Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ-ΜΕΡΟΣ Β

Το κείμενο είναι βασισμένο στο δρώμενο Μία Ιδέα, Μια Έμπνευση, του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη. 

Η βασική ιδέα του διηγήματος είναι η εξής:

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ - ΜΕΡΟΣ Β

Δεν είναι εύκολο να μπαίνεις στα όνειρα καποιου. Οι αναμνήσεις σου μπλέκονται με τις δικές του, οι φόβοι, τα άγχη, οι χαρές σας μπερδεύονται κι η εικόνα σου κινδυνεύει να ξεθωριάσει με το πρώτο πεταρισμα των βλεφάρων του. Όχι, δεν είναι εύκολο. Και κυρίως, δεν είχα ιδέα πώς να το κάνω.

Για πολλές νύχτες στεκόμουν απλά από πάνω της και την κοιτούσα καθώς κοιμόταν. Έψαχνα να βρω έναν τρόπο, μια πορτουλα να τρυπωσω στον εγκέφαλο της. Πάνω που σκεφτόμουν να τα παρατήσω, απλά συνέβη. Αν με ρωτήσει κανείς να περιγράψω πώς το έκανα, δεν θα ξέρω να πω. Ένιωσα ξαφνικά μια ακατανίκητη ανάγκη να κλείσω τα βλέφαρά μου. Μόλις τα άνοιξα, βρισκόμουν σε ένα άγνωστο για εμένα σπίτι. Η μυρωδιά ενός κέικ έβγαινε από την κουζίνα και πάνω σε μια όμορφη κουνιστη πολυθρόνα είδα τη Σοφη στα πόδια μιας ηλικιωμένης κυριας. Υπέθεσα πώς ηταν η γιαγιά της. Όλο αυτό ήταν πρωτόγνωρο για μένα. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κανω. Άραγε αν τη φώναζα θα με άκουγε; Θα ήμουν ορατή μόνο σε εκείνη η και στη γιαγιά της; Κι αν τρόμαζε και ξυπνούσε ουρλιάζοντας; Δεν είχα άλλη επιλογή πάρα να δοκιμάσω. Προχώρησα προς το μέρος της, λίγα αργά δειλά βήματα. Όσο πλησίαζα, μια γλυκιά θαλπωρή με τυλιγε. Σήκωσα το βλέμμα μου και ξαφνικά, αντί για την ηλικιωμένη γυναίκα, ήταν η μητέρα μου στην κουνιστη πολυθρόνα που κρατούσε τη Σοφη στην αγκαλιά της. Σαστισα. Η ανάμνηση αυτή ήταν δική μου...και πόνεσε βαθιά. Που να ήταν άραγε σήμερα η μαμά μου; Τι θα έκανε αν μάθαινε την αλήθεια για το τι συνέβη εκείνο το πρωί; Ανοιγοκλεισα δύο φορές γρήγορα τα βλέφαρά μου, το όνειρο αυτό ανήκε στη Σοφη κι εγώ ήμουν εκεί για ένα και μόνο λόγο. Για να την πλησιάσω. Έφτασα κοντά της, με κοίταξε με αυτά τα μεγάλα αθώα μάτια της και μου άπλωσε το χέρι.
-Ήρθες! Είπε χαμογελώντας.
-Έλα να παίξουμε, την προσκάλεσα.
Μπλέξαμε τα δάχτυλα μας, όπως κάνουν τα νεαρά κορίτσια. Στην αίσθηση της αφής, με το ζόρι συγκράτησα τα δάκρυα μου. Είχα σχεδόν ξεχάσει πως ήταν να αγγίζει δέρμα με δέρμα, οι νεκροί δεν έχουν φυσική υπόσταση κι όμως, με ένα μαγικό τρόπο, εγώ μέσα στον κόσμο των ονείρων είχα. Ήταν σα να επέστρεψα για λίγο από την ανυπαρξία. Αυτή η αίσθηση ήταν μεθυστική όσο και εθιστική. Και σκληρή ταυτόχρονα. Είναι πολύ άδικο να επιστρέφεις στην ανθρώπινη φύση που τόσο βίαια στερήθηκες μόνο για να την αποχωριστείς ξανά λίγα λεπτά αργότερα.
Προχωρήσαμε παρέα. Τώρα οδηγούσα εγώ την ανάμνηση. Βρισκόμασταν στο δρομάκι δίπλα στο ποτάμι. Ήταν άνοιξη κι όλα λαμπυριζαν στον πρωινό ήλιο. Γελούσαμε και τρέχαμε χαρούμενες. Ήθελα να την πάω εκεί, μα τα βήματα μου γίνονταν όλο και πιο αργά, άθελά μου. Δεν είχα γυρίσει ποτέ ξανά όλα αυτά τα χρόνια. Στη σκέψη της επιστροφής, κοκαλωσα και δεν μπορούσα να προχωρήσω. Η Σοφη στράφηκε προς το μέρος μου και το χαμογελαστό προσωπάκι της έγινε μια μάσκα φρίκης. Κατέβασα τα μάτια μου. Ένα ζεστό κόκκινο ρυάκι ξεκινούσε χαμηλά ανάμεσα στα πόδια μου κι έφτανε μέχρι το χώμα, βαφοντας κόκκινη την όχθη του ποταμού. Το ρυάκι γινόταν όλο και πιο πυκνό, ενώ η αίσθηση πως δεν μπορώ να αναπνεύσω με έκανε να φέρω τα χέρια μου στο λαιμό και στο στήθος μου.   Έβλεπα το απαίσιο χαμόγελο του καθώς απλωνε τα χέρια του πάνω μου, καθώς έσκιζε με το όργανο του τη λεπτή σάρκα μου και πονουσα πονουσα! Ένιωθα τα χέρια του να με κρατάνε κατω από το νερό και το λεπτό μου σώμα να αδυνατεί να του αντισταθεί. Δεν είχα αέρα, πνιγομουν, υπέφερα, πονούσα πολύ, χαμηλά στην κοιλιά, στο κεφάλι μου που αιμορραγουσε κι αυτό, η φωνή μου δεν έβγαινε, μόνο ένιωθα τον αέρα να λιγοστεύει, τα πνευμονια μου να γεμιζουν με νερό, τον πόνο να δυναμώνει και ικετευα σιωπηλά να σταματήσει, να σταματήσει αυτό το μαρτύριο!
-Βοηθησε με...
Η φωνή μου βγήκε πνιχτη, ένας μακαβριος ψίθυρος που δεν θα αναγνωριζε ποτέ κανείς για ανθρώπινου πλάσματος. Έσφιξα τα δόντια μου και έκανα υπερανθρωπη προσπάθεια.
-Σε παρακαλώ...στο ποτάμι...πίσω από τον καταρράκτη...
Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα, αλλά παρέμεινε ακίνητη και με κοιτούσε με θλίψη. Δεν ήξερα αν μπορούσε να δει και να νιώσει όσα κι εγώ η αν απλά με λυποταν. Ίσως και να ήταν φόβος αυτό το σκοτάδι στο βλέμμα της.
Από το βάθος ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, στην αρχή μακρινή, μα ολο και πλησίαζε.
-Σοφη! Σοφη! ΣΟΦΗ!
-Μαμά;
Αυτό ήταν. Η μικρή μου φίλη ξύπνησε κι εγώ έχασα ξανά όλες τις γήινες αισθήσεις μου και χάθηκα στις σκιές, με την ψυχή κουρελιασμενη από τη δύναμη της τραυματικης αναμνησης, που πανω απο 30 χρόνια ειχα θαψει τοσο βαθια!
Η μητέρα της την κρατούσε τρυφερά και την παρηγορουσε, καθώς δάκρυα μουσκευαν τα τρυφερά μαγουλάκια της. Έγινε αυτό που φοβόμουν. Την τρόμαξα. Μα δεν το ήθελα, δεν μπορουσα να το ελέγξω.
Τις κοιτούσα έτσι αγκαλιασμενες και η σκέψη μου έτρεχε και πάλι στις μέρες που η ζωή ήταν όμορφη και κάθε πόνος περνούσε με ένα φιλί. Αχ πόσο μου λείπεις, μαμά, μαμά μου!
Κι έπειτα, την άκουσα να λέει κάτι που έκανε την ψυχή μου να πετρωσει.
-Τι έβλεπες αγάπη μου και ξύπνησες τόσο τρομαγμένη;
-Δε...δε θυμάμαι....
Νομίζω πως αν ήμουν ζωντανή, θα είχε σταματήσει η καρδιά μου. Αυτό το κορίτσι ήταν η τελευταία μου ελπίδα. Περίμενα ήδη τόσο πολύ! Πέρασαν τόσοι ακατάλληλοι άνθρωποι, βούτηξα τόσο βαθιά στη μοναξιά μου! Η ψυχή μου κραυγαζε, ήθελε να πετάξει, αποζητουσε με απογνωση την ελευθερία! Καμία ψυχή δεν αξίζει να υπάρχει δέσμια σε έναν εφιάλτη που ποτέ δεν επέλεξε, ούτε καν προκάλεσε. Όχι, όχι, δεν ήταν δυνατόν να μη θυμάται! Αν η Σοφη με ξεχνούσε,  θα ήμουν καταδικασμενη να χαθω στη λήθη και σε μια αιώνια φυλακή....

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ- ΜΕΡΟΣ Α'

Το κείμενο είναι βασισμένο στο δρώμενο Μία Ιδέα, Μια Έμπνευση, του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη. 

Η βασική ιδέα του διηγήματος είναι η εξής:

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ -ΜΕΡΟΣ Α'



Υπάρχουν κάποιες ιστορίες που απλά πρέπει να ειπωθούν. Που όσα χρόνια κι αν περάσουν, περιμένουν ήσυχα στις σκιές, μέχρι να συναντήσουν τον άνθρωπο που θα τις ακούσει και σιγά σιγά θα τις βγάλει στο φως. Μπορεί να πάρει μέρες, μήνες, χρόνια η αιώνες. Μα σαν βρουν τον ξενιστή τους, χωνονται αργά κάτω από το δέρμα του και δεν ησυχάζουν μέχρι να γίνουν ένα μαζί του. Τον στοιχειώνουν λίγο λίγο, ώσπου να μην αντέξει πια και να τις απελευθερωσει. Μια τέτοια ιστορία είναι κι η δική μου.

