Η συμμετοχή μου στο Γ' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη, μου βγήκε κάπως ΤΕΡΑΣΤΙΑ, επομένως τη χώρισα σε τρία μέρη.
Κεντρική Ιδέα Πλοκής.
Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού, οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο όμορφο. Στα δεξιά δεμένα σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο κάρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά. Φτάνει το τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει χρόνος. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στην διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις ερχόταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.
ΜΕΡΟΣ
Γ΄
Είμαστε
έξω από την έπαυλη. Είναι νύχτα και ευτυχώς το σημείο το πιο ψηλό και
απομονωμένο του νησιού. Πέρασαν πέντε μέρες που το μόνο μέλημά μας ήταν η
παρακολούθηση κάθε κίνησής του. Πολύ προβλέψιμο το πρόγραμμά του, κάθε πρωί μπάνιο
στη θάλασσα, νωρίς, πριν κατέβει ο πολύς κόσμος και κάθε δεύτερη μέρα, μια
βόλτα στη χώρα, ίσα για να πάρει προμήθειες. Όλες τις υπόλοιπες ώρες τις πέρναγε
κλεισμένος στο σπίτι του, χωρίς να δέχεται ή να φιλοξενεί κανέναν, πράγμα πολύ
παράξενο. Αν σκόπευε να πουλήσει τη βίλλα πριν φύγει από το Αγκίστρι, δε θα έπρεπε
να δέχεται υποψήφιους αγοραστές, να τους ξεναγεί;
Η
μεγάλη καγκελόπορτα είναι ανοιχτή, μπαίνουμε με προσοχή στον κήπο. Η εικόνα της
εγκατάλειψης διάχυτη παντού, μας συμφέρει ωστόσο, καθώς η πυκνή και άναρχη
βλάστηση, σε συνδυασμό με το σκοτάδι, μας προσφέρουν πολύτιμη κάλυψη. Λίγα μέτρα
πιο πέρα, η βαριά ξύλινη εξώπορτα που οδηγούσε στο σαλόνι, ανοικτή και αυτή. Δε
μας παραξενεύει, οι άνθρωποι στα νησιά συνηθίζουν να κοιμούνται με τις πόρτες
ξεκλείδωτες, δεν νιώθουν τον κίνδυνο της πόλης. Μπαίνουμε ακροπατώντας, ο χώρος
είναι θεοσκότεινος και χρειαζόμαστε λίγο χρόνο να συνηθίσουν τα μάτια μας στο
σκοτάδι. Περασμένα μεσάνυχτα και ελπίζουμε να έχει κοιμηθεί. Δε σκοπεύω να τον
σκοτώσω κοιμισμένο, θα τον ξυπνήσω, θέλω να δει καλά το πρόσωπο που θα του πάρει
τη ζωή. Στα χέρια μου κρατάω σφιχτά ένα μικρό περίστροφο που αγόρασα, παράνομα
φυσικά, στην Αθήνα στη μαύρη αγορά. Ανεβαίνω τη στριφογυριστή σκάλα με τεράστια
προσοχή, τα σκαλιά τρίζουν στο πάτημά μου, πολυκαιρισμένα και απεριποίητα καθώς
είναι. Πίσω μου ακριβώς η Ευγενία. Ακούω το λαχάνιασμά της, σχεδόν μπορώ να
αφουγκραστώ την αγωνία και την ταχυκαρδία της. Εγώ από την άλλη, νιώθω μια πολύ
παράξενη ηρεμία. Ετοιμάζομαι να διαπράξω έγκλημα, έναν φόνο, αλλά το βήμα μου
είναι σταθερό και ο χτύπος της καρδιάς μου κανονικός. Ξέρω ότι η αυριανή μέρα
θα με βρει με χειροπέδες, δεν έχω κανένα σκοπό να κρυφτώ, όπως αυτός ο
άνανδρος, θα πληρώσω τις συνέπειες του νόμου και είναι μια απόλυτα συνειδητή
απόφαση όλο αυτό. Η Ευγενία υποσχέθηκε να υποστηρίξει πως δεν γνώριζε τα σχέδιά
μου, πως πίστευε ότι ήθελα να τον αντιμετωπίσω, πως ήρθε μαζί για συμπαράσταση
μόνο και πως όταν είδε το όπλο προσπάθησε να με σταματήσει. Αρκετά υπέφερε
εξαιτίας μου, αυτή έστω πρέπει να ζήσει ελεύθερη.
