Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ - ΜΕΡΟΣ Α

 

Η συμμετοχή μου στο Γ' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη, μου βγήκε κάπως ΤΕΡΑΣΤΙΑ, επομένως τη χώρισα σε τρία μέρη.

Κεντρική Ιδέα Πλοκής.

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού, οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο όμορφο. Στα δεξιά δεμένα σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία  μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο κάρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά. Φτάνει το τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει χρόνος. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στην διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις ερχόταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.




 

ΜΕΡΟΣ Α’

Το λιμάνι μοιάζει μικρό και αφιλόξενο, παρά τις δεκάδες πλοία και ιδιωτικά σκάφη που είναι δεμένα στους κάβους του. Αυτό το λιλιπούτειο νησί, αυτό που γοητεύει τόσο τους ταξιδιώτες κάθε καλοκαίρι, για μένα κάποτε ήταν η φυλακή μου. Κοιτάζω γύρω μου τα όμορφα χρώματα που άπλωσε το δειλινό στον ουρανό, την ηρεμία της θάλασσας και τους ανθρώπους που νωχελικά μαζεύουν τις πετσέτες τους και φεύγουν από την παραλία. Άλλοι πάλι, παραμένουν να απολαύσουν ένα βραδινό μπανάκι. Το Αγκίστρι είναι από τα ελάχιστα νησιά που τα νερά δίπλα ακριβώς στο λιμάνι είναι τόσο διαυγή και γαλαζοπράσινα. Δε νιώθω τίποτα. Κανέναν ενθουσιασμό που τόσα χρόνια μετά επιστρέφω στη γενέτειρά μου. Πόσα αλήθεια; Πάνω από είκοσι σίγουρα. Έχασα το μέτρημα, δε με ενδιέφερε εξάλλου, ήθελα μόνο να τα αφήσω όλα πίσω μου και να μην στρέψω καν ξανά το βλέμμα μου. Να όμως, που η ζωή τα έφερε έτσι κι είμαι απόψε πάλι εδώ. Τόσα χρόνια μετά κι η καρδιά μου όχι μόνο δεν μαλάκωσε, αντίθετα το μίσος επέστρεψε δριμύτερο, μόλις έμαθα πως είχε το θράσος αυτό το καλοκαίρι να το περάσει στο νησί. Δεν είχε τολμήσει να εμφανιστεί από τότε, κάποτε άκουσα πως είχε φύγει στο εξωτερικό, στην Αυστραλία και μετά τα ίχνη χάθηκαν και κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν και τι έκανε. Μέχρι είκοσι μέρες πριν… Ξαφνικά, με αυτή τη σκέψη, νιώθω ένα ρίγος να διαπερνά την πλάτη μου και δεν είναι από τον ιδρώτα αυτή την ολόζεστη αυγουστιάτικη νύχτα. Αν δεν με είχε ειδοποιήσει η Ευγενία, που έπαθε κι εκείνη σοκ μόλις εμφανίστηκε μπροστά της, δεν θα μάθαινα ποτέ για την επιστροφή αυτή. Και μήπως θα ήταν καλύτερα έτσι; Από την ημέρα που το έμαθα, έχω χάσει τον ύπνο μου. Μου πήρε χρόνια να ξεπεράσω ότι μας είχε κάνει, μα τα κατάφερα και ζούσα μια έστω ήσυχη και σχετικά όμορφη ζωή. Τώρα μόνο μια λέξη έχει καρφωθεί στο μυαλό μου, η εκδίκηση. Έχει έρθει η ώρα να πληρώσει για όσα έκανε σε εμένα και την αδερφή μου, μας κατέστρεψε τη ζωή και τώρα θα χάσει τη δική του. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Κοιτάζω το μήνυμα στο κινητό μου, το έλαβα μόλις χτες από την Ευγενία «φτάνει το τέλος του μήνα, πρέπει να βιαστείς, δεν υπάρχει χρόνος». Στο τέλος του μήνα, στο τέλος του καλοκαιριού, θα φύγει και πάλι. Δε θα προλάβει. Τότε δείλιασα, μα τώρα θα τον σκοτώσω ακόμα κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω.

Χαμένη σε όλες αυτές τις σκέψεις, ούτε που κατάλαβα για πότε έδεσε το καράβι και αποβιβαστήκαμε. Τώρα περπατώ στα στενάκια που μεγάλωσα, κρατώ χαμηλά τα μάτια μου, κρύβω το πρόσωπό μου πίσω από το χείμαρρο των μαλλιών μου, δε θέλω κανέναν να δω, κανείς να με αναγνωρίσει, δεν θα αντέξω άλλο ένα κύμα οίκτου στο βλέμμα τους ή ακόμα χειρότερα, αποδοκιμασία που έφυγα κι άφησα πίσω την Ευγενία να το παλέψει όλο αυτό ολομόναχη. Όμως, δεν άντεχα να μείνω, δεν άντεχα λεπτό ακόμα. Ήμουν δειλή; Ίσως… Μα ο κόσμος μόνο να κρίνει ξέρει, μόνο να σχολιάζει μπορεί, χωρίς να έχει ιδέα τι περνάει ο άλλος. Αν δεν έφευγα, θα τους μισούσα όλους. Την Ευγενία, που για χάρη της μόνο θα έμενα, τη μάνα μου που μοιρολογούσε νύχτα μέρα, τον πατέρα μου που δεν τον σκότωσε και δε με άφησε να αναζητήσω δικαιοσύνη, τον εαυτό μου τον ίδιο. Ενώ τώρα, μισούσα μόνο εκείνον…

Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, η Ευγενία είναι ήδη εκεί και με περιμένει, με δάκρυα στα μάτια. Πέφτει στην αγκαλιά μου και κλαίει.

-Παλιοκόριτσο! Μου έλειψες τόσο πολύ!

Αφήνομαι στην αγκαλιά της, τη σφίγγω πάνω μου, κι εμένα μου έχει λείψει αφάνταστα. Από τότε που έφυγα, κάθε χρόνο έρχεται και μένει ένα μήνα μαζί μου, μα αυτό δεν είναι τίποτα. Κάποτε ήμασταν αχώριστες, δίδυμες αδερφές, σχεδόν ολόιδιες εξωτερικά, μα τόσο αλλιώτικες στο χαρακτήρα. Ήρεμη θάλασσα εκείνη, φωτιά μαινόμενη εγώ. Δε με χωρούσε ο τόπος, ήθελα να απλώσω τα φτερά μου ψηλά, τόσο ψηλά που να άγγιζα τον ήλιο. Τόσο ψηλά νόμιζα πως θα πετάξω, που τελικά κάηκα…

