρχισε να τη στριφογυρίζει γελώντας από ευτυχία. Οι συναυλίες και η δισκογραφία πήγαν πίσω, αλλά με χαρά διαπίστωσε πως οι συνεργάτες της ήταν διατεθιμένοι να την περιμένουν ώσπου να μπορεί να επιστρέψει ενεργά στην καριέρα της.

Καθώς έβγαιναν από την εκκλησία, με τη νεοφώτιστη Κατερίνα αγκαλιά, η Μαργαρίτα κοίταξε ψηλά, στο θόλο, εκεί που δεσπόζει η εικόνα του Χριστού ως Παντοκράτορα. Έπειτα έπεσε το βλέμμα της σε μια εικόνα της Παναγίας, με τον Ιησού στην αγκαλιά της. Αν το έλεγε πουθενά, θα την περνούσαν σίγουρα για τρελή, μα θα ορκιζόταν ότι για μια φευγαλέα στιγμή, το βρέφος απέκτησε μαύρες μπούκλες ως τους ώμους, καταπράσινα μάτια και ροδαλά μαγουλάκια, ότι την κοίταξε και της χαμογέλασε, πριν επιστρέψει στην πρότερη μορφή του.

Κράτησε σφιχτά το χέρι του ανθρώπου που αγαπούσε, άφησε ένα φιλί στο λαδωμένο κεφαλάκι της μπέμπας, που είχε αποκοιμηθεί εξαντλημένη και σκέφτηκε ότι η ευτυχία είναι το πιο εύθραυστο πράγμα. Μια λάθος επιλογή, ένας παράλογος φόβος, αρκούν για να τιναχτεί στον αέρα. Ευτυχώς, η κόρη της δεν την άφησε να επιτρέψει στο φόβο της να κερδίσει! Ευτυχώς!

 

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Η ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΗ

 


Τρεις ολόκληρες μέρες κρυμμένος στο υπόγειο του εξοχικού των γονιών του στο Λουτράκι -ας είναι καλά ο παππούς του που κατά την κατοχή είχε χτίσει αυτό το δωμάτιο με κρυφή είσοδο σαν κρυψώνα από τους Γερμανούς-  ούτε που τον είχε δει το φως του ήλιου. Το κινητό του το είχε πετάξει σε ένα χαντάκι και είχε αγοράσει ένα από αυτά τα καρτοκινητά μιας χρήσης μόνο και μόνο για να μπορεί μέσω ίντερνετ να έχει μια επαφή με τον έξω κόσμο, να μαθαίνει τα νέα για την εξαφάνιση της Αγλαϊας και να μελετάει προσεκτικά τα χειρόγραφά της, μήπως και κατάφερνε να βγάλει νόημα από όλο αυτό. Το ήξερε καλά πως με τη φυγή του δυσχέραινε τη θέση του, τώρα πλέον όλη η αστυνομία θα τον έψαχνε, καθώς ήταν ο τελευταίος που την είχε δει ζωντανή, άρα ο βασικός ύποπτος για την εξαφάνισή της, μα ήταν αθώος διάολε! Κι έπρεπε πάσει θυσία να αποδείξει την αθωότητά του.

Η Αγλαϊα Μπένετου δεν ήταν μια τυχαία γυναίκα, ήταν μια εκ των πλουσιοτέρων γυναικών της χώρας, λεγόταν πως με ένα της τηλεφώνημα θα μπορούσε να ρίξει την κυβέρνηση. Ήταν επίσης μια εκ των εκκεντρικότερων. Δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ, ζούσε σχεδόν σαν ερημίτισσα σε μία παραθαλάσσια βίλα στο Καβούρι. Ο γάμος της με τον εφοπλιστή Μπένετο δεν είχε ευλογηθεί με παιδιά, αν και ακουγόταν ότι είχε μείνει έγκυος δυο -τρεις φορές αλλά η εγκυμοσύνη δεν εξελίχθηκε σωστά. Μάλιστα, κάποιοι απέδιδαν τη μοναχικότητά της σε αυτό ακριβώς το γεγονός. Όσο ζούσε ο Μπένετος, αναγκαστικά έβγαινε από το σπίτι και τον συνόδευε στα κοσμικά γεγονότα της πόλης, ωστόσο δεν υπάρχει ούτε μία φωτογραφία που να τη δείχνει γελαστή. Μετά το θάνατο του συζύγου της, απομονώθηκε τελείως. Μοναδική συντροφιά της, τα δύο σκυλιά της, τα άλογα και η πιστή της οικονόμος, που την ακολουθούσε τα τελευταία 40 χρόνια.