Ούτε θυμάμαι πόσες φορές μέτρησα τις εποχές, κρεμασμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους. Χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη...κάποτε έχασα το μέτρημα. Κι έμεινα απλά να παρατηρώ τη ζωή. Τα φύλλα να χρυσιζουν, να πέφτουν, να γεμίζουν κόκκινο και καφέ τους δρόμους,  έπειτα τα γυμνά κλαδιά να δέρνονται από το βοριά. Το νέο κύκλο που άρχιζε με τα πρώτα χρωματιστά μπουμπούκια,  τους πρώτους οψιμους καρπούς κι έπειτα τον ήλιο, αστραφτερό και καυτό να χύνεται στα πράσινα φυλλωματα και να κάνει το νερό του ποταμού να στραφταλίζει.
Όσο ζούσα, η αγαπημένη μου εποχή ήταν το καλοκαίρι, τότε που η βόλτα στο ποτάμι δίπλα από το σπίτι μου άρχιζε το πρωί και τελείωνε μετά το σούρουπο.
Ψάρεμα, παιχνίδι με τα βότσαλα, μπάνιο στο παγωμένο νερό και ξάπλωμα στο δροσερό χορτάρι.
Την πρώτη φορά που την είδα, ήξερα ότι ήταν αυτή. Ειχαν περασει κι άλλοι όλα αυτά τα χρόνια. Πάνω απο τρεις δεκαετίες είχαν διαβει, το σπίτι δίπλα στο ποτάμι είχε δει μέρες δόξας, αλλά και παρακμής. Μετά το χαμό μου, η μητέρα μου δεν αντεχε να ζει εδώ και πούλησε τα πάντα. Πριν φύγει, προσπάθησα να της μιλήσω, να την κάνω να δει την αλήθεια, μα ήταν τόσο κλεισμένη στον εαυτό της, που στάθηκε αδύνατο. Το σπίτι πουλήθηκε σε έναν πλούσιο νεαρό, με μια ασθενική σύζυγο. Τα βράδια κάθονταν αγκαλιά στη βεράντα, εκείνη πάντα με μια κουβέρτα στα πόδια, ισχνη, χλωμη κι αδύναμη.  Με έβλεπε, αλλά δε με πιστευε, νόμιζε πως ήμουν παρενέργεια της μορφινης που έπαιρνε για να μην πονάει πολύ. Σύντομα εγκατέλειψα την προσπάθεια να επικοινωνήσω, εξάλλου μέσα σε έναν μόλις χρόνο, πέθανε κι εκείνη. Ο άντρας της, συντετριμμενος, την αγαπούσε τόσο πολύ, πούλησε το σπίτι κι έφυγε μακριά, άκουσα πως έγινε μοναχός.
Οι επόμενοι αγοραστές ήταν επίσης πλούσιοι, αλλά κακοί άνθρωποι. Τα λεφτά τους ήταν βουτηγμενα στο αίμα. Εκβιασμοί, τοκογλυφία, λαθρεμπόριο κι ότι άλλο βάζει ο νους, παντού ήταν μπλεγμένοι. Δεν έκανα καν την απόπειρα να τους προσεγγίσω, η παρουσία τους με ταραζε πιο πολύ από όσο θα τους ταραζε η δική μου. Ένα βράδυ, καποιος που του είχαν δολοφονήσει το παιδί, μπήκε κρυφά στον κήπο κι έβαλε φωτιά. Τους περίμενε να βγουν κι έτσι όπως ήταν αλαφιασμενοι από τον ύπνο και τον φόβο τους σκότωσε κι έπειτα ρίχτηκε στις φλόγες. Η φωτιά σβήστηκε από τους γείτονες, μα ζωντανός δεν έμεινε κανείς.
Μετά από αυτό, το σπίτι θεωρήθηκε καταραμένο. Και οι τρεις τελευταίοι ιδιοκτήτες του είχαν χτυπηθεί από μια τραγωδία, δεν μπορεί να ήταν τυχαίο αυτό, σωστα; Κανένας δεν τολμούσε να το αγοράσει κι όποιος περνούσε απ' έξω,  έκανε το σταυρό του με τρόμο και προσπερνουσε βιαστικά με το κεφάλι χαμηλωμένο.
Έτσι, βρέθηκα μόνη μου, να τριγυρνάω σε ένα άδειο κουφάρι, που σαπιζε μέρα τη μέρα όλο και πιο πολύ.
Όμως ο χρόνος κάνει τη μνήμη των ανθρώπων να φθίνει κι όλα σιγά σιγά λυγίζουν κάτω από το βάρος του. Ακόμα κι ο φόβος. Ακόμα κι ο θάνατος. 

Ειχαν περασει τόσα χρόνια μοναξιάς, τόσος καιρός που η ιστορία μου δεν είχε ειπωθεί, που το είχα πια σχεδόν πάρει απόφαση πως δε θα έφευγα ποτέ από αυτό το καταραμένο μεταίχμιο. Νεκρή, μα όχι ελεύθερη. Και πώς να πετάξει η ψυχή μου στον ουρανό, αφού δεν είχε ακόμα δικαιωθει; Απελπισμένη, μετρούσα την αιωνιοτητα.
Ήταν ένα πρωινό της άνοιξης όταν σταμάτησε ένα φορτηγό μπροστά στη σκουριασμενη πόρτα του κήπου. Δευτερόλεπτα μετά ο τόπος γέμισε φωνές και βήματα. Ένας νεαρός άντρας, μια γυναίκα, ένα μωρό στην αγκαλιά, ένα σκυλάκι να τριγυριζει γύρω από τα πόδια τους ...κι εκείνη. Με δύο μακριές ξανθιές κοτσίδες, δύο γεμάτα περιέργεια γαλάζια μάτια, που κοίταξαν απευθείας επάνω μου. Οι υπόλοιποι κοιτούσαν το σπίτι, την αυλή, τις φθορές. Όμως εκείνη είχε καρφώσει πάνω μου το βλεμμα κι ήμουν σίγουρη ότι μπορούσε να με δει. Δεν έμοιαζε φοβισμένη ούτε καν έκπληκτη, μα θα ορκιζόμουν πως έστρεψε προς το μέρος μου ένα χαμόγελο. Ήταν μικρή, ίσως εννιά η δέκα χρόνων. Ήμουν μόλις τεσσερα χρόνια μεγαλύτερη όταν έφυγα από τη ζωή. Παιδί κι εγώ μα με λογαριασαν για γυναίκα. Και με σκοτωσαν.
Τις επόμενες μέρες έμαθα πως την έλεγαν Σοφη. Το σπίτι, μαζί με το οικόπεδο, το αγορασε ο πατέρας της. Είχε πάντα όνειρο μια αγροικια, μια φάρμα, ένα τόπο δικό τους που θα τους έδινε τις χαρές και τους καρπούς της γης. Η γυναίκα του δε συμφωνούσε, μα στήριζε την επιθυμία του αγογγυστα. 
Ο άντρας κάθε πρωί ρίχνονταν από το χάραμα στη δουλειά ως αργά το σούρουπο. Κάποιες φορές μαζί με εργάτες, αλλά τις περισσότερες μόνος του. Ήταν το προσωπικό του στοίχημα να μετατρέψει αυτό το παλιό παραπηγμα ξανά σε σπιτικό. Και πράγματι, σιγά σιγά στα χέρια του όλα έπαιρναν πάλι ζωή. Με μεγάλη φροντίδα και μεράκι, το σπίτι των παιδικών μου αναμνησεων άρχισε να θυμίζει κάτι από την παλιά του αίγλη. 
Η Σοφη συνέχισε να με κοιτάζει με αυτό το διαπεραστικό της βλέμμα, μα δεν έδειχνε καμία αντίδραση στην παρουσία μου, σα να ήταν για εκείνη το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Ήθελα τοσο να της μιλήσω, αλλά η μητέρα της δεν την άφηνε στιγμή μόνη, ούτε εκείνη ούτε το μωρό. Κι είχε δίκιο, το σπίτι στην κατάσταση που βρισκόταν ήταν ένας ζωντανός κίνδυνος, σε κάθε γωνιά του παραμονευε κάποια σαπισμενη ταβλα, κάποια σκουριασμενη βίδα, κάποιο σπασμένο γυαλί. Μέχρι να ολοκληρωθεί η ανακαίνιση, ζούσαν περιορισμένοι στο υπνοδωμάτιο της υπηρεσίας και στο μπάνιο του, τα μόνα που ήταν κάπως κατοικήσιμα. Η μέρα κυλούσε αργά, ίσως βαρετά, η μικρή Σοφη κοιτούσε νοσταλγικα σχεδόν έξω από το παράθυρο, τον κήπο, το ποτάμι, αλλα περίμενε με υπομονή τη μέρα που η μητέρα της θα έκρινε πως ήταν ασφαλής. 
Περίμενα κι εγώ την κατάλληλη στιγμή κι όταν κατάλαβα πως αυτη θα αργούσε, αποφάσισα να την επισκεφτώ στο μόνο μέρος που ήταν πραγματικά μόνη. Στα όνειρα της.

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ;

 Για ποια καλοκαίρια μου μιλάς;

Το τελευταίο θέρος κοιμήθηκε αιώνια

πάνω στην ψάθα με το ροζ τελείωμα.

Εκεί που είχα αποθέσει τα παιδικά μου όνειρα.

Πίστευα βλέπεις πως τα παιδιά

παντού ονειρεύονται.

Πως έχουν όλα μια αγκαλιά ζεστή,

ένα ποτήρι γάλα κι ένα παραμύθι.

Πως πλαγιάζουν τα βράδια ήσυχα, 

με άγγελους να τα προσέχουν, 

καθώς τρέχουν στους δρόμους του Μορφέα.

Πως αγαπούν κι αγαπιούνται

και σκάβουν το χώμα για να βρουν

μονάχα θησαυρούς.

Ξύπνησα απότομα,

τα όνειρά μου έμειναν εκεί.

Κοιμούνται αγκαλιά με το τελευταίο θέρος.

Είδα παιδιά με ματωμένα χέρια

και καπνισμένα πρόσωπα.

Είδα παιδιά διψασμένα 

για λίγο γλυκό ψωμί.

Είδα να κουβαλάνε τα πτώματα

των μανάδων τους, των αδερφών και των πατέρων

και να σηκώνουν όλης της γης τις αμαρτίες

στους ισχνούς τους ώμους.

Είδα παιδιά με μάτια γεμάτα εφιάλτες

κι άδειες τις αγκαλιές τους.

Ξύπνησα απότομα

κι έπαψα εγώ να είμαι παιδί.

Κι έμοιαζε άξαφνα ο κόσμος μας ασήκωτος.

Μα όσο κι αν προσοαθώ,

δεν μπορώ πια να βρω

εκείνη την ψάθα με το ροζ τελείωμα,

ούτε τα όνειρα τα παιδικά, ούτε το θέρος.

Μόνο φωτιά, σκοτάδι

κι ένα απύθμενο βάρος, ενοχικό.

Με κοιτάζει κατάματα και μου λέει "εσύ φταις".

Κι όλο τρέχω να βρω, να θυμηθώ, να σώσω το παιδί.

Χάθηκε το παιδί, το όνειρο, το θέρος...

Για ποια καλοκαίρια λοιπόν μου μιλάς;


Η συμμετοχή μου στο καλοκαιρινό δρώμενο της Αριστέας μας και το μπλογκ Η Ζωή είναι Ωραία

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ-ΜΕΡΟΣ Γ΄

 Η συμμετοχή μου στο Γ' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη, μου βγήκε κάπως ΤΕΡΑΣΤΙΑ, επομένως τη χώρισα σε τρία μέρη.

Κεντρική Ιδέα Πλοκής.

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού, οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο όμορφο. Στα δεξιά δεμένα σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία  μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο κάρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά. Φτάνει το τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει χρόνος. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στην διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις ερχόταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.