Ήταν καλοκαίρι του 1990, μόλις είχαμε κλείσει τα 17. Το νησί ήταν ακόμα παρθένο και το επέλεγαν μόνο οι ψαγμένοι και οι πλούσιοι. Ανάμεσά τους κι εκείνος. Πλουσιόπαιδο, γόνος μεγάλης εφοπλιστικής οικογένειας, είχε μόλις αποκτήσει μια βίλα στο νησί, δώρο του πατέρα του για την εισαγωγή του στην Ιατρική Αθηνών. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που τον είδα, στην παραλία. Είχαμε μαζευτεί καμιά δεκαριά λυκειόπαιδα, είχαμε ανάψει φωτιά και τραγουδούσαμε, ενώ δυο αγόρια έπαιζαν κιθάρα. Ήμουν μόνη, η Ευγενία δούλευε στην ταβέρνα του πατέρα μου. Έτσι περνούσαμε τα καλοκαίρια, μοιράζαμε τις βάρδιες, η μία το μεσημέρι κι η άλλη το βράδυ. Η μοναχική και ντροπαλή Ευγενία, προτιμούσε να έχει ελεύθερα τα πρωινά της, να χάνεται στις πιο απόμερες σπηλιές του νησιού με ένα βιβλίο στο χέρι. Εγώ πάλι, ήθελα να είμαι ελεύθερη τα βράδια, να βγαίνω, να χορεύω στην παραλία. Τα είχαμε βρει μεταξύ μας κι οι γονείς μας δεν είχαν αντίρρηση. Όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω μου, ήταν φανερό πως με έτρωγε με τα μάτια. Ήξερα καλά ποιος ήταν, τα ακριβά του ρούχα πρόδιδαν την καταγωγή του κι άλλωστε είχε βουήξει ο τόπος, δεν αγόραζε κάθε μέρα σπίτι στο Αγκίστρι κάποιος τόσο πλούσιος. Άλλη στη θέση μου ίσως να είχε δειλιάσει, να είχε νιώσει άβολα, μα όχι εγώ. Ανταπόδωσα θαρρετά το βλέμμα και χαμογέλασα. Πήρε θάρρος, με πλησίασε κι η ανάσα μου πλημμύρισε από το άρωμά του. Όλο το βράδυ δεν έφυγε από δίπλα μου, το ξημέρωμα μας βρήκε αγκαλιασμένους, χωρίσαμε με ένα φιλί κι ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το βράδυ, ίδια ώρα, ίδιο μέρος. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, μια ερωτοχτυπημένη έφηβη! Όλο το καλοκαίρι σχεδόν, το περάσαμε παρέα. Είχα κλείσει τα αυτιά μου σε όλες τις προειδοποιήσεις της Ευγενίας πως πρέπει να φυλάγομαι, πως οι άντρες σαν κι αυτόν δεν μένουν με γυναίκες φτωχές σαν εμένα, μόνο τις γλεντάνε και φεύγουν. Αυτός ήταν διαφορετικός! Αυτός με αγαπούσε! Μου το είχε πει! Και γιατί παρακαλώ; Τι είχαν οι πλούσιες που δεν είχα εγώ, εκτός από χρήματα; Μέχρι ότι με ζήλευε την κατηγόρησα. Οι μέρες έγιναν εβδομάδες, τα φιλιά του πιο απαιτητικά, τα χέρια του ταξίδευαν στο κορμί μου, όμως κάτι μέσα μου δε με άφηνε να κάνω το μεγάλο βήμα και να γίνω δική του. «Γιατί δε θες να κάνουμε έρωτα;», με ρώτησε ένα βράδυ, αφού και πάλι τον είχα σταματήσει από το να με γδύσει. Δεν ήξερα πώς να το πω για να μην ακουστεί χαζό, αποφάσισα να το ξεφουρνίσω όπως και να έχει. «Δε γίνεται όσο είμαστε έτσι, καλέ μου. Πρέπει να με ζητήσεις πρώτα από τον πατέρα μου». Ούτε κατάλαβα για πότε πετάχτηκε πάνω και εγώ βρέθηκα από την αγκαλιά του ριγμένη στην άμμο. Πήγαινε πάνω κάτω πανικόβλητος και ούτε λίγο ούτε πολύ με κατηγόρησε πως προσπάθησα να τον τυλίξω, να του φάω τα χρήματά του και μου είπε πως ποτέ δε θα παντρευόταν μια γυναίκα σαν εμένα. Σηκώθηκα κι έφυγα κλαίγοντας, δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο ταπεινωμένη στη ζωή μου…ως εκείνη τη στιγμή έστω. Γύρισα σπίτι, η Ευγενία κοιμόταν, την ξύπνησα, της είπα πόσο δίκιο είχε και έμεινε ξάγρυπνη όλη νύχτα να με παρηγορεί. Από το ίδιο πρωί κιόλας, μάζεψα την περηφάνια μου και περπάτησα με το κεφάλι ψηλά. Άπειρες φορές, προσπάθησε να με πλησιάσει, αλλά τον αγνοούσα. Ακόμα κι όταν μου ζήτησε συγνώμη για όσα είπε και με παρακάλεσε να το πάρουμε από την αρχή, ήμουν σίγουρη από το βλέμμα του πως δεν το εννοούσε. Τον απέρριψα κι έφυγε πολύ θυμωμένος. Δυο μέρες αργότερα, θα βίωνα όσα ούτε στο χειρότερο εφιάλτη μου δε φανταζόμουν.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ

 Η συμμετοχή μου στο Β' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη.


Το σπιτάκι στην άκρη του λόφου, όπως πάντα φιλόξενο, έμοιαζε να την περιμένει. Το κοίταζε από την ώρα που πήρε τη στροφή και το είδε να σχηματίζεται από απόσταση στην κορυφή του υψώματος. Όσο το πλησίαζε κι η μορφή του γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη, μια γλυκειά αδημονία την τύλιγε. Ήξερε πως εδώ θα έβρισκε τις απαντήσεις που γύρευε. Πάντα ήταν το καταφύγιό της αυτό το ξύλινο μικρό σπίτι, όπου είχε περάσει όλα τα παιδικά της καλοκαίρια στη ζεστή αγκαλιά της γιαγιάς της. Από τότε που πέθανε η γιαγιά Κατερίνα, ήταν η μόνη από την οικογένεια που συνέχισε να πηγαίνει στο χωριουδάκι, καθώς ήταν αρκετές ώρες ταξίδι από την πόλη που έμεναν. Δεν την ένοιαζε καθόλου η απόσταση, είχε αγαπήσει αυτόν τον τόπο, τους ανθρώπους του, τις μυρωδιές του, τη γαλήνη του. Χειμώνιασε και νύχτωνε πια νωρίς. Είχε από την προηγούμενη ειδοποιήσει την κυρα-Μάρω, τη γυναίκα που φρόντιζε το σπίτι για λογαριασμό της, ότι θα ερχόταν, ώστε να φροντίσει να είναι όλα έτοιμα, το τζάκι αναμμένο και τα ντουλάπια γεμάτα. Ήταν και η μόνη που ήξερε πως θα βρισκόταν εκεί η Μαργαρίτα, σε κανέναν άλλο δεν το είχε πει, είχε απλά εξαφανιστεί, κλείνοντας το κινητό της, αδιαφορώντας για το ποιος θα την αναζητούσε. Είχε ανάγκη να μείνει μόνη της να σκεφτεί, να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά. Ασυναίσθητα, έβαλε το χέρι της στην κοιλιά της. Προσπάθησε να αφουγκραστεί τη ζωή πίσω από τους γυμνασμένους κοιλιακούς της, αλλά δεν ένιωσε παρά ένα γουργούρισμα που της υπενθύμισε ότι πεινούσε. Η καμινάδα έβγαζε πυκνό καπνό, σημάδι πως η κυρα-Μάρω είχε κάνει τη δουλειά της και η Μαργαρίτα ένιωσε την ανυπομονησία της να γιγαντώνεται, καθώς πάρκαρε στην αυλή. Βγήκε από το αμάξι της και το κρύο της περόνιασε το κορμί, είχε ξεχάσει πόσο πιο νωρίς έπεφτε στο μέρος αυτό η θερμοκρασία. Τα χνώτα της ζεστά, σημάδευαν τον αέρα καθώς ανέπνεε. Η κυρά-Μάρω έτρεξε να την υποδεχτεί.

-Έλα μέσα γρήγορα, θα πουντιάσεις! της είπε και την πήρε από το χέρι βιαστικά να τη βάλει μέσα στο σπίτι. Αμάν, ολόκληρη κοπέλα έγινες κι ακόμα δεν έβαλες μυαλό! Πού πας με το πουλοβεράκι; Πνευμονία θα πάθεις!

Η Μαργαρίτα γέλασε με το καλόκαρδο μάλωμα και έκλεισε την ηλικιωμένη γυναίκα στην αγκαλιά της.