Η έκπληξη του Αναστάση όταν μια εβδομάδα πριν δέχτηκε το τηλεφώνημά της ήταν κάτι παραπάνω από τεράστια. Ήταν απλά ένας συγγραφέας, ένας αρκετά καταξιωμένος συγγραφέας, αλλά η Αγλαϊα Μπενέτου να ψάχνει εκείνον; Απίστευτο. Δε θέλησε να του πει από το τηλέφωνο τίποτα, του ζήτησε να την επισκεφτεί στο σπίτι της την επόμενη μέρα και φυσικά δέχτηκε. Δεν ήταν λίγο πράγμα να μπει η ίδια στον κόπο να τον αναζητήσει κι η περιέργειά του χτύπησε κόκκινο, δε θα έχανε αυτό το ραντεβού για τίποτα στον κόσμο.

Φτάνοντας στην έπαυλη το επόμενο πρωί, δε θα μπορούσε να μην αισθανθεί δέος. Ήταν πραγματικά το ομορφότερο σπίτι που είχε δει ποτέ, με τεράστια παράθυρα που έβλεπαν στη θάλασσα, έναν εξαιρετικά φροντισμένο κήπο, με δέντρα και λουλούδια, έναν όμορφο σταύλο για τα άλογα και ένα κιόσκι με ξύλινα τραπέζια και μια αιώρα. Ήταν μέσα Ιανουαρίου και το κρύο ήταν τσουχτερό, από την καμινάδα έβγαινε πυκνός καπνός, σημάδι πως ήταν αναμμένο το τζάκι.

Η μεγάλη δρύινη πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μια γυναίκα μεσόκοπη, γύρω στα 65, μικροσκοπική, πιθανότατα η οικονόμος. Τον κοίταξε εξονυχιστικά και μόλις τον έβαλε μέσα στο σπίτι, έστρεψε το κεφάλι της προς τη στριφογυριστή σκάλα. Αφού βεβαιώθηκε πως ήταν μόνοι τους, του έπιασε τα χέρια και του είπε ικετευτικά

-Κύριε Θεοδώρου, σας εξορκίζω, μη συμφωνήσετε με αυτό που θα σας ζητήσει! Αν τα θυμηθεί όλα αυτά, θα είναι το τέλος της!

-Τι λέτε κυρία μου; Δεν καταλαβαίνω.

-Θα καταλάβετε, μόνο σας παρακαλώ μη δεχτείτε!

-Αρκετά Σοφία! Η αυστηρή φωνή της οικοδέσποινας γέμισε το χώρο.

Η παρουσία της ήταν τόσο επιβλητική, καθώς κατέβαινε τη σκάλα, που του έκοψε την ανάσα. Θα ήταν σίγουρα πάνω από 70 ετών, μα ήταν πραγματικά εκθαμβωτική. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα κότσο και φορούσε ένα μακρύ φόρεμα, το σώμα της ήταν σε εξαιρετική κατάσταση, πιθανότατα λόγω της ιππασίας που λάτρευε. Του έκανε εντύπωση το φυσικό γκρι χρώμα των μαλλιών της, καθώς μια τόσο περιποιημένη γυναίκα, θα ήταν λογικό να τα βάφει, ωστόσο όσο την παρατηρούσε συμπέρανε πως όχι μόνο δεν της στερούσε τη γοητεία, μάλλον της πρόσθετε επιπλέον. Μεγαλύτερη όμως εντύπωση του έκανε η ζεστή της χειραψία και το καλοσυνάτο χαμόγελό της καθώς του έσφιγγε το χέρι.

-Καλωσήρθατε, κε Θεοδώρου. Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, παρακολουθώ χρόνια τη δουλειά σας.

-Τιμή μου, κυρία Μπένετου. Ομολογώ με ξάφνιασε πολύ το τηλεφώνημά σας.

-Και ακόμα πιο πολύ υποθέτω τα λόγια της οικονόμου μου. Η Σοφία τείνει να γίνεται υπερπροστατευτική, είμαστε μαζί μια ζωή βλέπετε, μόνο η μία την άλλη έχουμε.