ΜΕΡΟΣ Γ΄

Είμαστε έξω από την έπαυλη. Είναι νύχτα και ευτυχώς το σημείο το πιο ψηλό και απομονωμένο του νησιού. Πέρασαν πέντε μέρες που το μόνο μέλημά μας ήταν η παρακολούθηση κάθε κίνησής του. Πολύ προβλέψιμο το πρόγραμμά του, κάθε πρωί μπάνιο στη θάλασσα, νωρίς, πριν κατέβει ο πολύς κόσμος και κάθε δεύτερη μέρα, μια βόλτα στη χώρα, ίσα για να πάρει προμήθειες. Όλες τις υπόλοιπες ώρες τις πέρναγε κλεισμένος στο σπίτι του, χωρίς να δέχεται ή να φιλοξενεί κανέναν, πράγμα πολύ παράξενο. Αν σκόπευε να πουλήσει τη βίλλα πριν φύγει από το Αγκίστρι, δε θα έπρεπε να δέχεται υποψήφιους αγοραστές, να τους ξεναγεί;

Η μεγάλη καγκελόπορτα είναι ανοιχτή, μπαίνουμε με προσοχή στον κήπο. Η εικόνα της εγκατάλειψης διάχυτη παντού, μας συμφέρει ωστόσο, καθώς η πυκνή και άναρχη βλάστηση, σε συνδυασμό με το σκοτάδι, μας προσφέρουν πολύτιμη κάλυψη. Λίγα μέτρα πιο πέρα, η βαριά ξύλινη εξώπορτα που οδηγούσε στο σαλόνι, ανοικτή και αυτή. Δε μας παραξενεύει, οι άνθρωποι στα νησιά συνηθίζουν να κοιμούνται με τις πόρτες ξεκλείδωτες, δεν νιώθουν τον κίνδυνο της πόλης. Μπαίνουμε ακροπατώντας, ο χώρος είναι θεοσκότεινος και χρειαζόμαστε λίγο χρόνο να συνηθίσουν τα μάτια μας στο σκοτάδι. Περασμένα μεσάνυχτα και ελπίζουμε να έχει κοιμηθεί. Δε σκοπεύω να τον σκοτώσω κοιμισμένο, θα τον ξυπνήσω, θέλω να δει καλά το πρόσωπο που θα του πάρει τη ζωή. Στα χέρια μου κρατάω σφιχτά ένα μικρό περίστροφο που αγόρασα, παράνομα φυσικά, στην Αθήνα στη μαύρη αγορά. Ανεβαίνω τη στριφογυριστή σκάλα με τεράστια προσοχή, τα σκαλιά τρίζουν στο πάτημά μου, πολυκαιρισμένα και απεριποίητα καθώς είναι. Πίσω μου ακριβώς η Ευγενία. Ακούω το λαχάνιασμά της, σχεδόν μπορώ να αφουγκραστώ την αγωνία και την ταχυκαρδία της. Εγώ από την άλλη, νιώθω μια πολύ παράξενη ηρεμία. Ετοιμάζομαι να διαπράξω έγκλημα, έναν φόνο, αλλά το βήμα μου είναι σταθερό και ο χτύπος της καρδιάς μου κανονικός. Ξέρω ότι η αυριανή μέρα θα με βρει με χειροπέδες, δεν έχω κανένα σκοπό να κρυφτώ, όπως αυτός ο άνανδρος, θα πληρώσω τις συνέπειες του νόμου και είναι μια απόλυτα συνειδητή απόφαση όλο αυτό. Η Ευγενία υποσχέθηκε να υποστηρίξει πως δεν γνώριζε τα σχέδιά μου, πως πίστευε ότι ήθελα να τον αντιμετωπίσω, πως ήρθε μαζί για συμπαράσταση μόνο και πως όταν είδε το όπλο προσπάθησε να με σταματήσει. Αρκετά υπέφερε εξαιτίας μου, αυτή έστω πρέπει να ζήσει ελεύθερη.

Φτάνουμε στον πάνω όροφο. Μια αχνή γραμμή φωτός είναι η μοναδική ένδειξη ζωής. Έρχεται από μια χαραμάδα στο τέλος του διαδρόμου. Συνειδητοποιώ από ποιο δωμάτιο και για λίγο το αίμα μου παγώνει. Το κάθαρμα…κοιμάται εκεί που έγιναν όλα. Δεν ξέρω πραγματικά αν αντέχω να μπω εκεί μέσα ξανά. Σφίγγω το χέρι της Ευγενίας και ανασαίνω βαθιά. Τώρα που το σκέφτομαι, τι πιο ταιριαστό; Όλα να τελειώσουν ακριβώς εκεί που άρχισαν. Σπρώχνω απαλά την πόρτα. Ξαφνικά, το φως ανάβει και τον βλέπουμε απέναντί μας, καθισμένο στην καρέκλα, στην ίδια καρέκλα που βίασε την αδερφή μου, και να μας κοιτά.

-Σας περίμενα… Αργήσατε πολύ…Σε δυο μέρες θα έφευγα…

Εγώ παραμένω αμίλητη. Έχω 24 χρόνια ακριβώς να τον αντικρίσω, πίστευα ότι θα ήμουν εντάξει, μα έχω κοκαλώσει στη θέση μου, βάζω κρυφά το όπλο στην πίσω τσέπη του τζιν μου, γιατί φοβάμαι πως από το τρέμουλο θα εκπυρσοκροτήσει. Αλλιώς το είχα σχεδιάσει, αλλιώς έπαιζε το σενάριο στο μυαλό μου. Θα έμπαινα, θα κοιμόταν, θα τον ξυπνούσα, θα τον έσερνα στο πάτωμα, θα εκλιπαρούσε για τη ζωή του κι εγώ θα τον κοιτούσα κατάματα και θα του τίναζα τα μυαλά στον αέρα. Το λόγο παίρνει η Ευγενία.

-Γιατί γύρισες;

-Για εσάς, για να σας ξαναδώ.

-Δε σου έφτανε το κακό που έκανες; Να μας δείς γιατί; Για να καμαρώσεις το έργο σου; Ορίστε, δες μας! Μόνες και κατεστραμμένες! Χάρηκες τώρα;

Τα μάτια της πετάνε φλόγες, είναι έξαλλη, ποτέ δεν την έχω ξαναδεί έτσι. Είμαστε ακόμα με τα χέρια σφιχτά μπλεγμένα. Αυτός χαμηλώνει το βλέμμα. Μια υπόνοια ενοχής κρέμεται στο πρόσωπό του. Το καλύπτει με τις παλάμες του και αρχίζει…να κλαίει! Είμαστε κι οι δυο άφωνες, αποσβολωμένες, καχύποπτες…τι σόι παιχνίδι μας παίζει αυτή τη φορά; Ξαφνικά, όλο αυτό μοιάζει με κακογυρισμένη ταινία. Τι δουλειά έχουμε εμείς εκεί μέσα; Δεν θέλω πια ούτε εκδίκηση, ούτε να τον σκοτώσω. Θέλω απλά να φύγουμε από εδώ όσο πιο γρήγορα γίνεται, οι αναμνήσεις σκάνε πάνω μου σα σφαίρες, ο αέρας λιγοστεύει, πνίγομαι.

-Ευγενία, πάμε να φύγουμε, της λέω ικετευτικά, με το ζόρι βγαίνει η φωνή μου, μοιάζει πιο πολύ με λυγμός, σχεδόν κλαίω.

-Δεν πάω πουθενά! Φωνάζει και αρπάζει με το ελεύθερο χέρι της το όπλο από την τσέπη μου.

Στον ήχο της θαλάμης που οπλίζει, τινάζεται στη θέση του και την αντικρίζει. Πετάγεται ξαφνικά επάνω και γονατίζει μπροστά της.

-Ναι! Σε παρακαλώ, σκότωσέ με, βγάλε με από τη μιζέρια μου!

-Τι θες να πεις; Τον ρωτάω.

-Είμαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος, ένας δυστυχισμένος πατέρας, σας παρακαλώ, λυτρώστε με.

Η Ευγενία κατεβάζει το όπλο. Τίποτα δε βγάζει νόημα αυτή τη στιγμή. Με ένα νεύμα μου, αρχίζει να μιλάει.

-Μετά από εκείνο το καλοκαίρι, εγώ συνέχισα τη ζωή μου κανονικά. Προστατευμένος από τη δύναμη και τα λεφτά του πατέρα μου, τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να με αγγίξει. Δεν σκέφτηκα δεύτερη φορά όσα είχαν γίνει, σαν κλασικό κακομαθημένο πλουσιόπαιδο, νόμιζα ότι ο κόσμος μου ανήκει και πως μπορώ ανενόχλητος να κάνω ό,τι μου αρέσει. Η ζωή όμως, έχει άλλα σχέδια και πληρώνει τα κρίματα αργά ή γρήγορα. Τέσσερα χρόνια μετά, παντρεύτηκα μία κοπέλα του κύκλου μου. Δεν την αγάπησα, ούτε αυτή εμένα, ήταν καλή γυναίκα όμως και ο γάμος αυτός θα μου έδινε κι άλλα χρήματα, κι άλλη εξουσία και φυσικά, διαδόχους. Πράγματι, ένα χρόνο αργότερα ήρθε ο γιος μου. Κι άλλον ένα χρόνο μετά, η κόρη μου. Τότε κατάλαβα τι θα πει έρωτας, λατρεία για έναν άνθρωπο. Τύλιγε τα χεράκια της γύρω μου και έχανα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Τη μεγάλωνα με απίστευτη αγάπη και φροντίδα, την είχα μέσα σε μια φούσκα, για να μη μου πάθει τίποτα, πάντα με σωματοφύλακες, πάντα ελεγχόμενη, τόσο που την έπνιξα. Ήρθε η εφηβεία και η μικρή μου διεκδικούσε την ελευθερία της, αλλά εγώ φοβόμουν τόσο, που την περιόριζα όλο και περισσότερο. Ώσπου ένα βράδυ, το έσκασε από το σπίτι. Βγήκε κρυφά, ολομόναχη, ένα κορίτσι 16 ετών, πήρε ταξί και πήγε σε κάποιο μπαρ. Με ξύπνησε το τηλέφωνο μέσα στα ξημερώματα. Με καλούσαν από την αστυνομία, η κόρη μου είχε πέσει θύμα βιασμού από τρεις αλήτες.

-Πουτάνα κάρμα! λέω κουνώντας το κεφάλι μου, μην μπορώντας να πιστέψω τα όσα ακούω.

-Αμαρτίες γονέων, συμπληρώνει η Ευγενία.

-Έτσι είναι…ότι δεν πλήρωσα εγώ, το πλήρωσε το παιδί μου, με το ίδιο νόμισμα.

-Και τώρα τι θες; Να σε λυπηθούμε; Την κόρη σου, ναι, τη λυπάμαι, γιατί δεν φταίνε ποτέ τα παιδιά για τα λάθη των μεγάλων. Εσένα όχι, όπως δε λυπήθηκες εσύ ποτέ τον δικό μας τον πατέρα, που έλιωσε από τη στεναχώρια του.