-Μαργαρίτα μου! Καλώς όρισες! Είπε χαρούμενα η γυναίκα και την έσφιξε λίγο ακόμα. Έπειτα, την έπιασε από τα χέρια και την περιεργάστηκε. Τι όμορφη που είσαι, κοπέλα μου! Ίδια η γιαγιά σου στα νιάτα της, με τα καστανά μαλλιά της και τα πράσινα σμαραγδένια μάτια της. Για κάνε μια στροφή να σε καμαρώσω!

Η Μαργαρίτα υπάκουσε γελώντας. Πόσο της είχε λείψει η κυρα-Μάρω, το χωριό, όλοι και όλα. Είχε πάνω από χρόνο να έρθει, μπλεγμένη καθώς ήταν με τις δουλειές, τις συναυλίες και το νέο δίσκο που μόλις είχε κυκλοφορήσει.

-Για να σε δω… Σαν κάτι να έχει αλλάξει πάνω σου… Τα μάγουλά σου είναι πιο ροδαλά από συνήθως, το δέρμα σου πιο λαμπερό! Μαργαρίτα! Ή ερωτευμένη είσαι… ή έγκυος! Ή και τα δύο!

-Τι λες κυρά Μάρω, πας καλά; Είπε σχεδόν τρομοκρατημένη που η οικονόμος την ήξερε τόσο καλά και τόσο εύκολα την είχε διαβάσει. Σε κανέναν δεν είχε πει για την εγκυμοσύνη, ούτε καν στο σύντροφό της. Τίποτα από τα δυο σε διαβεβαιώνω.

Η Μάρω δε φάνηκε να την πιστεύει, αλλά δε θέλησε και να επιμείνει για να μην τη φέρει σε δύσκολη θέση.

-Λοιπόν, κορίτσι μου, όπως τα ζήτησες, το τζάκι είναι αναμμένο, τα ντουλάπια γεμάτα και στο τσουκάλι σου έχω βράσει μια σούπα, μα τι σούπα! Κοτόσουπα με δική μας κότα και λαχανικά από τον κήπο μου, να γλείφεις τα δάχτυλά σου.

-Κάθησε να φάμε παρέα, την προσκάλεσε.

-Θα φύγω, Μαργαρίτα μου, να κατεβώ γρήγορα στο χωριό, γιατί λένε θα ξεσπάσει θύελλα τη νύχτα, μη με βρει στο δρόμο. Αν κοπάσει, θα έρθω αύριο για καφέ, να μου πεις και τα νέα σου, είμαι σίγουρη έχεις πολλά. Της έκλεισε το μάτι κι έφυγε αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπό της.

«Και τώρα μόνες μας, Μαργαριτούλα», σκέφτηκε. Η ώρα ήταν 4 το απόγευμα και δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα της. Η μυρωδιά της κοτόσουπας της έσπασε τη μύτη, πήγε σχεδόν τρέχοντας στην κουζίνα και σέρβιρε ένα αχνιστό πιάτο. Έβαλε κι ένα ποτήρι λευκό κρασί να συνοδεύσει το γεύμα της. Καθώς έφερε το ποτήρι στα χείλη της, η σκέψη του μωρού την έκανε να σταματήσει. Όμως μόνο για λίγα δευτερόλεπτα, μετά ανασήκωσε τους ώμους κι ήπιε την πρώτη γουλιά. «Τι σημασία έχει ούτως ή άλλως;» αναρρωτήθηκε. Αφού έφαγε το φαγητό της, έκανε να βγει να πάρει από το αυτοκίνητο τη βαλίτσα της, αλλά ήρθε αντιμέτωπη με μια σφοδρή επίθεση αέρα και οι πρώτες νιφάδες χιονιού είχαν αρχίσει να πέφτουν. «Απίστευτο!» μονολόγησε. Τελικά, είχε δίκιο η Μάρω που της μίλησε για θύελλα, παρόλο που μια ώρα πριν δε φαινόταν τίποτα στον ουρανό. Με κόπο έφτασε ως το αυτοκίνητό της, άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ και πήρε τα πράγματά της. Ούτως ή άλλως, ελάχιστα είχε φέρει μαζί της. Επέστρεψε κι έκλεισε πίσω της την πόρτα, καθώς το χιόνι κι ο άνεμος δυνάμωναν. Ευτυχώς, είχε αρκετές προμήθειες σε φαγητό και ξύλα, ώστε να μην ανησυχεί για την περίπτωση που ξεμείνει αποκλεισμένη μια δυο μέρες.

Πήρε το μπουκάλι με το κρασί και μεταφέρθηκε μπροστά στο τζάκι. Άφησε τις φλόγες να της ζεστάνουν το πρόσωπο, μα η καρδιά της ήταν παγωμένη. Μάλλον, μουδιασμένη θα έλεγε καλύτερα. Από την ημέρα που έμαθε για την εγκυμοσύνη, όλα είχαν μπει σε αργή κίνηση. Με τον Κώστα ήταν μόλις μερικούς μήνες μαζί και, αν και ήταν πολύ ερωτευμένοι, η σχέση τους δεν είχε δοκιμαστεί στο χρόνο. Εκείνη πάλι βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας της. Τα τραγούδια της ήταν σχεδόν μόνιμα στην κορυφή των προτιμήσεων και οι συναυλίες της sold out μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Η καλοκαιρινή της περιοδεία την ανέδειξε αναμφισβήτητα σε βασίλισσα της μουσικής σκηνής της χώρας και μόλις είχε λάβει πρόταση για κάποιες συνεργασίες στο εξωτερικό. Μια εγκυμοσύνη, ένα μωρό, θα ήταν επαγγελματική αυτοκτονία. Συνέχισε να πίνει και να σκέφτεται, μια άγγιζε την κοιλιά της, μια δάκρυζε, μια σκεφτόταν πιο αποφασιστικά ότι η εγκυμοσύνη αυτή έπρεπε να τερματιστεί όσο ήταν καιρός. Δεν θα το έλεγε ποτέ σε κανέναν, θα ήταν το δικό της ένοχο μυστικό. Αν με τον Κώστα ήταν γραφτό, θα έκαναν αργότερα παιδιά. Αυτή η λογική απόφαση όμως, δεν καταλάγιαζε ούτε λίγο την τρικυμία μέσα της, που όσο το κρασί εισχωρούσε στο μυαλό της, γινόταν ακόμα μεγαλύτερη. Χαζεύοντας τις πυρόξανθες φλόγες, αποκοιμήθηκε. Λίγο αργότερα, ξύπνησε από ένα επίμονο χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξε τα μάτια της, ακόμα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, και πήγε να ανοίξει. Έκπληκτη, αντίκρυσε στην πόρτα της ένα μικρό κορίτσι, με μαύρα σγουρά μαλλιά μέχρι τους ώμους και καταπράσινα ματάκια. Το κοριτσάκι έτρεμε από το κρύο και τα ματάκια του ήταν υγρά. Θα’ ταν δε θα’ ταν τριών χρονών.

-Ο Χριστός κι η Παναγία! Τι κάνεις πουλάκι μου έξω στο χιονιά; Καμία απάντηση. Πού είναι οι γονείς σου; Χάθηκες; Καμία απάντηση. Το κοριτσάκι απλά την κοιτούσε μέσα στα μάτια, χωρίς να μιλάει.

Η Μαργαρίτα δίχως να χάσει καιρό, σήκωσε στην αγκαλιά της το νήπιο, κοίταξε καλά καλά γύρω της μήπως υπήρχε κάποιος ενήλικας και αφού είδε πως δεν υπήρχε κανένας, έμπασε το παιδί στο σπίτι.

-Έλα, κουκλίτσα μου, έλα να ζεσταθείς. Την έβαλε να καθίσει μπροστά στο τζάκι. Της έτριψε τα χεράκια να ζεσταθεί και την κράτησε στην αγκαλιά της.