Φτάνουμε
στον πάνω όροφο. Μια αχνή γραμμή φωτός είναι η μοναδική ένδειξη ζωής. Έρχεται
από μια χαραμάδα στο τέλος του διαδρόμου. Συνειδητοποιώ από ποιο δωμάτιο και
για λίγο το αίμα μου παγώνει. Το κάθαρμα…κοιμάται εκεί που έγιναν όλα. Δεν ξέρω
πραγματικά αν αντέχω να μπω εκεί μέσα ξανά. Σφίγγω το χέρι της Ευγενίας και
ανασαίνω βαθιά. Τώρα που το σκέφτομαι, τι πιο ταιριαστό; Όλα να τελειώσουν
ακριβώς εκεί που άρχισαν. Σπρώχνω απαλά την πόρτα. Ξαφνικά, το φως ανάβει και
τον βλέπουμε απέναντί μας, καθισμένο στην καρέκλα, στην ίδια καρέκλα που βίασε
την αδερφή μου, και να μας κοιτά.
-Σας περίμενα…
Αργήσατε πολύ…Σε δυο μέρες θα έφευγα…
Εγώ
παραμένω αμίλητη. Έχω 24 χρόνια ακριβώς να τον αντικρίσω, πίστευα ότι θα ήμουν
εντάξει, μα έχω κοκαλώσει στη θέση μου, βάζω κρυφά το όπλο στην πίσω τσέπη του
τζιν μου, γιατί φοβάμαι πως από το τρέμουλο θα εκπυρσοκροτήσει. Αλλιώς το είχα
σχεδιάσει, αλλιώς έπαιζε το σενάριο στο μυαλό μου. Θα έμπαινα, θα κοιμόταν, θα
τον ξυπνούσα, θα τον έσερνα στο πάτωμα, θα εκλιπαρούσε για τη ζωή του κι εγώ θα
τον κοιτούσα κατάματα και θα του τίναζα τα μυαλά στον αέρα. Το λόγο παίρνει η
Ευγενία.
-Γιατί
γύρισες;
-Για
εσάς, για να σας ξαναδώ.
-Δε
σου έφτανε το κακό που έκανες; Να μας δείς γιατί; Για να καμαρώσεις το έργο
σου; Ορίστε, δες μας! Μόνες και κατεστραμμένες! Χάρηκες τώρα;
Τα μάτια
της πετάνε φλόγες, είναι έξαλλη, ποτέ δεν την έχω ξαναδεί έτσι. Είμαστε ακόμα
με τα χέρια σφιχτά μπλεγμένα. Αυτός χαμηλώνει το βλέμμα. Μια υπόνοια ενοχής
κρέμεται στο πρόσωπό του. Το καλύπτει με τις παλάμες του και αρχίζει…να κλαίει!
Είμαστε κι οι δυο άφωνες, αποσβολωμένες, καχύποπτες…τι σόι παιχνίδι μας παίζει
αυτή τη φορά; Ξαφνικά, όλο αυτό μοιάζει με κακογυρισμένη ταινία. Τι δουλειά
έχουμε εμείς εκεί μέσα; Δεν θέλω πια ούτε εκδίκηση, ούτε να τον σκοτώσω. Θέλω
απλά να φύγουμε από εδώ όσο πιο γρήγορα γίνεται, οι αναμνήσεις σκάνε πάνω μου
σα σφαίρες, ο αέρας λιγοστεύει, πνίγομαι.
-Ευγενία,
πάμε να φύγουμε, της λέω ικετευτικά, με το ζόρι βγαίνει η φωνή μου, μοιάζει πιο
πολύ με λυγμός, σχεδόν κλαίω.
-Δεν
πάω πουθενά! Φωνάζει και αρπάζει με το ελεύθερο χέρι της το όπλο από την τσέπη
μου.
Στον ήχο
της θαλάμης που οπλίζει, τινάζεται στη θέση του και την αντικρίζει. Πετάγεται
ξαφνικά επάνω και γονατίζει μπροστά της.
-Ναι!
Σε παρακαλώ, σκότωσέ με, βγάλε με από τη μιζέρια μου!
-Τι θες
να πεις; Τον ρωτάω.
-Είμαι
ένας δυστυχισμένος άνθρωπος, ένας δυστυχισμένος πατέρας, σας παρακαλώ, λυτρώστε
με.