-Δε θέλω λύπηση. Δεν ήξερα, δεν είχα αντιληφθεί το μέγεθος του κακού που σας έκανα. Δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο ένας βιασμός στο σώμα μπορούσε να καταστρέψει μια ψυχή. Το έμαθα με το σκληρότερο τρόπο. Το παιδί μου λιώνει! Έχει πάθει νευρικό κλονισμό. Δύο χρόνια έχουν περάσει, ακόμα δεν έχει συνέλθει. Έχει κάνει τρεις απόπειρες αυτοκτονίας, έχει εισαχθεί άλλες δυο φορές σε νευρολογική κλινική, εκεί βρίσκεται και τώρα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξαναβρεί τον εαυτό της. Τα καθάρματα τη βίασαν διαδοχικά, από μπροστά και από πίσω!

-Σταμάτα! Φωνάζω. Όσο κι αν σε μισώ, δεν μπορώ να χαρώ που άλλο ένα αθώο πλάσμα πέρασε αυτά που μου έκανες.

-Τελικά, γιατί ήρθες; Για να μας πεις τη δακρύβρεχτη ιστορία σου; Συνεχίζει η Ευγενία. Και τι μας νοιάζει εμάς; Κρίμα το κορίτσι, αλλά έχουμε τους δικούς μας εαυτούς να λυπηθούμε.

-Ήθελα μόνο να ζητήσω συγνώμη, έστω και αργά.

-Συγνώμη; ΣΥΓΝΩΜΗ; Καγχάζω και με πιάνει ένα γέλιο υστερικό. Ακούς Ευγενία; Ήρθε να γυρέψει συγχώρεση ο κύριος! Μας γάμησε με κάθε πιθανό τρόπο, σώμα, ψυχή, οικογένεια, ζωές…και ζητάει συγνώμη! Νιώθω την οργή να βάφει κόκκινα τα μάγουλά μου. Άραγε, η κόρη σου ξέρει τι έγκλημα έχει κάνει ο μπαμπάκας της;

Πέφτει στα γόνατα και πάλι, αυτή τη φορά τα δικά μου.

-Μη, σε εκλιπαρώ! Μην της το πεις, δε θα το αντέξει!

-Μην ανησυχείς, το μόνο κάθαρμα εδώ μέσα είσαι εσύ. Δε θα έδινα μια κλωτσιά σε έναν ήδη διαλυμένο άνθρωπο, μόνο για να σε εκδικηθώ, αρκετά πέρασε ήδη η κόρη σου. Εσένα μισώ, όχι εκείνη.

-Συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη! Τα δάκρυά του τρέχουν ποτάμι. Απλώνω το χέρι, σηκώνω το πρόσωπό του και τον κοιτάζω κατάματα.

-ΠΟΤΕ δε θα σε συγχωρήσω! Φτύνω μία μία πάνω του τις λέξεις. ΠΟΤΕ! Ακόμα κι αν ήσουν στο νεκροκρέβατό σου κι ήταν η τελευταία σου επιθυμία, δε θα σε συγχωρούσα. Εύχομαι να καίγεται η ψυχή σου στην κόλαση αιώνια, όπως έκαψες τη δική μου τόσα χρόνια.

-Τότε, σε παρακαλώ σκότωσέ με, γύρισε στην Ευγενία. Για αυτό δεν ήρθατε; Κάντο! Σε παρακαλώ, κάντο και βάλε μου το όπλο στο χέρι, να μοιάζει με αυτοκτονία. Θα ελευθερωθείτε για πάντα.

-Καημένε…ούτε αυτό δεν είσαι άξιος να κάνεις μονάχος σου… Ε, λοιπόν, δε θα σου κάνουμε τη χάρη. Ζήσε με τις τύψεις σου, βλέπε το έγκλημα που εσύ έκανες, να το πληρώνει το παιδί σου, πέρασε τη ζωή σου θρηνώντας, όπως θρηνήσαμε εμείς τα νιάτα μας. Αξιολύπητος είσαι, μα εγώ δεν είμαι θεός, δεν μπορώ να σε λυπηθώ…Πάμε, Εριέτα, δεν εχουμε καμία άλλη δουλειά εδώ.

Γυρίζουμε την πλάτη και κατεβαίνουμε τις σκάλες, ακούγοντας τους λυγμούς να τραντάζουν το κορμί του. Φεύγουμε επιτέλους από αυτόν τον τόπο του εφιάλτη μας, αλλά ούτε ανάλαφρες είμαστε ούτε ικανοποιημένες. Η ζωή παίρνει την εκδίκησή της, μα πάντα ανάμεσα στους ενόχους την πληρώνουν κι οι αθώοι.

Ένα μηνα μετά

Στο δικηγορικό γραφείο επικρατεί πανικός. Εγώ φωνάζω πως αποκλείεται να δεχτώ κάτι τέτοιο και η Ευγενία προσπαθεί να με μεταπείσει.

Τρεις μέρες μετά από εκείνη τη νύχτα, η αστυνομία βρήκε το νεκρό του σώμα, πεσμένο στο πάτωμα του δωματίου του στην έπαυλη. Είχε χάσει το πλοίο, είχε τρεις μέρες να επικοινωνήσει με τους δικούς του και η γυναίκα του ειδοποίησε τις αρχές. Η ζέστη είχε ήδη αρχίσει τη λειτουργία της σήψης και η δυσωδία ήταν έντονη. Ανακοπή είπαν και θυμάμαι τον εαυτό μου να λέει «κοίτα που τελικά, είχε καρδιά το καθίκι». Τίποτα δεν ένιωσα, δε χάρηκα, δε λυπήθηκα, δε με άγγιξε καν.

Και να που σήμερα είμαστε στο γραφείο του δικηγόρου του, εγώ και η Ευγενία. Επικοινώνησε μαζί μας, καθώς ο αποθανών μας είχε συμπεριλάβει στη διαθήκη του. Μας άφησε την έπαυλη, η οποία είχε ήδη κανονίσει να ανακαινιστεί πλήρως με έξοδα δικά του. Είμαι έξαλλη, νιώθω πως μας εμπαίζει.

-Κατάλαβες τι έκανε; Ακόμα και μετά θάνατον, θέλει να μας θυμίζει όσα περάσαμε εξαιτίας του! Ούτε από τον τάφο δε θα μας αφήσει να ησυχάσουμε!

-Εριέτα, σκέψου λογικά. Η έπαυλη κάνει εκατομμύρια!

-Δε με νοιάζει! Ξεχνάς τι μας έκανε εκεί μέσα; Ανατριχιάζω και μόνο στην ιδέα να ξαναπατήσω εκεί!

-Όχι δεν ξεχνάω φυσικά! Σκέφτομαι όμως, πως ίσως θα μπορούσαμε μέσα από όλη αυτή τη φρίκη, να βγάλουμε κάτι καλό.

-Δηλαδή;

-Δηλαδή, τι θα έλεγες, να μετατρέπαμε την έπαυλη σε χώρο φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών;

-Συνέχισε… είπα με ξαφνικό ενδιαφέρον.

-Να, θα μπορούσαμε να διαμορφώσουμε το χώρο, τώρα με την ανακαίνιση, ώστε να φιλοξενούμε γυναίκες που έχουν υποστεί κακοποίηση, να τις υποστηρίζουμε ψυχολογικά και να τους δίνουμε χρόνο και χώρο ίασης.

-Και πώς θα το χρηματοδοτήσουμε όλο αυτό;

-Με τα ίδια του τα λεφτά φυσικά. Θυμάσαι την παχουλή αποζημίωση που μας είχαν δώσει τότε; Εκτός από τα χρήματα που δαπανήσαμε όσο σπούδαζες στην Αθήνα, όλα τα υπόλοιπα είναι κλειστά στην τράπεζα, αρνήθηκα να ξοδέψω έστω και ένα ευρώ από τα ματωμένα αυτά χρήματα. Μετά από τόσα χρόνια, το ποσό θα έχει ανέβει κι άλλο, είμαι σίγουρη ότι θα είναι πολλά, αρκετά για αυτό το έργο.

-Και αργότερα, μπορούμε να βρούμε και χορηγούς, λέω έχοντας αρχίσει να βλέπω πιο ζεστά την όλη ιδέα.

-Ακριβώς! Και μπορούμε να βοηθήσουμε και την κόρη του, να της δώσουμε έναν σκοπό στη ζωή.

-Τι σκοπό δηλαδή, λέω δύσπιστα.

-Ένα κακοποιημένο κοριτσι είναι ο πιο σωστός άνθρωπος για να στηρίξει και να βοηθήσει ένα άλλο κακοποιημένο κορίτσι.

-Δεν μπορούμε να της πούμε την αλήθεια!

-Πρέπει να της την πούμε, Εριέτα. Και να επιλέξει εκείνη. Αλλά, κάτι μου λέει πως δεν θα πει όχι. Κι εγώ θα γραφτώ σε πανεπιστήμιο ψυχολογίας. Εσύ δικηγόρος, θα αναλαμβάνεις τις υποθέσεις κι εγώ ψυχολόγος, θα αναλαμβάνω τη θεραπεία!

-Εντάξει, λοιπόν! Ας το κάνουμε!

Βγαίνουμε αγκαλιασμένες από το γραφείο. Έχουμε υπογράψει τα σχετικά χαρτιά και για πρώτη φορά μετά από χρόνια, έχουμε ένα όραμα, ένα στόχο και νιώθουμε επιτέλους τη ζωή να μας χαμογελάει!

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ -ΜΕΡΟΣ Β

 Η συμμετοχή μου στο Γ' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη, μου βγήκε κάπως ΤΕΡΑΣΤΙΑ, επομένως τη χώρισα σε τρία μέρη.

Κεντρική Ιδέα Πλοκής.

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού, οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο όμορφο. Στα δεξιά δεμένα σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία  μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο κάρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά. Φτάνει το τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει χρόνος. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στην διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις ερχόταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.