-Χάθηκες;

-Μαμά; Είπε το κορίτσι αντί απάντησης.

-Μη φοβάσαι, αγάπη μου, θα τη βρούμε τη μαμά σου, στο υπόσχομαι. Πεινάς;

Το κοριτσάκι έγνεψε καταφατικά και η Μαργαρίτα έτρεξε να του βάλει ένα πιάτο σούπα. Ύστερα, γονάτισε μπροστά στη μικρή και άρχισε να την ταϊζει, αργά αργά, κουταλίτσα κουταλίτσα. Μόλις έφαγε όλο το πιάτο, της σκούπισε τρυφερά το στόμα και της έδωσε νερό.

-Μαμά; Ξαναείπε το κοριτσάκι, με ένα βλέμμα γεμάτο απορία.

-Θα τη βρούμε, μωρό μου, απλά όχι τώρα, δεν μπορούμε να βγούμε τώρα, χιονίζει πάρα πολύ. Πώς σε λένε;

-Κατερίνα.

-Τι όμορφο όνομα! Έτσι λέγαν τη γιαγιά μου, Κατερίνα. Δικό της είναι αυτό το σπίτι. Εγώ είμαι η Μαργαρίτα.

Το πανέμορφο πλασματάκι έμεινε να την κοιτάζει, χωρίς να μιλάει. Η Μαργαρίτα, αυθόρμητα, την έκλεισε και πάλι στην αγκαλιά της κι άρχισε να της τραγουδάει ένα νανούρισμα που της τραγουδούσε κι εκείνης η μητέρα της όταν ήταν μωρό. Σιγά σιγά, το παιδικό κορμάκι χαλάρωσε στα χέρια της και αποκοιμήθηκε. Η Μαργαρίτα έμεινε ώρα πολλή να την κοιτάζει. Χάζευε την τέλεια μικροσκοπική μυτούλα της, τα ροδαλά μαγουλάκια της που η ζέστη από το τζάκι τα είχε κάνει πιο κόκκινα, τις όμορφες μπούκλες που έπεφταν στο πρόσωπό της, τη ρυθμική αναπνοή της. Έσκυψε και άφησε ένα φιλί τρυφερά στο μέτωπό της, εισέπνευσε τη μεθυστική μωρουδιακή μυρωδιά της και κάτι μέσα της σκίρτησε, κάτι πρωτόγνωρο μα πολύ δυνατό. Τρόμαξε με την ένταση αυτού που ένιωσε και τινάχτηκε. Σηκώθηκε πολύ προσεκτικά για να μην την ξυπνήσει και την άφησε μαλακά πάνω στον καναπέ. Η ίδια περπάτησε μέχρι το παράθυρο, τράβηξε τις βαριές κουρτίνες και κοίταξε έξω. Το χιόνι έπεφτε με δύναμη, είχε νυχτώσει για τα καλά και κανένα ίχνος ζωής δεν υπήρχε. Η καρδιά της σφίχτηκε, καθώς αναλογίστηκε πως οι γονείς της μικρής είχαν μάλλον χαθεί στη χιονοθύελλα. Γύρισε να την κοιτάξει, αλλά…. Ο καναπές ήταν άδειος! Η Μαργαρίτα ένιωσε έναν τεράστιο φόβο να την κυριεύει κι άρχισε να την ψάχνει σαν τρελή.

-Κατερίνα; Κατερίνα; Πού είσαι; Θες να παίξουμε κρυφτό; Τη ρώτησε μαλακά στην αρχή. Πές μου ότι θες να παίξουμε κρυφτό κι εγώ θα σε ψάξω, είπε με την αγωνία της να κορυφώνεται.

Κι αυτό ακριβώς έκανε. Έψαξε σε όλο το σπίτι, κάτω από τα τραπέζια και τις καρέκλες, πίσω από τις πόρτες, στο μπάνιο, στις κρεβατοκάμαρες, παντού, μα η μικρή ήταν άφαντη! Αν δεν υπήρχε ακόμα το πιάτο της από τη σούπα πάνω στο τραπεζάκι μαζί με το ποτήρι που ήπιε νερό, θα πίστευε πως δεν υπήρξε ποτέ, πως την είχε φανταστεί. Αφού δεν τη βρήκε άρχισε να τη φωνάζει δυνατά, πιο δυνατά, σπαραχτικά σχεδόν, ώσπου βράχνιασε και έπειτα έπεσε παραδομένη στον καναπέ και ξέσπασε σε κλάματα. Ο πόνος της ήταν αβάσταχτος, σαν να είχε χάσει τον πιο δικό της άνθρωπο κι όχι ένα ξένο παιδί που γνώριζε μόλις δυο ώρες.

-Μαμα; Ακούστηκε λίγα δευτερόλεπτα μετά. Γιατί μαμά;

-Κατερίνα! Πετάχτηκε πάνω. Κατερίνα! Πού είσαι;

-Γιατί μαμά; Γιατί δε μ’ αγαπάς; Γιατί με σκότωσες μαμά; Γιατί μαμά; ΓΙΑΤΙ δε μ΄αγαπάς; ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΣ ΜΑΜΑ;;;

Η φωνή έγινε κραυγή κι όλο το πάτωμα μια λίμνη αίματος. Συνέχισε να φωνάζει απεγνωσμένα την Κατερίνα και η μόνη απάντηση που έπαιρνε ήταν η ίδια ερώτηση, ξανά και ξανά. «Γιατί με σκότωσες, μαμά;»

Πετάχτηκε κάθιδρη από τον καναπέ, η καρδιά της χτυπούσε με απίστευτη ταχύτητα. Κοίταξε γύρω της κι είδε ότι ήταν ολομόναχη. Το τζάκι σιγόκαιγε ακόμα και το χιόνι έπεφτε πυκνό. Πήρε πολλές βαθιές αναπνοές πριν πάρει απόφαση να σηκωθεί και να ψάξει το σπίτι. Κανένα ίχνος της μικρής, ούτε καν το πιάτο και το ποτήρι της. Ώστε δεν υπήρχε στ΄ αλήθεια, ήταν απλά ένα παιχνίδι του μυαλού της. Όμως ο πόνος που ένιωσε να της σκίζει την καρδιά όταν νόμιζε πως η μικρή Κατερίνα είχε χαθεί ήταν απόλυτα αληθινός. Ασυναίσθητα, έπιασε την κοιλιά της. Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά, αλλά δεν υπήρχε καμία περίπτωση να ξανακοιμηθεί. Έφτιαξε έναν ζεστό καφέ και έμεινε να ρεμβάζει τις χιονονιφάδες που στροβιλίζονταν στον αέρα. Χάιδευε την κοιλιά της κάθε τόσο και βυθιζόταν και πάλι στις σκέψεις της. Μέχρι να ξημερώσει, ήταν πια βέβαιη για την απόφασή της.

Ενάμιση χρόνο αργότερα

-Βαφτίζεται η δούλη του Θεού Κατερίνα, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Η Μαργαρίτα έλαμπε ολόκληρη. Στο πλάι της ο Κώστας, βαθύτατα συγκινημένος, της κρατούσε σφιχτά το χέρι. Ένα στρουμπουλό μωρό, με κατάμαυρες μπούκλες σαν του πατέρα της και καταπράσινα μάτια σαν της μητέρας της, αναπαυόταν νωχελικά στην αγκαλιά της νονάς της.

Κανείς ποτέ δεν έμαθε ότι η Μαργαρίτα σκόπευε να τερματίσει την εγκυμοσύνη της. Οι φόβοι της για τη σχέση της με τον Κώστα διαλύθηκαν τη στιγμή που του ανακοίνωσε ότι περίμενε παιδί κι αυτός άρχισε να τη στριφογυρίζει γελώντας από ευτυχία. Οι συναυλίες και η δισκογραφία πήγαν πίσω, αλλά με χαρά διαπίστωσε πως οι συνεργάτες της ήταν διατεθιμένοι να την περιμένουν ώσπου να μπορεί να επιστρέψει ενεργά στην καριέρα της.