Η
Ευγενία κατεβάζει το όπλο. Τίποτα δε βγάζει νόημα αυτή τη στιγμή. Με ένα νεύμα
μου, αρχίζει να μιλάει.
-Μετά
από εκείνο το καλοκαίρι, εγώ συνέχισα τη ζωή μου κανονικά. Προστατευμένος από τη
δύναμη και τα λεφτά του πατέρα μου, τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να με
αγγίξει. Δεν σκέφτηκα δεύτερη φορά όσα είχαν γίνει, σαν κλασικό κακομαθημένο
πλουσιόπαιδο, νόμιζα ότι ο κόσμος μου ανήκει και πως μπορώ ανενόχλητος να κάνω
ό,τι μου αρέσει. Η ζωή όμως, έχει άλλα σχέδια και πληρώνει τα κρίματα αργά ή
γρήγορα. Τέσσερα χρόνια μετά, παντρεύτηκα μία κοπέλα του κύκλου μου. Δεν την
αγάπησα, ούτε αυτή εμένα, ήταν καλή γυναίκα όμως και ο γάμος αυτός θα μου έδινε
κι άλλα χρήματα, κι άλλη εξουσία και φυσικά, διαδόχους. Πράγματι, ένα χρόνο
αργότερα ήρθε ο γιος μου. Κι άλλον ένα χρόνο μετά, η κόρη μου. Τότε κατάλαβα τι
θα πει έρωτας, λατρεία για έναν άνθρωπο. Τύλιγε τα χεράκια της γύρω μου και έχανα
τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Τη μεγάλωνα με απίστευτη αγάπη και φροντίδα,
την είχα μέσα σε μια φούσκα, για να μη μου πάθει τίποτα, πάντα με σωματοφύλακες,
πάντα ελεγχόμενη, τόσο που την έπνιξα. Ήρθε η εφηβεία και η μικρή μου διεκδικούσε
την ελευθερία της, αλλά εγώ φοβόμουν τόσο, που την περιόριζα όλο και
περισσότερο. Ώσπου ένα βράδυ, το έσκασε από το σπίτι. Βγήκε κρυφά, ολομόναχη,
ένα κορίτσι 16 ετών, πήρε ταξί και πήγε σε κάποιο μπαρ. Με ξύπνησε το τηλέφωνο
μέσα στα ξημερώματα. Με καλούσαν από την αστυνομία, η κόρη μου είχε πέσει θύμα
βιασμού από τρεις αλήτες.
-Πουτάνα
κάρμα! λέω κουνώντας το κεφάλι μου, μην μπορώντας να πιστέψω τα όσα ακούω.
-Αμαρτίες
γονέων, συμπληρώνει η Ευγενία.
-Έτσι
είναι…ότι δεν πλήρωσα εγώ, το πλήρωσε το παιδί μου, με το ίδιο νόμισμα.
-Και
τώρα τι θες; Να σε λυπηθούμε; Την κόρη σου, ναι, τη λυπάμαι, γιατί δεν φταίνε
ποτέ τα παιδιά για τα λάθη των μεγάλων. Εσένα όχι, όπως δε λυπήθηκες εσύ ποτέ
τον δικό μας τον πατέρα, που έλιωσε από τη στεναχώρια του.
-Δε
θέλω λύπηση. Δεν ήξερα, δεν είχα αντιληφθεί το μέγεθος του κακού που σας έκανα.
Δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο ένας βιασμός στο σώμα μπορούσε να καταστρέψει μια
ψυχή. Το έμαθα με το σκληρότερο τρόπο. Το παιδί μου λιώνει! Έχει πάθει νευρικό
κλονισμό. Δύο χρόνια έχουν περάσει, ακόμα δεν έχει συνέλθει. Έχει κάνει τρεις
απόπειρες αυτοκτονίας, έχει εισαχθεί άλλες δυο φορές σε νευρολογική κλινική,
εκεί βρίσκεται και τώρα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξαναβρεί τον εαυτό της.
Τα καθάρματα τη βίασαν διαδοχικά, από μπροστά και από πίσω!
-Σταμάτα!
Φωνάζω. Όσο κι αν σε μισώ, δεν μπορώ να χαρώ που άλλο ένα αθώο πλάσμα πέρασε αυτά
που μου έκανες.
-Τελικά,
γιατί ήρθες; Για να μας πεις τη δακρύβρεχτη ιστορία σου; Συνεχίζει η Ευγενία.