Είπε αυτά τα λόγια κοιτάζοντας την οικονόμο, το βλέμμα της δεν είχε ίχνος θυμού, αντίθετα ήταν γεμάτο αγάπη και τρυφερότητα. «Αυτή είναι η ξινή;» αναρωτήθηκε ο Αναστάσης. «Αυτή είναι που δεν θέλει να βλέπει άνθρωπο κι όλοι τη θεωρούν απρόσιτη;» Βέβαια, δεν έπρεπε να του κάνει εντύπωση, είχε κι ο ίδιος γίνει πολύ συχνά θέμα συζήτησης στους συγγραφικούς κύκλους, καθώς τον θεωρούσαν σνομπ.

-Τι θα λέγατε να περάσουμε στο γραφείο μου; Έχουμε καφέ και πολύ καλή ζεστή σοκολάτα με άρωμα κανέλας, νομίζω είναι το ιδανικό ρόφημα για μια παγωμένη μέρα δίπλα στο τζάκι.

-Ναι, είναι υπέροχη ιδέα, σας ευχαριστώ.

-Θα έλεγα επίσης να κόψουμε τις τυπικότητες, με κουράζουν αφόρητα. Σπάνια ανοίγω το σπίτι μου κι όταν το κάνω είναι μόνο για ανθρώπους που εκτιμώ. Αγλαϊα, λοιπόν για σένα.

-Άψογα! Πάμε;

Πέρασαν στο γραφείο, έναν χώρο ιδιαίτερα ζεστό, διακοσμημένο σε χρώματα γήινα και λευκό, με μια τεράστια βιβλιοθήκη, από το πάτωμα ως το ταβάνι και ένα πέτρινο τζάκι με αναμμένη τη φωτιά. Σε ένα από τα ράφια, είδε σε περίοπτη θέση, με αλφαβητική σειρά και τα πέντε βιβλία του. Χαμογέλασε.

-Στο είπα, είμαι θαυμάστριά σου. Για αυτό εξάλλου και σε επέλεξα για αυτό που θέλω να κάνω.

-Δηλαδή;

-Θέλω να γράψεις τη βιογραφία μου.

-Ορίστε; Είπε έκπληκτος.

-Δεν το περίμενες… Λογικό, εσύ είσαι ιστορικός συγγραφέας. Όμως, πίστεψέ με, αυτά που έχω να σου διηγηθώ από τη ζωή μου, έχουν κομμάτια της ιστορίας της Ελλάδας που δεν τα γνωρίζεις και αποκαλύπτουν πράγματα για λεγόμενους «ευεργέτες» της χώρας που θα σε σοκάρουν. Με πρώτο και κύριο, το σύζυγό μου.

Τη συζήτηση διέκοψε η Σοφία που με ένα δίσκο στα χέρια μπήκε στο γραφείο. Δυο κούπες αχνιστή σοκολάτα και ένα πιάτο με διάφορα μπισκότα και κέικ, τα οποία ακούμπησε στο δρύινο γραφείο με προσοχή. Έριξε άλλο ένα ικετευτικό βλέμμα στον Αναστάση κι έπειτα έφυγε σκεφτική.

-Η οικονόμος σου σε αγαπάει πολύ.

-Ναι, ανησυχεί για μένα. Θα καταλάβεις τους λόγους μόλις σου πω την ιστορία μου.

-Σε ακούω με απόλυτη προσοχή.

-Καταρχάς να σου πω ότι τον Μπένετο τον παντρεύτηκα από έρωτα. Ήμουν μόλις 16 ετών όταν τον πρωτογνώρισα και θαμπώθηκα από τον τρόπο που με φλέρταρε και ναι, δε θα σου πω ψέματα, θαμπώθηκα και από τα λεφτά του. Με γέμιζε λουλούδια, δώρα, με πήγαινε στα καλύτερα εστιατόρια, δεν υπήρχε καμία επιθυμία μου που να μην την πραγματοποιήσει μέχρι να πω το ναι στην πρόταση γάμου του. Με έκανε να νιώθω βασίλισσα και ποια γυναίκα δεν το θέλει αυτό; Δεν είχα ιδέα ποιος ήταν πραγματικά ούτε το τέρας που έκρυβε μέσα του.

Την κοίταξε έκπληκτος, αλλά δεν την διέκοψε.