Καθώς έβγαιναν από την εκκλησία, με τη νεοφώτιστη Κατερίνα αγκαλιά, η Μαργαρίτα κοίταξε ψηλά, στο θόλο, εκεί που δεσπόζει η εικόνα του Χριστού ως Παντοκράτορα. Έπειτα έπεσε το βλέμμα της σε μια εικόνα της Παναγίας, με τον Ιησού στην αγκαλιά της. Αν το έλεγε πουθενά, θα την περνούσαν σίγουρα για τρελή, μα θα ορκιζόταν ότι για μια φευγαλέα στιγμή, το βρέφος απέκτησε μαύρες μπούκλες ως τους ώμους, καταπράσινα μάτια και ροδαλά μαγουλάκια, ότι την κοίταξε και της χαμογέλασε, πριν επιστρέψει στην πρότερη μορφή του.

Κράτησε σφιχτά το χέρι του ανθρώπου που αγαπούσε, άφησε ένα φιλί στο λαδωμένο κεφαλάκι της μπέμπας, που είχε αποκοιμηθεί εξαντλημένη και σκέφτηκε ότι η ευτυχία είναι το πιο εύθραυστο πράγμα. Μια λάθος επιλογή, ένας παράλογος φόβος, αρκούν για να τιναχτεί στον αέρα. Ευτυχώς, η κόρη της δεν την άφησε να επιτρέψει στο φόβο της να κερδίσει! Ευτυχώς!

 

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Η ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΗ

 


Τρεις ολόκληρες μέρες κρυμμένος στο υπόγειο του εξοχικού των γονιών του στο Λουτράκι -ας είναι καλά ο παππούς του που κατά την κατοχή είχε χτίσει αυτό το δωμάτιο με κρυφή είσοδο σαν κρυψώνα από τους Γερμανούς-  ούτε που τον είχε δει το φως του ήλιου. Το κινητό του το είχε πετάξει σε ένα χαντάκι και είχε αγοράσει ένα από αυτά τα καρτοκινητά μιας χρήσης μόνο και μόνο για να μπορεί μέσω ίντερνετ να έχει μια επαφή με τον έξω κόσμο, να μαθαίνει τα νέα για την εξαφάνιση της Αγλαϊας και να μελετάει προσεκτικά τα χειρόγραφά της, μήπως και κατάφερνε να βγάλει νόημα από όλο αυτό. Το ήξερε καλά πως με τη φυγή του δυσχέραινε τη θέση του, τώρα πλέον όλη η αστυνομία θα τον έψαχνε, καθώς ήταν ο τελευταίος που την είχε δει ζωντανή, άρα ο βασικός ύποπτος για την εξαφάνισή της, μα ήταν αθώος διάολε! Κι έπρεπε πάσει θυσία να αποδείξει την αθωότητά του.

Η Αγλαϊα Μπένετου δεν ήταν μια τυχαία γυναίκα, ήταν μια εκ των πλουσιοτέρων γυναικών της χώρας, λεγόταν πως με ένα της τηλεφώνημα θα μπορούσε να ρίξει την κυβέρνηση. Ήταν επίσης μια εκ των εκκεντρικότερων. Δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ, ζούσε σχεδόν σαν ερημίτισσα σε μία παραθαλάσσια βίλα στο Καβούρι. Ο γάμος της με τον εφοπλιστή Μπένετο δεν είχε ευλογηθεί με παιδιά, αν και ακουγόταν ότι είχε μείνει έγκυος δυο -τρεις φορές αλλά η εγκυμοσύνη δεν εξελίχθηκε σωστά. Μάλιστα, κάποιοι απέδιδαν τη μοναχικότητά της σε αυτό ακριβώς το γεγονός. Όσο ζούσε ο Μπένετος, αναγκαστικά έβγαινε από το σπίτι και τον συνόδευε στα κοσμικά γεγονότα της πόλης, ωστόσο δεν υπάρχει ούτε μία φωτογραφία που να τη δείχνει γελαστή. Μετά το θάνατο του συζύγου της, απομονώθηκε τελείως. Μοναδική συντροφιά της, τα δύο σκυλιά της, τα άλογα και η πιστή της οικονόμος, που την ακολουθούσε τα τελευταία 40 χρόνια.

Η έκπληξη του Αναστάση όταν μια εβδομάδα πριν δέχτηκε το τηλεφώνημά της ήταν κάτι παραπάνω από τεράστια. Ήταν απλά ένας συγγραφέας, ένας αρκετά καταξιωμένος συγγραφέας, αλλά η Αγλαϊα Μπενέτου να ψάχνει εκείνον; Απίστευτο. Δε θέλησε να του πει από το τηλέφωνο τίποτα, του ζήτησε να την επισκεφτεί στο σπίτι της την επόμενη μέρα και φυσικά δέχτηκε. Δεν ήταν λίγο πράγμα να μπει η ίδια στον κόπο να τον αναζητήσει κι η περιέργειά του χτύπησε κόκκινο, δε θα έχανε αυτό το ραντεβού για τίποτα στον κόσμο.

Φτάνοντας στην έπαυλη το επόμενο πρωί, δε θα μπορούσε να μην αισθανθεί δέος. Ήταν πραγματικά το ομορφότερο σπίτι που είχε δει ποτέ, με τεράστια παράθυρα που έβλεπαν στη θάλασσα, έναν εξαιρετικά φροντισμένο κήπο, με δέντρα και λουλούδια, έναν όμορφο σταύλο για τα άλογα και ένα κιόσκι με ξύλινα τραπέζια και μια αιώρα. Ήταν μέσα Ιανουαρίου και το κρύο ήταν τσουχτερό, από την καμινάδα έβγαινε πυκνός καπνός, σημάδι πως ήταν αναμμένο το τζάκι.

Η μεγάλη δρύινη πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μια γυναίκα μεσόκοπη, γύρω στα 65, μικροσκοπική, πιθανότατα η οικονόμος. Τον κοίταξε εξονυχιστικά και μόλις τον έβαλε μέσα στο σπίτι, έστρεψε το κεφάλι της προς τη στριφογυριστή σκάλα. Αφού βεβαιώθηκε πως ήταν μόνοι τους, του έπιασε τα χέρια και του είπε ικετευτικά

-Κύριε Θεοδώρου, σας εξορκίζω, μη συμφωνήσετε με αυτό που θα σας ζητήσει! Αν τα θυμηθεί όλα αυτά, θα είναι το τέλος της!

-Τι λέτε κυρία μου; Δεν καταλαβαίνω.

-Θα καταλάβετε, μόνο σας παρακαλώ μη δεχτείτε!

-Αρκετά Σοφία! Η αυστηρή φωνή της οικοδέσποινας γέμισε το χώρο.

Η παρουσία της ήταν τόσο επιβλητική, καθώς κατέβαινε τη σκάλα, που του έκοψε την ανάσα. Θα ήταν σίγουρα πάνω από 70 ετών, μα ήταν πραγματικά εκθαμβωτική. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα κότσο και φορούσε ένα μακρύ φόρεμα, το σώμα της ήταν σε εξαιρετική κατάσταση, πιθανότατα λόγω της ιππασίας που λάτρευε. Του έκανε εντύπωση το φυσικό γκρι χρώμα των μαλλιών της, καθώς μια τόσο περιποιημένη γυναίκα, θα ήταν λογικό να τα βάφει, ωστόσο όσο την παρατηρούσε συμπέρανε πως όχι μόνο δεν της στερούσε τη γοητεία, μάλλον της πρόσθετε επιπλέον. Μεγαλύτερη όμως εντύπωση του έκανε η ζεστή της χειραψία και το καλοσυνάτο χαμόγελό της καθώς του έσφιγγε το χέρι.