Και τι μας νοιάζει εμάς; Κρίμα το κορίτσι, αλλά έχουμε τους δικούς μας εαυτούς
να λυπηθούμε.
-Ήθελα
μόνο να ζητήσω συγνώμη, έστω και αργά.
-Συγνώμη;
ΣΥΓΝΩΜΗ; Καγχάζω και με πιάνει ένα γέλιο υστερικό. Ακούς Ευγενία; Ήρθε να γυρέψει
συγχώρεση ο κύριος! Μας γάμησε με κάθε πιθανό τρόπο, σώμα, ψυχή, οικογένεια,
ζωές…και ζητάει συγνώμη! Νιώθω την οργή να βάφει κόκκινα τα μάγουλά μου. Άραγε,
η κόρη σου ξέρει τι έγκλημα έχει κάνει ο μπαμπάκας της;
Πέφτει
στα γόνατα και πάλι, αυτή τη φορά τα δικά μου.
-Μη,
σε εκλιπαρώ! Μην της το πεις, δε θα το αντέξει!
-Μην
ανησυχείς, το μόνο κάθαρμα εδώ μέσα είσαι εσύ. Δε θα έδινα μια κλωτσιά σε έναν
ήδη διαλυμένο άνθρωπο, μόνο για να σε εκδικηθώ, αρκετά πέρασε ήδη η κόρη σου. Εσένα
μισώ, όχι εκείνη.
-Συγνώμη,
συγνώμη, συγνώμη! Τα δάκρυά του τρέχουν ποτάμι. Απλώνω το χέρι, σηκώνω το
πρόσωπό του και τον κοιτάζω κατάματα.
-ΠΟΤΕ
δε θα σε συγχωρήσω! Φτύνω μία μία πάνω του τις λέξεις. ΠΟΤΕ! Ακόμα κι αν ήσουν
στο νεκροκρέβατό σου κι ήταν η τελευταία σου επιθυμία, δε θα σε συγχωρούσα. Εύχομαι
να καίγεται η ψυχή σου στην κόλαση αιώνια, όπως έκαψες τη δική μου τόσα χρόνια.
-Τότε,
σε παρακαλώ σκότωσέ με, γύρισε στην Ευγενία. Για αυτό δεν ήρθατε; Κάντο! Σε
παρακαλώ, κάντο και βάλε μου το όπλο στο χέρι, να μοιάζει με αυτοκτονία. Θα
ελευθερωθείτε για πάντα.
-Καημένε…ούτε
αυτό δεν είσαι άξιος να κάνεις μονάχος σου… Ε, λοιπόν, δε θα σου κάνουμε τη
χάρη. Ζήσε με τις τύψεις σου, βλέπε το έγκλημα που εσύ έκανες, να το πληρώνει
το παιδί σου, πέρασε τη ζωή σου θρηνώντας, όπως θρηνήσαμε εμείς τα νιάτα μας.
Αξιολύπητος είσαι, μα εγώ δεν είμαι θεός, δεν μπορώ να σε λυπηθώ…Πάμε, Εριέτα,
δεν εχουμε καμία άλλη δουλειά εδώ.
Γυρίζουμε
την πλάτη και κατεβαίνουμε τις σκάλες, ακούγοντας τους λυγμούς να τραντάζουν το
κορμί του. Φεύγουμε επιτέλους από αυτόν τον τόπο του εφιάλτη μας, αλλά ούτε ανάλαφρες
είμαστε ούτε ικανοποιημένες. Η ζωή παίρνει την εκδίκησή της, μα πάντα ανάμεσα στους
ενόχους την πληρώνουν κι οι αθώοι.
Ένα
μηνα μετά
Στο
δικηγορικό γραφείο επικρατεί πανικός. Εγώ φωνάζω πως αποκλείεται να δεχτώ κάτι
τέτοιο και η Ευγενία προσπαθεί να με μεταπείσει.
Τρεις
μέρες μετά από εκείνη τη νύχτα, η αστυνομία βρήκε το νεκρό του σώμα, πεσμένο
στο πάτωμα του δωματίου του στην έπαυλη. Είχε χάσει το πλοίο, είχε τρεις μέρες
να επικοινωνήσει με τους δικούς του και η γυναίκα του ειδοποίησε τις αρχές. Η
ζέστη είχε ήδη αρχίσει τη λειτουργία της σήψης και η δυσωδία ήταν έντονη. Ανακοπή
είπαν και θυμάμαι τον εαυτό μου να λέει «κοίτα που τελικά, είχε καρδιά το
καθίκι». Τίποτα δεν ένιωσα, δε χάρηκα, δε λυπήθηκα, δε με άγγιξε καν.