-Σε σοκάρει αυτό, λογικό είναι, όλοι τον ξέρετε σαν τον ευεργέτη της χώρας, τον ιδρυτή τόσων φιλανθρωπικών σωματείων, έναν αληθινό Έλληνα. Η αλήθεια όμως διαφέρει πάρα πολύ. Το 1970, καθώς ακόμα ήμασταν νιόπαντροι, άκουσα κατά λάθος μια συζήτησή του με υψηλόβαθμα στελέχη της δικτατορίας. Μέσες άκρες, έλεγαν ότι στα αμπάρια του ενός από τα πλοία μας, κρατούσαν κρυφά φυλακισμένους 50 τουλάχιστον κομμουνιστές, που τους θεωρούσαν επικίνδυνους για τη Χούντα. Άκουσα με φρίκη να περιγράφει τα βασανιστήρια που τους έκαναν και με απόλυτα κυνικό τρόπο να αναφέρει πως θα βούλιαζε το καράβι επίτηδες για να τους σκοτώσει. Ναι, ακριβώς! Το ναυάγιο που συντάραξε το πανελλήνιο, επειδή κανένας δεν μπορούσε να εξηγήσει τι το προκάλεσε. Θυσίασε τους ναύτες του, όλοι οικογενειάρχες, για να θάψει αυτούς που τόσο μισούσε. Το καράβι ήταν ασφαλισμένο, εισέπραξε μια τεράστια αποζημίωση, με την οποία προίκισε τις κόρες των χαμένων ναυτικών κα σπούδασε τους γιους τους. Μη γελιέσαι δεν το έκανε από καλοσύνη, ήδη είχε κινήσει υποψίες αυτό το ναυάγιο κι έπρεπε να ρίξει κάπως στάχτη στα μάτια όλων, άλλωστε η αποζημίωση ήταν αστρονομική, περίσσεψαν εκατομμύρια. Με το αίμα των γονιών τους πληρώθηκαν οι προίκες κι οι σπουδές αυτών των παιδιών, αλλά δεν το έμαθαν ποτέ και φυλούσαν τα χέρια του δολοφόνου τους.

Μετά από αυτό το περιστατικό, τον σιχάθηκα, ήθελα πάσει θυσία να τον σταματήσω. Με την αφέλεια των 17 μου χρόνων, πήγα να τον καταγγείλω στην αστυνομία. Φυσικά, όλοι εκεί μέσα του ανήκαν, αφού είχε φιλικές σχέσεις με το καθεστώς. Το ίδιο βράδυ γύρισε σπίτι και με χτύπησε τόσο πολύ, που δεν μπορούσα για ένα μήνα να βγω από το σπίτι. Ήμουν έγκυος και έχασα το παιδί. Η σχέση μας από εκείνη τη μέρα δεν ήταν ποτέ ίδια. Η μόνη μας επαφή ήταν οι βιασμοί μου, κάθε φορά που αρνούμουν να εκτελέσω τα συζυγικά μου καθήκοντα. Ζούσα με ένα κτήνος. Ήταν η περίοδος που είχε έρθει η Σοφία στη δούλεψή μας. Με φρόντιζε και ήταν δίπλα μου, η μόνη που ήξερε τα πάντα. Έπρεπε κάτι να κάνω, τον έτρεμα, αλλά δε γινόταν να τον αφήσω να κάνει τέτοια εγκλήματα. Έλειπε σχεδόν όλη μέρα κι αυτό μου έδινε το ελεύθερο να βγαίνω  χωρίς να το γνωρίζει. Μπήκα κι εγώ σε μια ομάδα αριστερών, με ψεύτικο όνομα φυσικά, έδινα όσες πληροφορίες έπαιρνε το αυτί μου, καθώς φρόντιζα να γυρίζω σα σκιά στο ίδιο μου το σπίτι. Το έμαθε φυσικά. Αυτή τη φορά, τα χτυπήματα μου κόστισαν ένα σπασμένο κρανίο και ένα σπασμένο χέρι. Δε θα ξεχάσω τη λύσσα με την οποία με κλώτσαγε στο κεφάλι, τη Σοφία να προσπαθεί να τον απομακρύνει, να τη χτυπάει κι εκείνη μανιασμένα και να καταλήγουμε δυο ανθρώπινα κουβάρια αγκαλιασμένες στο πάτωμα. Από εκείνη τη μέρα, είχε μόνιμα κάποιον να με ακολουθεί. Δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι, άφησε τότε να διαρρεύσει η ιστορία της δήθεν αποβολής μου και της κατάθλιψης που με συντάραξε. Τότε ήταν που στράφηκα στα άλογα….και στη Σοφία. Μόνη μου παρηγοριά η βόλτα με τα άλογα στο κτήμα μας και η φιλία μου με τη Σοφία. Μια φιλία που σιγά σιγά εξελίχτηκε σε κάτι πολύ παραπάνω, έγινε αγνή αγάπη, έρωτας και με τον καιρό γίναμε ζευγάρι. Δεν άργησε να το αντιληφθεί, αλλά αντί να τη διώξει, χρησιμοποιούσε την αγάπη μου για εκείνη για να με ελέγχει. Ένα απόγευμα σχεδόν τρία χρόνια μετά του ανακοίνωσα πως ήμουν πάλι έγκυος. Κάγχασε και μου απάντησε με ένα ηχηρό χαστούκι. «Μωρή παλιοκουμούνα, αδερφάρα, το δικό σου παιδί θα κάνω; Να βγει λούγκρα σαν εσένα ή αριστερό; Δεν πεθαίνω καλύτερα; Αύριο κιόλας θα πάμε να το ρίξεις!» Του κάκου ούρλιαζα ότι αυτό το παιδί είναι δικό μου και θα το γεννήσω. Όταν απείλησα ότι θα φύγω, με βούτηξε από το μαλλί, με έσυρε ως την κουζίνα και μπροστά στα μάτια μου βίασε τη Σοφία. «Αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που θα πάθει, αν τολμήσεις ξανά να μου εναντιωθείς! Και ξέχνα το διαζύγιο, δε θα με κάνεις εσύ ρεζίλι στην κοινωνία, οι άνθρωποι του κύκλου μας ΔΕΝ χωρίζουν, το κατάλαβες; Όσο για το μουλόσπερμα που έχεις μέσα σου, αύριο κιόλας θα το βγάλουμε να ησυχάσουμε! Μου ανήκεις! Όσο πιο γρήγορα το καταλάβεις, τόσο καλύτερα για σένα!»