-Καλωσήρθατε, κε Θεοδώρου. Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, παρακολουθώ χρόνια τη δουλειά σας.

-Τιμή μου, κυρία Μπένετου. Ομολογώ με ξάφνιασε πολύ το τηλεφώνημά σας.

-Και ακόμα πιο πολύ υποθέτω τα λόγια της οικονόμου μου. Η Σοφία τείνει να γίνεται υπερπροστατευτική, είμαστε μαζί μια ζωή βλέπετε, μόνο η μία την άλλη έχουμε.

Είπε αυτά τα λόγια κοιτάζοντας την οικονόμο, το βλέμμα της δεν είχε ίχνος θυμού, αντίθετα ήταν γεμάτο αγάπη και τρυφερότητα. «Αυτή είναι η ξινή;» αναρωτήθηκε ο Αναστάσης. «Αυτή είναι που δεν θέλει να βλέπει άνθρωπο κι όλοι τη θεωρούν απρόσιτη;» Βέβαια, δεν έπρεπε να του κάνει εντύπωση, είχε κι ο ίδιος γίνει πολύ συχνά θέμα συζήτησης στους συγγραφικούς κύκλους, καθώς τον θεωρούσαν σνομπ.

-Τι θα λέγατε να περάσουμε στο γραφείο μου; Έχουμε καφέ και πολύ καλή ζεστή σοκολάτα με άρωμα κανέλας, νομίζω είναι το ιδανικό ρόφημα για μια παγωμένη μέρα δίπλα στο τζάκι.

-Ναι, είναι υπέροχη ιδέα, σας ευχαριστώ.

-Θα έλεγα επίσης να κόψουμε τις τυπικότητες, με κουράζουν αφόρητα. Σπάνια ανοίγω το σπίτι μου κι όταν το κάνω είναι μόνο για ανθρώπους που εκτιμώ. Αγλαϊα, λοιπόν για σένα.

-Άψογα! Πάμε;

Πέρασαν στο γραφείο, έναν χώρο ιδιαίτερα ζεστό, διακοσμημένο σε χρώματα γήινα και λευκό, με μια τεράστια βιβλιοθήκη, από το πάτωμα ως το ταβάνι και ένα πέτρινο τζάκι με αναμμένη τη φωτιά. Σε ένα από τα ράφια, είδε σε περίοπτη θέση, με αλφαβητική σειρά και τα πέντε βιβλία του. Χαμογέλασε.

-Στο είπα, είμαι θαυμάστριά σου. Για αυτό εξάλλου και σε επέλεξα για αυτό που θέλω να κάνω.

-Δηλαδή;

-Θέλω να γράψεις τη βιογραφία μου.

-Ορίστε; Είπε έκπληκτος.

-Δεν το περίμενες… Λογικό, εσύ είσαι ιστορικός συγγραφέας. Όμως, πίστεψέ με, αυτά που έχω να σου διηγηθώ από τη ζωή μου, έχουν κομμάτια της ιστορίας της Ελλάδας που δεν τα γνωρίζεις και αποκαλύπτουν πράγματα για λεγόμενους «ευεργέτες» της χώρας που θα σε σοκάρουν. Με πρώτο και κύριο, το σύζυγό μου.

Τη συζήτηση διέκοψε η Σοφία που με ένα δίσκο στα χέρια μπήκε στο γραφείο. Δυο κούπες αχνιστή σοκολάτα και ένα πιάτο με διάφορα μπισκότα και κέικ, τα οποία ακούμπησε στο δρύινο γραφείο με προσοχή. Έριξε άλλο ένα ικετευτικό βλέμμα στον Αναστάση κι έπειτα έφυγε σκεφτική.

-Η οικονόμος σου σε αγαπάει πολύ.

-Ναι, ανησυχεί για μένα. Θα καταλάβεις τους λόγους μόλις σου πω την ιστορία μου.

-Σε ακούω με απόλυτη προσοχή.

-Καταρχάς να σου πω ότι τον Μπένετο τον παντρεύτηκα από έρωτα. Ήμουν μόλις 16 ετών όταν τον πρωτογνώρισα και θαμπώθηκα από τον τρόπο που με φλέρταρε και ναι, δε θα σου πω ψέματα, θαμπώθηκα και από τα λεφτά του. Με γέμιζε λουλούδια, δώρα, με πήγαινε στα καλύτερα εστιατόρια, δεν υπήρχε καμία επιθυμία μου που να μην την πραγματοποιήσει μέχρι να πω το ναι στην πρόταση γάμου του. Με έκανε να νιώθω βασίλισσα και ποια γυναίκα δεν το θέλει αυτό; Δεν είχα ιδέα ποιος ήταν πραγματικά ούτε το τέρας που έκρυβε μέσα του.

Την κοίταξε έκπληκτος, αλλά δεν την διέκοψε.

-Σε σοκάρει αυτό, λογικό είναι, όλοι τον ξέρετε σαν τον ευεργέτη της χώρας, τον ιδρυτή τόσων φιλανθρωπικών σωματείων, έναν αληθινό Έλληνα. Η αλήθεια όμως διαφέρει πάρα πολύ. Το 1970, καθώς ακόμα ήμασταν νιόπαντροι, άκουσα κατά λάθος μια συζήτησή του με υψηλόβαθμα στελέχη της δικτατορίας. Μέσες άκρες, έλεγαν ότι στα αμπάρια του ενός από τα πλοία μας, κρατούσαν κρυφά φυλακισμένους 50 τουλάχιστον κομμουνιστές, που τους θεωρούσαν επικίνδυνους για τη Χούντα. Άκουσα με φρίκη να περιγράφει τα βασανιστήρια που τους έκαναν και με απόλυτα κυνικό τρόπο να αναφέρει πως θα βούλιαζε το καράβι επίτηδες για να τους σκοτώσει. Ναι, ακριβώς! Το ναυάγιο που συντάραξε το πανελλήνιο, επειδή κανένας δεν μπορούσε να εξηγήσει τι το προκάλεσε. Θυσίασε τους ναύτες του, όλοι οικογενειάρχες, για να θάψει αυτούς που τόσο μισούσε. Το καράβι ήταν ασφαλισμένο, εισέπραξε μια τεράστια αποζημίωση, με την οποία προίκισε τις κόρες των χαμένων ναυτικών κα σπούδασε τους γιους τους. Μη γελιέσαι δεν το έκανε από καλοσύνη, ήδη είχε κινήσει υποψίες αυτό το ναυάγιο κι έπρεπε να ρίξει κάπως στάχτη στα μάτια όλων, άλλωστε η αποζημίωση ήταν αστρονομική, περίσσεψαν εκατομμύρια. Με το αίμα των γονιών τους πληρώθηκαν οι προίκες κι οι σπουδές αυτών των παιδιών, αλλά δεν το έμαθαν ποτέ και φυλούσαν τα χέρια του δολοφόνου τους.