Η Ευγενία δεν είχε φανεί στο μαγαζί, είχε πάνω από δύο ώρες καθυστερήσει, αυτή που πάντα ερχόταν νωρίτερα. Πήγα από το σπίτι, μήπως την είχε πάρει ο ύπνος, άφαντη. Έψαξα στην παραλία, μήπως είχε ξεχαστεί διαβάζοντας, πουθενά πάλι. Καθώς έτρεχα αλαφιασμένη, τον είδα, πάνω στη μοτοσικλέτα του. «Τι συμβαίνει; Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένη;», με ρώτησε με ενδιαφέρον. «Ψάχνω την αδερφή μου, έχει εξαφανιστεί και δεν το συνηθίζει». «Ανέβα, θα σε βοηθήσω εγώ να τη βρούμε». Δε σκέφτηκα τίποτα, είχα ανησυχήσει απίστευτα. Λίγα λεπτά αργότερα σταμάτησε μπροστά από τη βίλα. «Τρελάθηκες; Γιατί με έφερες εδώ; Πρέπει να βρω την Ευγενία!». «Εδώ είναι η αδερφή σου, σώπα, έλα και θα δεις». Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, ήμουν σίγουρη πως κάτι πολύ κακό είχε συμβεί, αλλά τον ακολούθησα στο εσωτερικό της έπαυλης, στον επάνω όροφο, στα πίσω δωμάτια. Η Ευγενία ήταν πράγματι εκεί, γυμνή και δεμένη πισθάγκωνα σε μια καρέκλα. «Εριέτα, τρέχα, είναι τρελός, είναι παγίδα!» φώναξε, μα τα πόδια μου είχαν καρφωθεί στο έδαφος, τα μάτια μου είχαν ανοίξει διάπλατα και ένα ουρλιαχτό βγήκε από το στόμα μου. «Πολύ αργά, δεν έχεις να πας πουθενά! Και ούρλιαξε όσο θες, κανένας δε θα σε ακούσει εδώ», είπε τραβώντας δυνατά τα μαλλιά μου. «Όμορφη είναι η αδερφούλα σου όπως εσύ, δεν ήξερα ότι είστε δίδυμες, με ένα σμπάρο δυο τρυγώνια», έσυρε αργά τα δάχτυλά του στο στήθος της. «Μην την αγγίζεις, κάθαρμα!» τσίριξα και το χέρι του προσγειώθηκε στο μάγουλό μου. «Μην ανησυχείς και δεν κινδυνεύει…ακόμα έστω… αρκεί να συνεργαστείς… την αγαπάς πολύ, σωστά; Δε θα ήθελες να της συμβεί κάτι…» Κουνούσα αρνητικά το κεφάλι μου σε έναν τρελό ρυθμό, αδύναμη να αρθρώσω λέξη, ενώ η Ευγενία έκλαιγε ασταμάτητα. «Ξέρεις, εμένα κανείς δε μου λέει όχι… κι αφού δε μου δίνεις αυτό που θέλω με το καλό, θα το πάρω με το άγριο», το χαμόγελό του ήταν κρύο, σατανικό. Κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου κι έσκισε το φόρεμά μου. Με πέταξε πάνω στο κρεβάτι κι έβγαλε πάνω μου όλα τα κτηνώδη ένστικτά του. «Θα με κοιτάς!» πρόσταξε μόλις έκανα να κλείσω τα μάτια μου. Ελάχιστα λεπτά κράτησε, μα εμένα μου φάνηκαν αιώνες. Έπειτα, με γύρισε μπρούμυτα και με σοδόμισε με την ίδια αγριότητα, ήθελα να ουρλιάξω, αίμα έτρεχε ανάμεσα στα πόδια μου, μα τι νόημα θα είχε, μόνο χαρά θα του έδιναν τα ουρλιαχτά μου. Τελείωσε ξανά, είχε μια σατανική χαρά στο πρόσωπό του, μόλις με άφησε να σηκωθώ. Κατάφερα να ανασυγκροτηθώ, δεν θα τον άφηνα να με σπάσει, ήταν απλά ένα πήδημα, θα επιβίωνα, αρκεί να έβγαζα την Ευγενία σώα από εκεί μέσα, εκείνη δεν έφταιγε σε τίποτα, εξαιτίας μου τα τράβαγε όλα αυτά. Σα να μάντεψε τη σκέψη μου, σα να θύμωσε που δεν είχα καταρρεύσει, το σαδιστικό κτήνος ξύπνησε μέσα του. «Καλή είσαι, δε λέω, αλλά πρέπει να έχω μέτρο σύγκρισης» είπε κοιτάζοντάς την πονηρά. «Μην τολμήσεις, να την αγγίξεις»! «Μπα; Και ποιος θα με σταματήσει; Εσύ;» γέλασε χαιρέκακα. Η ιδέα και μόνο πως με είχε στο έλεός του έφτανε για να αποκτήσει νέα στύση. Έσπρωξε την καρέκλα της ώστε να ακουμπήσει στον τοίχο η πλάτη, σήκωσε ψηλά τα πόδια της και μπήκε μέσα της τόσο βίαια και δυνατά που της κόπηκε η ανάσα. Δάκρυα έτρεχαν και από των δύο μας τα μάτια πλέον. Κοίταξα γύρω μου, δεν μπορεί κάτι θα υπήρχε. Το μάτι μου έπεσε σε ένα μπρούτζινο κηροπήγιο πάνω στο κομοδίνο. Το άρπαξα και τον χτύπησα στο κεφάλι. Αίμα άρχισε να αναβλύζει, ζαλίστηκε κι έχασε την ισορροπία του. Τον κλώτσησα δυνατά ανάμεσα στα πόδια και διπλώθηκε από τον πόνο. Βρήκα ευκαιρία, καθώς σωριάστηκε στο έδαφος, να λύσω την Ευγενία. Μούγκριζε αυτός σαν πληγωμένο ζώο, αρχίσαμε να τρέχουμε έτσι γυμνές και ματωμένες. Βγήκαμε στον κήπο, στην πύλη, τρέχαμε, μόνο τρέχαμε ασταμάτητα. Ούτε που καταλάβαμε πώς βρεθήκαμε στον κεντρικό δρόμο, θυμάμαι την Ευγενία να καταρρέει κι εμένα να φωνάζω βοήθεια, κρατώντας το ματωμένο κηροπήγιο στο χέρι μου. Οι επόμενες ημέρες ήταν μια θολούρα. Αστυνομία, νοσοκομείο, εξετάσεις και πάλι αστυνομία. Κι έπειτα…έπεσε η ταφόπλακα. Ο νεαρός ήταν πολύ πλούσιος κι η οικογένειά του πολύ ισχυρή, ανήκε στους ‘ανέγγιχτους’. Ήμουν μάλιστα εξαιρετικά τυχερή που η οικογένειά του δεν μου υπέβαλε μήνυση για απόπειρα ανθρωποκτονίας, αφού το όπλο βρέθηκε στα χέρια μου! Ανέλαβαν όλα τα έξοδα της νοσηλείας μας και φυσικά, δώρισαν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό στην οικογένειά μας, για προίκα και σπουδές είπαν. Του κάκου χτυπιόμουν πως δεν θέλω τίποτα, πως θέλω μόνο να πληρώσει το κάθαρμα για αυτό που μας έκανε. «Εριέτα, αυτοί είναι μεγαθήρια, πώς να τα βάλουμε εμείς οι βαρκούλες μαζί τους, θα μας συνθλίψουν! Πρέπει να δεχτούμε όσα μας προσφέρουν, είναι η καλύτερη λύση» απεφάνθη ο πατέρας μου και το θέμα έληξε εκεί. Έκλαψα, πόνεσα, χτυπήθηκα, μα πήρα απόφαση πως δε γινόταν τίποτα άλλο. Έμεινα έναν ακόμα χρόνο. Ένα χρόνο γεμάτο βλέμματα. Βλέμματα οίκτου για το κακό που μας είχε βρει. Βλέμματα αηδίας που ήμασταν πλέον ‘ακάθαρτες’, για την κλειστή κοινωνία του νησιού. Βλέμματα επίκρισης, κυρίως προς εμένα, που τόλμησα να πιστέψω πως ένας γόνος εφοπλιστών θα με έβλεπε ποτέ σοβαρά. Βλέμματα κατηγορίας για όσα εξαιτίας μου πέρασε η Ευγενία. Δεν τα άντεχα, δεν τους άντεχα! Κλείστηκα σπίτι και το έριξα στο διάβασμα. Θα έδινα πανελλήνιες και θα έφευγα από το βρωμονήσι για πάντα! Κι έτσι έκανα. Πέρασα με υποτροφία στη Νομική Αθηνών. Θα πολεμούσα όλα αυτού του είδους τα ανθρωποειδή εκ των έσω. Τελείωσα με άριστα στα 4 χρόνια ακριβώς. Χρυσή την έκανα την Ευγενία να έρθει μαζί μου στην Αθήνα. Είχα πιάσει δουλειά κι έβγαζα ήδη καλά χρήματα. Ήταν ανένδοτη. Ο πατέρας μου μετά από όσα είχαν γίνει, δεν ήταν ποτέ πια ο ίδιος. Με τον καιρό άρχισε να τα χάνει. «Δεν μπορώ Εριέτα να τους αφήσω μόνους, φύγε εσύ, κοίτα τη ζωή σου την καριέρα σου». Ακόμα κι όταν άνοιξα δικό μου γραφείο και της ζήτησα να έρθει να δουλέψει μαζί μου σαν γραμματέας, η ίδια απάντηση. «Μα, εδώ θάβεσαι, δεν το καταλαβαίνεις; Πάντα θα είσαι η βιασμένη, κανείς δε θα τολμάει να σε πλησιάσει, έλα μαζί μου σε παρακαλώ». Και πάλι, όχι. Ακόμα κι όταν πέθαναν οι γονείς μας, ελεύθερη πια από υποχρεώσεις, η άρνησή της παρέμενε σταθερή. Το ίδιο και οι ενοχές μου, παρόλο που η ίδια δε με κατηγόρησε ποτέ.

-Τον είδες;

-Ναι, τον αλήτη!

-Σε γνώρισε;

-Είμαι σίγουρη, αλλά δεν τόλμησε φυσικά να μου μιλήσει. Σε κανέναν δε μιλάει βασικά, ελάχιστα κυκλοφορεί.

-Τότε τι ήρθε να κάνει εδώ;

-Δεν ξέρω. Λένε πως πουλάει την έπαυλη.

Στο άκουσμα και μόνο της λέξης, ανατρίχιασα. Από εκείνο το βράδυ, είχε μείνει κλειστή και ρήμαζε. Κανείς δεν είχε έρθει ποτέ έκτοτε.

-Και δεν μπορούσε να βάλει μεσίτη; Πολύ παράξενο…

-Τι με νοιάζει βρε Εριέτα! Ήρθε…εσύ γιατί ήρθες; Τι ωφελεί να τον συναντήσεις ξανά; Ακόμα και να σου ομολογήσει, έχει παραγραφεί το έγκλημα, το ξέρεις καλύτερα από εμένα.

-Ευγενία…ψέματα σου είπα. Δεν ήρθα για να τον αντιμετωπίσω…

-Αλλά;

-‘Ηρθα για να τον σκοτώσω!

-Τρελάθηκες; Τι είναι αυτά που λες;

-Αυτό που ακούς, θα τον σκοτώσω!

-Παιδί μου σύνελθε, θα καταστρέψεις τη ζωή σου!

-ΠΟΙΑ ΖΩΗ ΜΟΥ; ουρλιάζω. Εμένη η ζωή μου τέλειωσε εκείνο το απόγευμα. Τότε που δεν του έφτασε να βιάσει το κορμί μου, μα χρησιμοποίησε την αγάπη μου για σένα για να βιάσει την ψυχή μου!

-Πάνε 24 χρόνια, έφυγες, άλλαξες, σπούδασες…

-Κι εσύ; Εσύ τι έκανες; Εσύ θάφτηκες στο νησί, εξαιτίας μου. Εξαιτίας μου βιάστηκες, εξαιτίας μου στιγματίστηκες, εξαιτίας μου δεν παντρεύτηκες ποτέ!

-Δε σε κατηγορώ Εριέτα, ποτέ δε σε κατηγόρησα! Αυτός ήταν το κτήνος! Αυτός είχε το άρρωστο μυαλό! Εσύ πού να το ξέρεις πού να το φανταστείς το μέγεθος της διαστροφής του;

-Ακριβώς! Το κτήνος μας διέλυσε τις ζωές, την οικογένεια, ξέχασες πώς ο πατέρας μας αρρώστησε μετά από όλα αυτά; Και μας πέταξε στα μούτρα τα λεφτά του!

-Και τώρα τι θες;

-Δικαιοσύνη!