Μιλούσε και τα δάκρυα έτρεχαν ακούσια από το πρόσωπό της. Δεν τολμούσε να της πει κουβέντα, μόνο της κρατούσε το χέρι όσο διηγούνταν το Γολγοθά της.

-Με συγχωρείς, πάνε χρόνια από τότε, μα κάθε φορά είναι σαν να τα ζω από την αρχή. Από εκείνο το βράδυ, ευτυχώς, δεν με ξαναπλησίασε ερωτικά. Δεν έχανε βέβαια την ευκαιρία να με μειώνει, να με χτυπάει ή να χτυπάει τη Σοφία για να με πονέσει. Ήξερα ότι η ζωή μου μαζί του είχε τελειώσει. Το ένστικτο της επιβίωσης, αλλά και της εκδίκησης αν θες, με έσπρωξε να κάνω όσο έκανα παρακάτω. Τον παρακάλεσα να με αφήσει μόνο για λίγες μέρες να επισκεφτώ ένα μοναστήρι. Του φάνηκε παράξενο, αλλά η ιδέα της γυναίκας του να είναι πιστή στο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια, του άρεσε για την εικόνα του. Με άφησε να πάω. Είχα προηγουμένως κάνει την έρευνά μου. Βρήκα ένα μοναστήρι σε μια περιοχή που φύτρωνε το φυτό που γύρευα. Κάθε μέρα επί μία εβδομάδα μάζευα αυτό το φυτό. Ήταν ένα θεραπευτικό βότανο, που όμως σε μακροχρόνια λήψη γίνεται καρκινογόνο. Επέστρεψα, το αποξήρανα, το έκανα σκόνη και φρόντιζα κάθε μέρα στο τσάι του να έχει τόση ποσότητα όσο να μην αντιλαμβάνεται διαφορά στη γεύση. Πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια έτσι. Κι επιτέλους, ο στόχος μου είχε επιτευχθεί! Καρκίνος στο συκώτι. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά, η χαρά που πήρα όταν το έμαθα ήταν απερίγραπτη. Σκληρό καρύδι ο Μπένετος, πάλεψε με την ασθένεια παλικαρίσια, άλλα τρία χρόνια κατάφερε να ζήσει, ενώ αρχικά οι γιατροί του έδιναν μόλις έξι μήνες ζωής. Τρία ατέλειωτα χρόνια, που εγώ βυθιζόμουν στην κατάθλιψη αργά και βασανιστικά. Τύψεις; Όχι, δεν είχα καμία. Τρία πράγματα με κράτησαν στη ζωή, τα άλογά μου, η αγάπη μου με τη Σοφία και η προσμονή να δω το τέρας επιτέλους νεκρό. Η μέρα που πέθανε ήταν η καλύτερη της ζωής μου κι όμως βρήκα τη δύναμη να δώσω μια τεράστια παράσταση πένθους, να πιστέψουν όλοι ότι έχασα τον άνθρωπό μου. Έκτοτε, τα άλογα και η Σοφία είναι η ζωή μου. Δε βγαίνω έξω γιατί δεν το χρειάζομαι, είμαι απόλυτα ήρεμη εδώ, πούλησα το σπίτι που ζούσα μαζί του, αγόρασα αυτό μακρυά από όλους και όλα και ζω χρησιμοποιώντας την περιουσία του για να βοηθώ αθόρυβα και ανώνυμα ανθρώπους, μήπως έτσι κάπως αναπληρώσω το κακό που έκανε όσο ζούσε. Έκανε απίστευτα πράγματα, η κακία του δεν είχε όριο. Μετά το θάνατό του μάζεψα όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσα. Θέλω να τα γράψεις, να γράψεις αυτή την ιστορία, με ονόματα και αποδείξεις, για να δικαιωθούν έστω και τώρα όλοι όσοι έβλαψε ή σκότωσε.