Μετά από αυτό το περιστατικό, τον σιχάθηκα, ήθελα πάσει θυσία να τον σταματήσω. Με την αφέλεια των 17 μου χρόνων, πήγα να τον καταγγείλω στην αστυνομία. Φυσικά, όλοι εκεί μέσα του ανήκαν, αφού είχε φιλικές σχέσεις με το καθεστώς. Το ίδιο βράδυ γύρισε σπίτι και με χτύπησε τόσο πολύ, που δεν μπορούσα για ένα μήνα να βγω από το σπίτι. Ήμουν έγκυος και έχασα το παιδί. Η σχέση μας από εκείνη τη μέρα δεν ήταν ποτέ ίδια. Η μόνη μας επαφή ήταν οι βιασμοί μου, κάθε φορά που αρνούμουν να εκτελέσω τα συζυγικά μου καθήκοντα. Ζούσα με ένα κτήνος. Ήταν η περίοδος που είχε έρθει η Σοφία στη δούλεψή μας. Με φρόντιζε και ήταν δίπλα μου, η μόνη που ήξερε τα πάντα. Έπρεπε κάτι να κάνω, τον έτρεμα, αλλά δε γινόταν να τον αφήσω να κάνει τέτοια εγκλήματα. Έλειπε σχεδόν όλη μέρα κι αυτό μου έδινε το ελεύθερο να βγαίνω  χωρίς να το γνωρίζει. Μπήκα κι εγώ σε μια ομάδα αριστερών, με ψεύτικο όνομα φυσικά, έδινα όσες πληροφορίες έπαιρνε το αυτί μου, καθώς φρόντιζα να γυρίζω σα σκιά στο ίδιο μου το σπίτι. Το έμαθε φυσικά. Αυτή τη φορά, τα χτυπήματα μου κόστισαν ένα σπασμένο κρανίο και ένα σπασμένο χέρι. Δε θα ξεχάσω τη λύσσα με την οποία με κλώτσαγε στο κεφάλι, τη Σοφία να προσπαθεί να τον απομακρύνει, να τη χτυπάει κι εκείνη μανιασμένα και να καταλήγουμε δυο ανθρώπινα κουβάρια αγκαλιασμένες στο πάτωμα. Από εκείνη τη μέρα, είχε μόνιμα κάποιον να με ακολουθεί. Δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι, άφησε τότε να διαρρεύσει η ιστορία της δήθεν αποβολής μου και της κατάθλιψης που με συντάραξε. Τότε ήταν που στράφηκα στα άλογα….και στη Σοφία. Μόνη μου παρηγοριά η βόλτα με τα άλογα στο κτήμα μας και η φιλία μου με τη Σοφία. Μια φιλία που σιγά σιγά εξελίχτηκε σε κάτι πολύ παραπάνω, έγινε αγνή αγάπη, έρωτας και με τον καιρό γίναμε ζευγάρι. Δεν άργησε να το αντιληφθεί, αλλά αντί να τη διώξει, χρησιμοποιούσε την αγάπη μου για εκείνη για να με ελέγχει. Ένα απόγευμα σχεδόν τρία χρόνια μετά του ανακοίνωσα πως ήμουν πάλι έγκυος. Κάγχασε και μου απάντησε με ένα ηχηρό χαστούκι. «Μωρή παλιοκουμούνα, αδερφάρα, το δικό σου παιδί θα κάνω; Να βγει λούγκρα σαν εσένα ή αριστερό; Δεν πεθαίνω καλύτερα; Αύριο κιόλας θα πάμε να το ρίξεις!» Του κάκου ούρλιαζα ότι αυτό το παιδί είναι δικό μου και θα το γεννήσω. Όταν απείλησα ότι θα φύγω, με βούτηξε από το μαλλί, με έσυρε ως την κουζίνα και μπροστά στα μάτια μου βίασε τη Σοφία. «Αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που θα πάθει, αν τολμήσεις ξανά να μου εναντιωθείς! Και ξέχνα το διαζύγιο, δε θα με κάνεις εσύ ρεζίλι στην κοινωνία, οι άνθρωποι του κύκλου μας ΔΕΝ χωρίζουν, το κατάλαβες; Όσο για το μουλόσπερμα που έχεις μέσα σου, αύριο κιόλας θα το βγάλουμε να ησυχάσουμε! Μου ανήκεις! Όσο πιο γρήγορα το καταλάβεις, τόσο καλύτερα για σένα!»

Μιλούσε και τα δάκρυα έτρεχαν ακούσια από το πρόσωπό της. Δεν τολμούσε να της πει κουβέντα, μόνο της κρατούσε το χέρι όσο διηγούνταν το Γολγοθά της.

-Με συγχωρείς, πάνε χρόνια από τότε, μα κάθε φορά είναι σαν να τα ζω από την αρχή. Από εκείνο το βράδυ, ευτυχώς, δεν με ξαναπλησίασε ερωτικά. Δεν έχανε βέβαια την ευκαιρία να με μειώνει, να με χτυπάει ή να χτυπάει τη Σοφία για να με πονέσει. Ήξερα ότι η ζωή μου μαζί του είχε τελειώσει. Το ένστικτο της επιβίωσης, αλλά και της εκδίκησης αν θες, με έσπρωξε να κάνω όσο έκανα παρακάτω. Τον παρακάλεσα να με αφήσει μόνο για λίγες μέρες να επισκεφτώ ένα μοναστήρι. Του φάνηκε παράξενο, αλλά η ιδέα της γυναίκας του να είναι πιστή στο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια, του άρεσε για την εικόνα του. Με άφησε να πάω. Είχα προηγουμένως κάνει την έρευνά μου. Βρήκα ένα μοναστήρι σε μια περιοχή που φύτρωνε το φυτό που γύρευα. Κάθε μέρα επί μία εβδομάδα μάζευα αυτό το φυτό. Ήταν ένα θεραπευτικό βότανο, που όμως σε μακροχρόνια λήψη γίνεται καρκινογόνο. Επέστρεψα, το αποξήρανα, το έκανα σκόνη και φρόντιζα κάθε μέρα στο τσάι του να έχει τόση ποσότητα όσο να μην αντιλαμβάνεται διαφορά στη γεύση. Πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια έτσι. Κι επιτέλους, ο στόχος μου είχε επιτευχθεί! Καρκίνος στο συκώτι. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά, η χαρά που πήρα όταν το έμαθα ήταν απερίγραπτη. Σκληρό καρύδι ο Μπένετος, πάλεψε με την ασθένεια παλικαρίσια, άλλα τρία χρόνια κατάφερε να ζήσει, ενώ αρχικά οι γιατροί του έδιναν μόλις έξι μήνες ζωής. Τρία ατέλειωτα χρόνια, που εγώ βυθιζόμουν στην κατάθλιψη αργά και βασανιστικά. Τύψεις; Όχι, δεν είχα καμία. Τρία πράγματα με κράτησαν στη ζωή, τα άλογά μου, η αγάπη μου με τη Σοφία και η προσμονή να δω το τέρας επιτέλους νεκρό. Η μέρα που πέθανε ήταν η καλύτερη της ζωής μου κι όμως βρήκα τη δύναμη να δώσω μια τεράστια παράσταση πένθους, να πιστέψουν όλοι ότι έχασα τον άνθρωπό μου. Έκτοτε, τα άλογα και η Σοφία είναι η ζωή μου. Δε βγαίνω έξω γιατί δεν το χρειάζομαι, είμαι απόλυτα ήρεμη εδώ, πούλησα το σπίτι που ζούσα μαζί του, αγόρασα αυτό μακρυά από όλους και όλα και ζω χρησιμοποιώντας την περιουσία του για να βοηθώ αθόρυβα και ανώνυμα ανθρώπους, μήπως έτσι κάπως αναπληρώσω το κακό που έκανε όσο ζούσε. Έκανε απίστευτα πράγματα, η κακία του δεν είχε όριο. Μετά το θάνατό του μάζεψα όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσα. Θέλω να τα γράψεις, να γράψεις αυτή την ιστορία, με ονόματα και αποδείξεις, για να δικαιωθούν έστω και τώρα όλοι όσοι έβλαψε ή σκότωσε.

Ο Αναστάσης είχε μείνει εμβρόντητος, αλλά ένα ήταν σίγουρο, αυτή η γυναίκα άξιζε το θαυμασμό και την εκτίμηση του.

-Θα το κάνω Αγλαϊα! Είπε συγκινημένος. Θα το κάνω και θα είναι το σπουδαιότερο έργο μου! Σε ευχαριστώ!

-Εγώ σε ευχαριστώ, αποκρίθηκε με δάκρυα στα μάτια.