-Δικαιοσύνη η εκδίκηση Εριέτα;

-Πες το όπως θες, Ευγενία, εγώ μόνο έτσι θα βρω τη γαλήνη. Αν δε θες μη με βοηθήσεις, αλλά μην κάνεις τον κόπο να προσπαθήσεις να με σταματήσεις.

-Θα σε βοηθήσω, Εριέτα, σε άφησα ποτέ σου μόνη; Αναστενάζει και μου απλώνει τα χέρια.

Μένουμε έτσι πιασμένες χέρι με χέρι ώρα πολλή. Δάκρυα κυλάνε κι από των δυο τα μάτια. Δεν είμαστε δολοφόνοι, δυο ψυχές καταρρακωμένες είμαστε, που η αγέλη των ανθρώπινων λύκων τις κατασπάραξε, όχι μόνο ο θύτης αλλά κι η κοινωνία ολάκερη. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε την κοινωνία, μα το κάθαρμα θα πάρει επιτέλους ότι του αξίζει.

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ - ΜΕΡΟΣ Α

 

Η συμμετοχή μου στο Γ' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη, μου βγήκε κάπως ΤΕΡΑΣΤΙΑ, επομένως τη χώρισα σε τρία μέρη.

Κεντρική Ιδέα Πλοκής.

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού, οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο όμορφο. Στα δεξιά δεμένα σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία  μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο κάρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά. Φτάνει το τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει χρόνος. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στην διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις ερχόταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.




 

ΜΕΡΟΣ Α’

Το λιμάνι μοιάζει μικρό και αφιλόξενο, παρά τις δεκάδες πλοία και ιδιωτικά σκάφη που είναι δεμένα στους κάβους του. Αυτό το λιλιπούτειο νησί, αυτό που γοητεύει τόσο τους ταξιδιώτες κάθε καλοκαίρι, για μένα κάποτε ήταν η φυλακή μου. Κοιτάζω γύρω μου τα όμορφα χρώματα που άπλωσε το δειλινό στον ουρανό, την ηρεμία της θάλασσας και τους ανθρώπους που νωχελικά μαζεύουν τις πετσέτες τους και φεύγουν από την παραλία. Άλλοι πάλι, παραμένουν να απολαύσουν ένα βραδινό μπανάκι. Το Αγκίστρι είναι από τα ελάχιστα νησιά που τα νερά δίπλα ακριβώς στο λιμάνι είναι τόσο διαυγή και γαλαζοπράσινα. Δε νιώθω τίποτα. Κανέναν ενθουσιασμό που τόσα χρόνια μετά επιστρέφω στη γενέτειρά μου. Πόσα αλήθεια; Πάνω από είκοσι σίγουρα. Έχασα το μέτρημα, δε με ενδιέφερε εξάλλου, ήθελα μόνο να τα αφήσω όλα πίσω μου και να μην στρέψω καν ξανά το βλέμμα μου. Να όμως, που η ζωή τα έφερε έτσι κι είμαι απόψε πάλι εδώ. Τόσα χρόνια μετά κι η καρδιά μου όχι μόνο δεν μαλάκωσε, αντίθετα το μίσος επέστρεψε δριμύτερο, μόλις έμαθα πως είχε το θράσος αυτό το καλοκαίρι να το περάσει στο νησί. Δεν είχε τολμήσει να εμφανιστεί από τότε, κάποτε άκουσα πως είχε φύγει στο εξωτερικό, στην Αυστραλία και μετά τα ίχνη χάθηκαν και κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν και τι έκανε. Μέχρι είκοσι μέρες πριν… Ξαφνικά, με αυτή τη σκέψη, νιώθω ένα ρίγος να διαπερνά την πλάτη μου και δεν είναι από τον ιδρώτα αυτή την ολόζεστη αυγουστιάτικη νύχτα. Αν δεν με είχε ειδοποιήσει η Ευγενία, που έπαθε κι εκείνη σοκ μόλις εμφανίστηκε μπροστά της, δεν θα μάθαινα ποτέ για την επιστροφή αυτή. Και μήπως θα ήταν καλύτερα έτσι; Από την ημέρα που το έμαθα, έχω χάσει τον ύπνο μου. Μου πήρε χρόνια να ξεπεράσω ότι μας είχε κάνει, μα τα κατάφερα και ζούσα μια έστω ήσυχη και σχετικά όμορφη ζωή. Τώρα μόνο μια λέξη έχει καρφωθεί στο μυαλό μου, η εκδίκηση. Έχει έρθει η ώρα να πληρώσει για όσα έκανε σε εμένα και την αδερφή μου, μας κατέστρεψε τη ζωή και τώρα θα χάσει τη δική του. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Κοιτάζω το μήνυμα στο κινητό μου, το έλαβα μόλις χτες από την Ευγενία «φτάνει το τέλος του μήνα, πρέπει να βιαστείς, δεν υπάρχει χρόνος». Στο τέλος του μήνα, στο τέλος του καλοκαιριού, θα φύγει και πάλι. Δε θα προλάβει. Τότε δείλιασα, μα τώρα θα τον σκοτώσω ακόμα κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω.

Χαμένη σε όλες αυτές τις σκέψεις, ούτε που κατάλαβα για πότε έδεσε το καράβι και αποβιβαστήκαμε. Τώρα περπατώ στα στενάκια που μεγάλωσα, κρατώ χαμηλά τα μάτια μου, κρύβω το πρόσωπό μου πίσω από το χείμαρρο των μαλλιών μου, δε θέλω κανέναν να δω, κανείς να με αναγνωρίσει, δεν θα αντέξω άλλο ένα κύμα οίκτου στο βλέμμα τους ή ακόμα χειρότερα, αποδοκιμασία που έφυγα κι άφησα πίσω την Ευγενία να το παλέψει όλο αυτό ολομόναχη. Όμως, δεν άντεχα να μείνω, δεν άντεχα λεπτό ακόμα. Ήμουν δειλή; Ίσως… Μα ο κόσμος μόνο να κρίνει ξέρει, μόνο να σχολιάζει μπορεί, χωρίς να έχει ιδέα τι περνάει ο άλλος. Αν δεν έφευγα, θα τους μισούσα όλους. Την Ευγενία, που για χάρη της μόνο θα έμενα, τη μάνα μου που μοιρολογούσε νύχτα μέρα, τον πατέρα μου που δεν τον σκότωσε και δε με άφησε να αναζητήσω δικαιοσύνη, τον εαυτό μου τον ίδιο. Ενώ τώρα, μισούσα μόνο εκείνον…

Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, η Ευγενία είναι ήδη εκεί και με περιμένει, με δάκρυα στα μάτια. Πέφτει στην αγκαλιά μου και κλαίει.

-Παλιοκόριτσο! Μου έλειψες τόσο πολύ!

Αφήνομαι στην αγκαλιά της, τη σφίγγω πάνω μου, κι εμένα μου έχει λείψει αφάνταστα. Από τότε που έφυγα, κάθε χρόνο έρχεται και μένει ένα μήνα μαζί μου, μα αυτό δεν είναι τίποτα. Κάποτε ήμασταν αχώριστες, δίδυμες αδερφές, σχεδόν ολόιδιες εξωτερικά, μα τόσο αλλιώτικες στο χαρακτήρα. Ήρεμη θάλασσα εκείνη, φωτιά μαινόμενη εγώ. Δε με χωρούσε ο τόπος, ήθελα να απλώσω τα φτερά μου ψηλά, τόσο ψηλά που να άγγιζα τον ήλιο. Τόσο ψηλά νόμιζα πως θα πετάξω, που τελικά κάηκα…

Ήταν καλοκαίρι του 1990, μόλις είχαμε κλείσει τα 17. Το νησί ήταν ακόμα παρθένο και το επέλεγαν μόνο οι ψαγμένοι και οι πλούσιοι. Ανάμεσά τους κι εκείνος. Πλουσιόπαιδο, γόνος μεγάλης εφοπλιστικής οικογένειας, είχε μόλις αποκτήσει μια βίλα στο νησί, δώρο του πατέρα του για την εισαγωγή του στην Ιατρική Αθηνών. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που τον είδα, στην παραλία. Είχαμε μαζευτεί καμιά δεκαριά λυκειόπαιδα, είχαμε ανάψει φωτιά και τραγουδούσαμε, ενώ δυο αγόρια έπαιζαν κιθάρα. Ήμουν μόνη, η Ευγενία δούλευε στην ταβέρνα του πατέρα μου. Έτσι περνούσαμε τα καλοκαίρια, μοιράζαμε τις βάρδιες, η μία το μεσημέρι κι η άλλη το βράδυ. Η μοναχική και ντροπαλή Ευγενία, προτιμούσε να έχει ελεύθερα τα πρωινά της, να χάνεται στις πιο απόμερες σπηλιές του νησιού με ένα βιβλίο στο χέρι. Εγώ πάλι, ήθελα να είμαι ελεύθερη τα βράδια, να βγαίνω, να χορεύω στην παραλία. Τα είχαμε βρει μεταξύ μας κι οι γονείς μας δεν είχαν αντίρρηση. Όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω μου, ήταν φανερό πως με έτρωγε με τα μάτια. Ήξερα καλά ποιος ήταν, τα ακριβά του ρούχα πρόδιδαν την καταγωγή του κι άλλωστε είχε βουήξει ο τόπος, δεν αγόραζε κάθε μέρα σπίτι στο Αγκίστρι κάποιος τόσο πλούσιος. Άλλη στη θέση μου ίσως να είχε δειλιάσει, να είχε νιώσει άβολα, μα όχι εγώ. Ανταπόδωσα θαρρετά το βλέμμα και χαμογέλασα. Πήρε θάρρος, με πλησίασε κι η ανάσα μου πλημμύρισε από το άρωμά του. Όλο το βράδυ δεν έφυγε από δίπλα μου, το ξημέρωμα μας βρήκε αγκαλιασμένους, χωρίσαμε με ένα φιλί κι ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το βράδυ, ίδια ώρα, ίδιο μέρος. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, μια ερωτοχτυπημένη έφηβη! Όλο το καλοκαίρι σχεδόν, το περάσαμε παρέα. Είχα κλείσει τα αυτιά μου σε όλες τις προειδοποιήσεις της Ευγενίας πως πρέπει να φυλάγομαι, πως οι άντρες σαν κι αυτόν δεν μένουν με γυναίκες φτωχές σαν εμένα, μόνο τις γλεντάνε και φεύγουν. Αυτός ήταν διαφορετικός! Αυτός με αγαπούσε! Μου το είχε πει! Και γιατί παρακαλώ; Τι είχαν οι πλούσιες που δεν είχα εγώ, εκτός από χρήματα; Μέχρι ότι με ζήλευε την κατηγόρησα. Οι μέρες έγιναν εβδομάδες, τα φιλιά του πιο απαιτητικά, τα χέρια του ταξίδευαν στο κορμί μου, όμως κάτι μέσα μου δε με άφηνε να κάνω το μεγάλο βήμα και να γίνω δική του. «Γιατί δε θες να κάνουμε έρωτα;», με ρώτησε ένα βράδυ, αφού και πάλι τον είχα σταματήσει από το να με γδύσει. Δεν ήξερα πώς να το πω για να μην ακουστεί χαζό, αποφάσισα να το ξεφουρνίσω όπως και να έχει. «Δε γίνεται όσο είμαστε έτσι, καλέ μου. Πρέπει να με ζητήσεις πρώτα από τον πατέρα μου». Ούτε κατάλαβα για πότε πετάχτηκε πάνω και εγώ βρέθηκα από την αγκαλιά του ριγμένη στην άμμο. Πήγαινε πάνω κάτω πανικόβλητος και ούτε λίγο ούτε πολύ με κατηγόρησε πως προσπάθησα να τον τυλίξω, να του φάω τα χρήματά του και μου είπε πως ποτέ δε θα παντρευόταν μια γυναίκα σαν εμένα. Σηκώθηκα κι έφυγα κλαίγοντας, δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο ταπεινωμένη στη ζωή μου…ως εκείνη τη στιγμή έστω. Γύρισα σπίτι, η Ευγενία κοιμόταν, την ξύπνησα, της είπα πόσο δίκιο είχε και έμεινε ξάγρυπνη όλη νύχτα να με παρηγορεί. Από το ίδιο πρωί κιόλας, μάζεψα την περηφάνια μου και περπάτησα με το κεφάλι ψηλά. Άπειρες φορές, προσπάθησε να με πλησιάσει, αλλά τον αγνοούσα. Ακόμα κι όταν μου ζήτησε συγνώμη για όσα είπε και με παρακάλεσε να το πάρουμε από την αρχή, ήμουν σίγουρη από το βλέμμα του πως δεν το εννοούσε. Τον απέρριψα κι έφυγε πολύ θυμωμένος. Δυο μέρες αργότερα, θα βίωνα όσα ούτε στο χειρότερο εφιάλτη μου δε φανταζόμουν.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ

 Η συμμετοχή μου στο Β' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη.


Το σπιτάκι στην άκρη του λόφου, όπως πάντα φιλόξενο, έμοιαζε να την περιμένει. Το κοίταζε από την ώρα που πήρε τη στροφή και το είδε να σχηματίζεται από απόσταση στην κορυφή του υψώματος. Όσο το πλησίαζε κι η μορφή του γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη, μια γλυκειά αδημονία την τύλιγε. Ήξερε πως εδώ θα έβρισκε τις απαντήσεις που γύρευε. Πάντα ήταν το καταφύγιό της αυτό το ξύλινο μικρό σπίτι, όπου είχε περάσει όλα τα παιδικά της καλοκαίρια στη ζεστή αγκαλιά της γιαγιάς της. Από τότε που πέθανε η γιαγιά Κατερίνα, ήταν η μόνη από την οικογένεια που συνέχισε να πηγαίνει στο χωριουδάκι, καθώς ήταν αρκετές ώρες ταξίδι από την πόλη που έμεναν. Δεν την ένοιαζε καθόλου η απόσταση, είχε αγαπήσει αυτόν τον τόπο, τους ανθρώπους του, τις μυρωδιές του, τη γαλήνη του. Χειμώνιασε και νύχτωνε πια νωρίς. Είχε από την προηγούμενη ειδοποιήσει την κυρα-Μάρω, τη γυναίκα που φρόντιζε το σπίτι για λογαριασμό της, ότι θα ερχόταν, ώστε να φροντίσει να είναι όλα έτοιμα, το τζάκι αναμμένο και τα ντουλάπια γεμάτα. Ήταν και η μόνη που ήξερε πως θα βρισκόταν εκεί η Μαργαρίτα, σε κανέναν άλλο δεν το είχε πει, είχε απλά εξαφανιστεί, κλείνοντας το κινητό της, αδιαφορώντας για το ποιος θα την αναζητούσε. Είχε ανάγκη να μείνει μόνη της να σκεφτεί, να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά. Ασυναίσθητα, έβαλε το χέρι της στην κοιλιά της. Προσπάθησε να αφουγκραστεί τη ζωή πίσω από τους γυμνασμένους κοιλιακούς της, αλλά δεν ένιωσε παρά ένα γουργούρισμα που της υπενθύμισε ότι πεινούσε. Η καμινάδα έβγαζε πυκνό καπνό, σημάδι πως η κυρα-Μάρω είχε κάνει τη δουλειά της και η Μαργαρίτα ένιωσε την ανυπομονησία της να γιγαντώνεται, καθώς πάρκαρε στην αυλή. Βγήκε από το αμάξι της και το κρύο της περόνιασε το κορμί, είχε ξεχάσει πόσο πιο νωρίς έπεφτε στο μέρος αυτό η θερμοκρασία. Τα χνώτα της ζεστά, σημάδευαν τον αέρα καθώς ανέπνεε. Η κυρά-Μάρω έτρεξε να την υποδεχτεί.

-Έλα μέσα γρήγορα, θα πουντιάσεις! της είπε και την πήρε από το χέρι βιαστικά να τη βάλει μέσα στο σπίτι. Αμάν, ολόκληρη κοπέλα έγινες κι ακόμα δεν έβαλες μυαλό! Πού πας με το πουλοβεράκι; Πνευμονία θα πάθεις!

Η Μαργαρίτα γέλασε με το καλόκαρδο μάλωμα και έκλεισε την ηλικιωμένη γυναίκα στην αγκαλιά της.

-Μαργαρίτα μου! Καλώς όρισες! Είπε χαρούμενα η γυναίκα και την έσφιξε λίγο ακόμα. Έπειτα, την έπιασε από τα χέρια και την περιεργάστηκε. Τι όμορφη που είσαι, κοπέλα μου! Ίδια η γιαγιά σου στα νιάτα της, με τα καστανά μαλλιά της και τα πράσινα σμαραγδένια μάτια της. Για κάνε μια στροφή να σε καμαρώσω!

Η Μαργαρίτα υπάκουσε γελώντας. Πόσο της είχε λείψει η κυρα-Μάρω, το χωριό, όλοι και όλα. Είχε πάνω από χρόνο να έρθει, μπλεγμένη καθώς ήταν με τις δουλειές, τις συναυλίες και το νέο δίσκο που μόλις είχε κυκλοφορήσει.

-Για να σε δω… Σαν κάτι να έχει αλλάξει πάνω σου… Τα μάγουλά σου είναι πιο ροδαλά από συνήθως, το δέρμα σου πιο λαμπερό! Μαργαρίτα! Ή ερωτευμένη είσαι… ή έγκυος! Ή και τα δύο!

-Τι λες κυρά Μάρω, πας καλά; Είπε σχεδόν τρομοκρατημένη που η οικονόμος την ήξερε τόσο καλά και τόσο εύκολα την είχε διαβάσει. Σε κανέναν δεν είχε πει για την εγκυμοσύνη, ούτε καν στο σύντροφό της. Τίποτα από τα δυο σε διαβεβαιώνω.

Η Μάρω δε φάνηκε να την πιστεύει, αλλά δε θέλησε και να επιμείνει για να μην τη φέρει σε δύσκολη θέση.

-Λοιπόν, κορίτσι μου, όπως τα ζήτησες, το τζάκι είναι αναμμένο, τα ντουλάπια γεμάτα και στο τσουκάλι σου έχω βράσει μια σούπα, μα τι σούπα! Κοτόσουπα με δική μας κότα και λαχανικά από τον κήπο μου, να γλείφεις τα δάχτυλά σου.

-Κάθησε να φάμε παρέα, την προσκάλεσε.

-Θα φύγω, Μαργαρίτα μου, να κατεβώ γρήγορα στο χωριό, γιατί λένε θα ξεσπάσει θύελλα τη νύχτα, μη με βρει στο δρόμο. Αν κοπάσει, θα έρθω αύριο για καφέ, να μου πεις και τα νέα σου, είμαι σίγουρη έχεις πολλά. Της έκλεισε το μάτι κι έφυγε αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπό της.

«Και τώρα μόνες μας, Μαργαριτούλα», σκέφτηκε. Η ώρα ήταν 4 το απόγευμα και δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα της. Η μυρωδιά της κοτόσουπας της έσπασε τη μύτη, πήγε σχεδόν τρέχοντας στην κουζίνα και σέρβιρε ένα αχνιστό πιάτο. Έβαλε κι ένα ποτήρι λευκό κρασί να συνοδεύσει το γεύμα της. Καθώς έφερε το ποτήρι στα χείλη της, η σκέψη του μωρού την έκανε να σταματήσει. Όμως μόνο για λίγα δευτερόλεπτα, μετά ανασήκωσε τους ώμους κι ήπιε την πρώτη γουλιά. «Τι σημασία έχει ούτως ή άλλως;» αναρρωτήθηκε. Αφού έφαγε το φαγητό της, έκανε να βγει να πάρει από το αυτοκίνητο τη βαλίτσα της, αλλά ήρθε αντιμέτωπη με μια σφοδρή επίθεση αέρα και οι πρώτες νιφάδες χιονιού είχαν αρχίσει να πέφτουν. «Απίστευτο!» μονολόγησε. Τελικά, είχε δίκιο η Μάρω που της μίλησε για θύελλα, παρόλο που μια ώρα πριν δε φαινόταν τίποτα στον ουρανό. Με κόπο έφτασε ως το αυτοκίνητό της, άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ και πήρε τα πράγματά της. Ούτως ή άλλως, ελάχιστα είχε φέρει μαζί της. Επέστρεψε κι έκλεισε πίσω της την πόρτα, καθώς το χιόνι κι ο άνεμος δυνάμωναν. Ευτυχώς, είχε αρκετές προμήθειες σε φαγητό και ξύλα, ώστε να μην ανησυχεί για την περίπτωση που ξεμείνει αποκλεισμένη μια δυο μέρες.

Πήρε το μπουκάλι με το κρασί και μεταφέρθηκε μπροστά στο τζάκι. Άφησε τις φλόγες να της ζεστάνουν το πρόσωπο, μα η καρδιά της ήταν παγωμένη. Μάλλον, μουδιασμένη θα έλεγε καλύτερα. Από την ημέρα που έμαθε για την εγκυμοσύνη, όλα είχαν μπει σε αργή κίνηση. Με τον Κώστα ήταν μόλις μερικούς μήνες μαζί και, αν και ήταν πολύ ερωτευμένοι, η σχέση τους δεν είχε δοκιμαστεί στο χρόνο. Εκείνη πάλι βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας της. Τα τραγούδια της ήταν σχεδόν μόνιμα στην κορυφή των προτιμήσεων και οι συναυλίες της sold out μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Η καλοκαιρινή της περιοδεία την ανέδειξε αναμφισβήτητα σε βασίλισσα της μουσικής σκηνής της χώρας και μόλις είχε λάβει πρόταση για κάποιες συνεργασίες στο εξωτερικό. Μια εγκυμοσύνη, ένα μωρό, θα ήταν επαγγελματική αυτοκτονία. Συνέχισε να πίνει και να σκέφτεται, μια άγγιζε την κοιλιά της, μια δάκρυζε, μια σκεφτόταν πιο αποφασιστικά ότι η εγκυμοσύνη αυτή έπρεπε να τερματιστεί όσο ήταν καιρός. Δεν θα το έλεγε ποτέ σε κανέναν, θα ήταν το δικό της ένοχο μυστικό. Αν με τον Κώστα ήταν γραφτό, θα έκαναν αργότερα παιδιά. Αυτή η λογική απόφαση όμως, δεν καταλάγιαζε ούτε λίγο την τρικυμία μέσα της, που όσο το κρασί εισχωρούσε στο μυαλό της, γινόταν ακόμα μεγαλύτερη. Χαζεύοντας τις πυρόξανθες φλόγες, αποκοιμήθηκε. Λίγο αργότερα, ξύπνησε από ένα επίμονο χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξε τα μάτια της, ακόμα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, και πήγε να ανοίξει. Έκπληκτη, αντίκρυσε στην πόρτα της ένα μικρό κορίτσι, με μαύρα σγουρά μαλλιά μέχρι τους ώμους και καταπράσινα ματάκια. Το κοριτσάκι έτρεμε από το κρύο και τα ματάκια του ήταν υγρά. Θα’ ταν δε θα’ ταν τριών χρονών.