Και
να που σήμερα είμαστε στο γραφείο του δικηγόρου του, εγώ και η Ευγενία. Επικοινώνησε
μαζί μας, καθώς ο αποθανών μας είχε συμπεριλάβει στη διαθήκη του. Μας άφησε την
έπαυλη, η οποία είχε ήδη κανονίσει να ανακαινιστεί πλήρως με έξοδα δικά του. Είμαι
έξαλλη, νιώθω πως μας εμπαίζει.
-Κατάλαβες
τι έκανε; Ακόμα και μετά θάνατον, θέλει να μας θυμίζει όσα περάσαμε εξαιτίας του!
Ούτε από τον τάφο δε θα μας αφήσει να ησυχάσουμε!
-Εριέτα,
σκέψου λογικά. Η έπαυλη κάνει εκατομμύρια!
-Δε
με νοιάζει! Ξεχνάς τι μας έκανε εκεί μέσα; Ανατριχιάζω και μόνο στην ιδέα να
ξαναπατήσω εκεί!
-Όχι
δεν ξεχνάω φυσικά! Σκέφτομαι όμως, πως ίσως θα μπορούσαμε μέσα από όλη αυτή τη
φρίκη, να βγάλουμε κάτι καλό.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή,
τι θα έλεγες, να μετατρέπαμε την έπαυλη σε χώρο φιλοξενίας κακοποιημένων
γυναικών;
-Συνέχισε…
είπα με ξαφνικό ενδιαφέρον.
-Να,
θα μπορούσαμε να διαμορφώσουμε το χώρο, τώρα με την ανακαίνιση, ώστε να
φιλοξενούμε γυναίκες που έχουν υποστεί κακοποίηση, να τις υποστηρίζουμε
ψυχολογικά και να τους δίνουμε χρόνο και χώρο ίασης.
-Και
πώς θα το χρηματοδοτήσουμε όλο αυτό;
-Με
τα ίδια του τα λεφτά φυσικά. Θυμάσαι την παχουλή αποζημίωση που μας είχαν δώσει
τότε; Εκτός από τα χρήματα που δαπανήσαμε όσο σπούδαζες στην Αθήνα, όλα τα
υπόλοιπα είναι κλειστά στην τράπεζα, αρνήθηκα να ξοδέψω έστω και ένα ευρώ από
τα ματωμένα αυτά χρήματα. Μετά από τόσα χρόνια, το ποσό θα έχει ανέβει κι άλλο,
είμαι σίγουρη ότι θα είναι πολλά, αρκετά για αυτό το έργο.
-Και
αργότερα, μπορούμε να βρούμε και χορηγούς, λέω έχοντας αρχίσει να βλέπω πιο
ζεστά την όλη ιδέα.
-Ακριβώς!
Και μπορούμε να βοηθήσουμε και την κόρη του, να της δώσουμε έναν σκοπό στη ζωή.
-Τι
σκοπό δηλαδή, λέω δύσπιστα.
-Ένα
κακοποιημένο κοριτσι είναι ο πιο σωστός άνθρωπος για να στηρίξει και να βοηθήσει
ένα άλλο κακοποιημένο κορίτσι.
-Δεν
μπορούμε να της πούμε την αλήθεια!
-Πρέπει
να της την πούμε, Εριέτα. Και να επιλέξει εκείνη. Αλλά, κάτι μου λέει πως δεν
θα πει όχι. Κι εγώ θα γραφτώ σε πανεπιστήμιο ψυχολογίας. Εσύ δικηγόρος, θα
αναλαμβάνεις τις υποθέσεις κι εγώ ψυχολόγος, θα αναλαμβάνω τη θεραπεία!
-Εντάξει,
λοιπόν! Ας το κάνουμε!
Βγαίνουμε
αγκαλιασμένες από το γραφείο. Έχουμε υπογράψει τα σχετικά χαρτιά και για πρώτη
φορά μετά από χρόνια, έχουμε ένα όραμα, ένα στόχο και νιώθουμε επιτέλους τη ζωή
να μας χαμογελάει!