Ο Αναστάσης είχε μείνει εμβρόντητος, αλλά ένα ήταν σίγουρο, αυτή η γυναίκα άξιζε το θαυμασμό και την εκτίμηση του.

-Θα το κάνω Αγλαϊα! Είπε συγκινημένος. Θα το κάνω και θα είναι το σπουδαιότερο έργο μου! Σε ευχαριστώ!

-Εγώ σε ευχαριστώ, αποκρίθηκε με δάκρυα στα μάτια.

Του παρέδωσε όλα τα χειρόγραφα, το ημερολόγιό της, τα στοιχεία που μάζευε με ονόματα και ημερομηνίες και χωρίστηκαν με μια αγκαλιά. Την επόμενη μέρα, τα κανάλια και τα σόσιαλ βούηξαν από την είδηση της εξαφάνισής της. Η οικονόμος της κάλεσε την αστυνομία και ανέφερε ότι από το προηγούμενο απόγευμα που έφυγε για την καθιερωμένη της βόλτα με το άλογο, δεν είχε επιστρέψει. Το κινητό της ήταν κλειστό και η ίδια άφαντη. Το άλογο επέστρεψε μόνο του αργά τη νύχτα.

Και να που το πρόσωπό του φιγουράριζε στα νέα σαν ο τελευταίος που είχε δει την αγνοούμενη. Η αστυνομία τον αναζητούσε, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστεί, αν δε μελετούσε πρώτα όλα τα χειρόγραφά της και τα χαρτιά που του είχε δώσει. Ήταν σίγουρος πως η απάντηση στην εξαφάνισή της βρισκόταν κάπου εκεί μέσα. Δεν ήταν καθόλου τυχαία η συγκυρία, ήταν απόλυτα βέβαιος. Ως τώρα, δεν είχε βρει όμως κάποια ένδειξη να τον οδηγήσει κάπου. Τα στοιχεία που είχε βρει για το μακαρίτη ήταν συγκλονιστικά, αλλά τίποτα που να συνδέει τα κομμάτια του παζλ της εξαφάνισής της. Άρχισε να ξεφυλλίζει το ημερολόγιό της. Το είχε αφήσει για το τέλος, από σεβασμό. Οι πρώτες σελίδες αφορούσαν το μεγάλο της έρωτα με τον Μπένετο, στη συνέχεια όμως γινόταν όλο και πιο σκοτεινό και καταθλιπτικό. Το ένστικτο του συγγραφέα του έλεγε πως αν η λύση του αινίγματος βρισκόταν εκεί, θα ήταν προς το τέλος, στις πιο πρόσφατες καταχωρήσεις. Τη ματιά του τράβηξε μια εγγραφή, δύο περίπου μήνες πριν:

«Λένε πως ό,τι δίνεις στη ζωή, αυτό θα πάρεις. Καρκίνος λοιπόν…και τι ειρωνία, στο συκώτι! Ίσως η θεία δίκη για αυτό που έκανα, μα δεν το μετανιώνω στιγμή. Αξίζει κάθε τίμημα που είδα αυτό το κτήνος να λιώνει. Δεν έχω τη δύναμη ακόμα και μετά θάνατον να τον συγχωρήσω, ας το κάνει ο Θεός που είναι μεγαλόψυχος κι αν το θέλει ας συγχωρήσει κι εμένα για όσα έκανα, για όσα επέτρεψα να συμβούν και για αυτό που θα κάνω. Εγώ δε σκοπεύω να το αφήσω να με λιώσει ούτε και κουράγιο έχω να το παλέψω. Θα φύγω όρθια και περήφανη, αφού πρώτα κλείσω το παλιό μου χρέος και κάνω αυτό που έπρεπε πριν χρόνια να είχα κάνει. Μόνο λυπάμαι που θα αφήσω μόνη τη Σοφία μου. Θα πάω εκεί που δώσαμε το πρώτο μας φιλί, να τη νιώθω κοντά μου την ύστατη ώρα»

Αυτό ήταν! Σήκωσε το τηλέφωνο μιας χρήσης και πήρε τηλέφωνο στο σπίτι της Αγλαίας. Είχε έρθει η στιγμή να εμφανιστεί και να δώσει τέλος στην αγωνία όλων. Τα υπόλοιπα έγγραφα τα άφησε εκεί κρυμμένα, θα της έδειχνε μόνο το ημερολόγιο και εκείνη θα ήξερε τι να κάνει.

Δύο μέρες αργότερα

Παρακολουθούσε με δάκρυα στα μάτια τα νέα στην τηλεόραση.

«Χωρίς την παρουσία δημοσιογράφων έγινε η αποτέφρωση της Αγλαϊας Μπένετου και της οικονόμου της Σοφίας Παπαδάκου, σήμερα το πρωί. Υπενθυμίζουμε ότι η σωρός της Αγλαϊας Μπένετου βρέθηκε προχτές το απόγευμα, σε ερημικό σημείο. Πάνω της βρέθηκε ένα μπουκάλι δηλητήριο και ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα που αποκάλυπτε πως έπασχε από καρκίνο στο συκώτι και πως δεν άντεχε να περάσει τους πόνους που πέρασε ο σύζυγός της. Το ίδιο βράδυ η Σοφία Παπαδάκου αυτοκτόνησε με περίστροφο, αφού πρώτα είχε ειδοποιήσει την  αστυνομία. Η τέφρα των δύο γυναικών, παραδόθηκε σύμφωνα με το σημείωμα της κας Παπαδάκου σε κοντινό τους πρόσωπο, αγνώστων στοιχείων»

Κοίταξε την τεφροδόχο που φιλοξενούσε τις δύο αγαπημένες γυναίκες. Οι στάχτες τους ήταν μαζί στο ίδιο δοχείο. Χαμογέλασε, μέσα από τα δάκρυά του. Η εμπιστοσύνη που του έδειξαν ήταν τιμή για εκείνον. Θα έφερνε στο φως τα πάντα για τον Μπένετο, όπως είχε υποσχεθεί στην Αγλαϊα και θα δικαίωνε έστω και αργά τις ζωές που καταστράφηκαν. Ήξερε πως θα προκαλούσε σάλο και θα δεχόταν πόλεμο, όμως η Αγλαϊα είχε κάνει εξαιρετικά καλή έρευνα και τα στοιχεία που του είχε δώσει ήταν αδιάσειστα. Όσο για τις στάχτες τους, θαα τις κρατούσε κοντά του κι όταν κάποτε πλησίαζε η ώρα του δικού του θανάτου, θα τις σκορπούσε στο Αιγαίο. Μαζί στη ζωή, μαζί και στο θάνατο.


Το διήγημα Η Αγνοούμενη αποτελεί συμμετοχή μου στο συγγραφικό δρώμενο του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη, "ΜΙΑ ΙΔΕΑ-ΜΙΑ ΕΜΠΝΕΥΣΗ". Τον ευχαριστώ πολύ για την ώθηση στην έμπνευση και για το βήμα. 

Πληροφορίες για το δρώμενο:

https://giannispit.wordpress.com/?fbclid=IwAR2-mqWlCi9-aWx-OFnBUiHDojQ7VPH%CE%B1Wp59llzR2lA7mRhJOaYuiEhRAX60