-Ο Χριστός κι η Παναγία! Τι κάνεις πουλάκι μου έξω στο χιονιά; Καμία απάντηση. Πού είναι οι γονείς σου; Χάθηκες; Καμία απάντηση. Το κοριτσάκι απλά την κοιτούσε μέσα στα μάτια, χωρίς να μιλάει.

Η Μαργαρίτα δίχως να χάσει καιρό, σήκωσε στην αγκαλιά της το νήπιο, κοίταξε καλά καλά γύρω της μήπως υπήρχε κάποιος ενήλικας και αφού είδε πως δεν υπήρχε κανένας, έμπασε το παιδί στο σπίτι.

-Έλα, κουκλίτσα μου, έλα να ζεσταθείς. Την έβαλε να καθίσει μπροστά στο τζάκι. Της έτριψε τα χεράκια να ζεσταθεί και την κράτησε στην αγκαλιά της.

-Χάθηκες;

-Μαμά; Είπε το κορίτσι αντί απάντησης.

-Μη φοβάσαι, αγάπη μου, θα τη βρούμε τη μαμά σου, στο υπόσχομαι. Πεινάς;

Το κοριτσάκι έγνεψε καταφατικά και η Μαργαρίτα έτρεξε να του βάλει ένα πιάτο σούπα. Ύστερα, γονάτισε μπροστά στη μικρή και άρχισε να την ταϊζει, αργά αργά, κουταλίτσα κουταλίτσα. Μόλις έφαγε όλο το πιάτο, της σκούπισε τρυφερά το στόμα και της έδωσε νερό.

-Μαμά; Ξαναείπε το κοριτσάκι, με ένα βλέμμα γεμάτο απορία.

-Θα τη βρούμε, μωρό μου, απλά όχι τώρα, δεν μπορούμε να βγούμε τώρα, χιονίζει πάρα πολύ. Πώς σε λένε;

-Κατερίνα.

-Τι όμορφο όνομα! Έτσι λέγαν τη γιαγιά μου, Κατερίνα. Δικό της είναι αυτό το σπίτι. Εγώ είμαι η Μαργαρίτα.

Το πανέμορφο πλασματάκι έμεινε να την κοιτάζει, χωρίς να μιλάει. Η Μαργαρίτα, αυθόρμητα, την έκλεισε και πάλι στην αγκαλιά της κι άρχισε να της τραγουδάει ένα νανούρισμα που της τραγουδούσε κι εκείνης η μητέρα της όταν ήταν μωρό. Σιγά σιγά, το παιδικό κορμάκι χαλάρωσε στα χέρια της και αποκοιμήθηκε. Η Μαργαρίτα έμεινε ώρα πολλή να την κοιτάζει. Χάζευε την τέλεια μικροσκοπική μυτούλα της, τα ροδαλά μαγουλάκια της που η ζέστη από το τζάκι τα είχε κάνει πιο κόκκινα, τις όμορφες μπούκλες που έπεφταν στο πρόσωπό της, τη ρυθμική αναπνοή της. Έσκυψε και άφησε ένα φιλί τρυφερά στο μέτωπό της, εισέπνευσε τη μεθυστική μωρουδιακή μυρωδιά της και κάτι μέσα της σκίρτησε, κάτι πρωτόγνωρο μα πολύ δυνατό. Τρόμαξε με την ένταση αυτού που ένιωσε και τινάχτηκε. Σηκώθηκε πολύ προσεκτικά για να μην την ξυπνήσει και την άφησε μαλακά πάνω στον καναπέ. Η ίδια περπάτησε μέχρι το παράθυρο, τράβηξε τις βαριές κουρτίνες και κοίταξε έξω. Το χιόνι έπεφτε με δύναμη, είχε νυχτώσει για τα καλά και κανένα ίχνος ζωής δεν υπήρχε. Η καρδιά της σφίχτηκε, καθώς αναλογίστηκε πως οι γονείς της μικρής είχαν μάλλον χαθεί στη χιονοθύελλα. Γύρισε να την κοιτάξει, αλλά…. Ο καναπές ήταν άδειος! Η Μαργαρίτα ένιωσε έναν τεράστιο φόβο να την κυριεύει κι άρχισε να την ψάχνει σαν τρελή.

-Κατερίνα; Κατερίνα; Πού είσαι; Θες να παίξουμε κρυφτό; Τη ρώτησε μαλακά στην αρχή. Πές μου ότι θες να παίξουμε κρυφτό κι εγώ θα σε ψάξω, είπε με την αγωνία της να κορυφώνεται.

Κι αυτό ακριβώς έκανε. Έψαξε σε όλο το σπίτι, κάτω από τα τραπέζια και τις καρέκλες, πίσω από τις πόρτες, στο μπάνιο, στις κρεβατοκάμαρες, παντού, μα η μικρή ήταν άφαντη! Αν δεν υπήρχε ακόμα το πιάτο της από τη σούπα πάνω στο τραπεζάκι μαζί με το ποτήρι που ήπιε νερό, θα πίστευε πως δεν υπήρξε ποτέ, πως την είχε φανταστεί. Αφού δεν τη βρήκε άρχισε να τη φωνάζει δυνατά, πιο δυνατά, σπαραχτικά σχεδόν, ώσπου βράχνιασε και έπειτα έπεσε παραδομένη στον καναπέ και ξέσπασε σε κλάματα. Ο πόνος της ήταν αβάσταχτος, σαν να είχε χάσει τον πιο δικό της άνθρωπο κι όχι ένα ξένο παιδί που γνώριζε μόλις δυο ώρες.

-Μαμα; Ακούστηκε λίγα δευτερόλεπτα μετά. Γιατί μαμά;

-Κατερίνα! Πετάχτηκε πάνω. Κατερίνα! Πού είσαι;

-Γιατί μαμά; Γιατί δε μ’ αγαπάς; Γιατί με σκότωσες μαμά; Γιατί μαμά; ΓΙΑΤΙ δε μ΄αγαπάς; ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΣ ΜΑΜΑ;;;

Η φωνή έγινε κραυγή κι όλο το πάτωμα μια λίμνη αίματος. Συνέχισε να φωνάζει απεγνωσμένα την Κατερίνα και η μόνη απάντηση που έπαιρνε ήταν η ίδια ερώτηση, ξανά και ξανά. «Γιατί με σκότωσες, μαμά;»

Πετάχτηκε κάθιδρη από τον καναπέ, η καρδιά της χτυπούσε με απίστευτη ταχύτητα. Κοίταξε γύρω της κι είδε ότι ήταν ολομόναχη. Το τζάκι σιγόκαιγε ακόμα και το χιόνι έπεφτε πυκνό. Πήρε πολλές βαθιές αναπνοές πριν πάρει απόφαση να σηκωθεί και να ψάξει το σπίτι. Κανένα ίχνος της μικρής, ούτε καν το πιάτο και το ποτήρι της. Ώστε δεν υπήρχε στ΄ αλήθεια, ήταν απλά ένα παιχνίδι του μυαλού της. Όμως ο πόνος που ένιωσε να της σκίζει την καρδιά όταν νόμιζε πως η μικρή Κατερίνα είχε χαθεί ήταν απόλυτα αληθινός. Ασυναίσθητα, έπιασε την κοιλιά της. Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά, αλλά δεν υπήρχε καμία περίπτωση να ξανακοιμηθεί. Έφτιαξε έναν ζεστό καφέ και έμεινε να ρεμβάζει τις χιονονιφάδες που στροβιλίζονταν στον αέρα. Χάιδευε την κοιλιά της κάθε τόσο και βυθιζόταν και πάλι στις σκέψεις της. Μέχρι να ξημερώσει, ήταν πια βέβαιη για την απόφασή της.

Ενάμιση χρόνο αργότερα

-Βαφτίζεται η δούλη του Θεού Κατερίνα, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Η Μαργαρίτα έλαμπε ολόκληρη. Στο πλάι της ο Κώστας, βαθύτατα συγκινημένος, της κρατούσε σφιχτά το χέρι. Ένα στρουμπουλό μωρό, με κατάμαυρες μπούκλες σαν του πατέρα της και καταπράσινα μάτια σαν της μητέρας της, αναπαυόταν νωχελικά στην αγκαλιά της νονάς της.

Κανείς ποτέ δεν έμαθε ότι η Μαργαρίτα σκόπευε να τερματίσει την εγκυμοσύνη της. Οι φόβοι της για τη σχέση της με τον Κώστα διαλύθηκαν τη στιγμή που του ανακοίνωσε ότι περίμενε παιδί κι αυτός άρχισε να τη στριφογυρίζει γελώντας από ευτυχία. Οι συναυλίες και η δισκογραφία πήγαν πίσω, αλλά με χαρά διαπίστωσε πως οι συνεργάτες της ήταν διατεθιμένοι να την περιμένουν ώσπου να μπορεί να επιστρέψει ενεργά στην καριέρα της.

Καθώς έβγαιναν από την εκκλησία, με τη νεοφώτιστη Κατερίνα αγκαλιά, η Μαργαρίτα κοίταξε ψηλά, στο θόλο, εκεί που δεσπόζει η εικόνα του Χριστού ως Παντοκράτορα. Έπειτα έπεσε το βλέμμα της σε μια εικόνα της Παναγίας, με τον Ιησού στην αγκαλιά της. Αν το έλεγε πουθενά, θα την περνούσαν σίγουρα για τρελή, μα θα ορκιζόταν ότι για μια φευγαλέα στιγμή, το βρέφος απέκτησε μαύρες μπούκλες ως τους ώμους, καταπράσινα μάτια και ροδαλά μαγουλάκια, ότι την κοίταξε και της χαμογέλασε, πριν επιστρέψει στην πρότερη μορφή του.

Κράτησε σφιχτά το χέρι του ανθρώπου που αγαπούσε, άφησε ένα φιλί στο λαδωμένο κεφαλάκι της μπέμπας, που είχε αποκοιμηθεί εξαντλημένη και σκέφτηκε ότι η ευτυχία είναι το πιο εύθραυστο πράγμα. Μια λάθος επιλογή, ένας παράλογος φόβος, αρκούν για να τιναχτεί στον αέρα. Ευτυχώς, η κόρη της δεν την άφησε να επιτρέψει στο φόβο της να κερδίσει! Ευτυχώς!