Του παρέδωσε όλα τα χειρόγραφα, το ημερολόγιό της, τα στοιχεία που μάζευε με ονόματα και ημερομηνίες και χωρίστηκαν με μια αγκαλιά. Την επόμενη μέρα, τα κανάλια και τα σόσιαλ βούηξαν από την είδηση της εξαφάνισής της. Η οικονόμος της κάλεσε την αστυνομία και ανέφερε ότι από το προηγούμενο απόγευμα που έφυγε για την καθιερωμένη της βόλτα με το άλογο, δεν είχε επιστρέψει. Το κινητό της ήταν κλειστό και η ίδια άφαντη. Το άλογο επέστρεψε μόνο του αργά τη νύχτα.

Και να που το πρόσωπό του φιγουράριζε στα νέα σαν ο τελευταίος που είχε δει την αγνοούμενη. Η αστυνομία τον αναζητούσε, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να εμφανιστεί, αν δε μελετούσε πρώτα όλα τα χειρόγραφά της και τα χαρτιά που του είχε δώσει. Ήταν σίγουρος πως η απάντηση στην εξαφάνισή της βρισκόταν κάπου εκεί μέσα. Δεν ήταν καθόλου τυχαία η συγκυρία, ήταν απόλυτα βέβαιος. Ως τώρα, δεν είχε βρει όμως κάποια ένδειξη να τον οδηγήσει κάπου. Τα στοιχεία που είχε βρει για το μακαρίτη ήταν συγκλονιστικά, αλλά τίποτα που να συνδέει τα κομμάτια του παζλ της εξαφάνισής της. Άρχισε να ξεφυλλίζει το ημερολόγιό της. Το είχε αφήσει για το τέλος, από σεβασμό. Οι πρώτες σελίδες αφορούσαν το μεγάλο της έρωτα με τον Μπένετο, στη συνέχεια όμως γινόταν όλο και πιο σκοτεινό και καταθλιπτικό. Το ένστικτο του συγγραφέα του έλεγε πως αν η λύση του αινίγματος βρισκόταν εκεί, θα ήταν προς το τέλος, στις πιο πρόσφατες καταχωρήσεις. Τη ματιά του τράβηξε μια εγγραφή, δύο περίπου μήνες πριν:

«Λένε πως ό,τι δίνεις στη ζωή, αυτό θα πάρεις. Καρκίνος λοιπόν…και τι ειρωνία, στο συκώτι! Ίσως η θεία δίκη για αυτό που έκανα, μα δεν το μετανιώνω στιγμή. Αξίζει κάθε τίμημα που είδα αυτό το κτήνος να λιώνει. Δεν έχω τη δύναμη ακόμα και μετά θάνατον να τον συγχωρήσω, ας το κάνει ο Θεός που είναι μεγαλόψυχος κι αν το θέλει ας συγχωρήσει κι εμένα για όσα έκανα, για όσα επέτρεψα να συμβούν και για αυτό που θα κάνω. Εγώ δε σκοπεύω να το αφήσω να με λιώσει ούτε και κουράγιο έχω να το παλέψω. Θα φύγω όρθια και περήφανη, αφού πρώτα κλείσω το παλιό μου χρέος και κάνω αυτό που έπρεπε πριν χρόνια να είχα κάνει. Μόνο λυπάμαι που θα αφήσω μόνη τη Σοφία μου. Θα πάω εκεί που δώσαμε το πρώτο μας φιλί, να τη νιώθω κοντά μου την ύστατη ώρα»

Αυτό ήταν! Σήκωσε το τηλέφωνο μιας χρήσης και πήρε τηλέφωνο στο σπίτι της Αγλαίας. Είχε έρθει η στιγμή να εμφανιστεί και να δώσει τέλος στην αγωνία όλων. Τα υπόλοιπα έγγραφα τα άφησε εκεί κρυμμένα, θα της έδειχνε μόνο το ημερολόγιο και εκείνη θα ήξερε τι να κάνει.

Δύο μέρες αργότερα

Παρακολουθούσε με δάκρυα στα μάτια τα νέα στην τηλεόραση.

«Χωρίς την παρουσία δημοσιογράφων έγινε η αποτέφρωση της Αγλαϊας Μπένετου και της οικονόμου της Σοφίας Παπαδάκου, σήμερα το πρωί. Υπενθυμίζουμε ότι η σωρός της Αγλαϊας Μπένετου βρέθηκε προχτές το απόγευμα, σε ερημικό σημείο. Πάνω της βρέθηκε ένα μπουκάλι δηλητήριο και ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα που αποκάλυπτε πως έπασχε από καρκίνο στο συκώτι και πως δεν άντεχε να περάσει τους πόνους που πέρασε ο σύζυγός της. Το ίδιο βράδυ η Σοφία Παπαδάκου αυτοκτόνησε με περίστροφο, αφού πρώτα είχε ειδοποιήσει την  αστυνομία. Η τέφρα των δύο γυναικών, παραδόθηκε σύμφωνα με το σημείωμα της κας Παπαδάκου σε κοντινό τους πρόσωπο, αγνώστων στοιχείων»

Κοίταξε την τεφροδόχο που φιλοξενούσε τις δύο αγαπημένες γυναίκες. Οι στάχτες τους ήταν μαζί στο ίδιο δοχείο. Χαμογέλασε, μέσα από τα δάκρυά του. Η εμπιστοσύνη που του έδειξαν ήταν τιμή για εκείνον. Θα έφερνε στο φως τα πάντα για τον Μπένετο, όπως είχε υποσχεθεί στην Αγλαϊα και θα δικαίωνε έστω και αργά τις ζωές που καταστράφηκαν. Ήξερε πως θα προκαλούσε σάλο και θα δεχόταν πόλεμο, όμως η Αγλαϊα είχε κάνει εξαιρετικά καλή έρευνα και τα στοιχεία που του είχε δώσει ήταν αδιάσειστα. Όσο για τις στάχτες τους, θαα τις κρατούσε κοντά του κι όταν κάποτε πλησίαζε η ώρα του δικού του θανάτου, θα τις σκορπούσε στο Αιγαίο. Μαζί στη ζωή, μαζί και στο θάνατο.


Το διήγημα Η Αγνοούμενη αποτελεί συμμετοχή μου στο συγγραφικό δρώμενο του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη, "ΜΙΑ ΙΔΕΑ-ΜΙΑ ΕΜΠΝΕΥΣΗ". Τον ευχαριστώ πολύ για την ώθηση στην έμπνευση και για το βήμα. 

Πληροφορίες για το δρώμενο:

https://giannispit.wordpress.com/?fbclid=IwAR2-mqWlCi9-aWx-OFnBUiHDojQ7VPH%CE%B1Wp59llzR2lA7mRhJOaYuiEhRAX60

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

ΕΤΗΣΙΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ

 

Η αγαπημένη μας Μαρινα, μας καλεσε σε έναν διαφορετικό απολογισμό της χρονιάς που φεύγει. Πέρα απο τα σωστά και τα λάθη μας, πέρα από τις αποφάσεις για το 2023, η Μαρίνα μας ζήτησε να σκεφτούμε όλα όσα μας έκαναν να νιώσουμε ευγνωμοσύνη το 2022 και μάλιστα κάθε μήνα ξεχωριστά. Πάμε λοιπόν:

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ

Η λέξη που χαρακτηρισε τον Ιανουάριο ειναι: Γιορτή

Γιατί: Πέρασα πολύ όμορφες γιορτινές στιγμές με την οικογένεια, τους φίλους και τον σύντροφό μου.

Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Ιανουάριο ειναι: Το ότι είχα τη δυνατότητα να μοιραστώ όλες τις όμορφες στιγμές μου με οσους αγαπώ.

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε το Φεβρουάριο είναι: Επανασύνδεση

Γιατί: Ηρθε η καλύτερη μου φίλη, το αλλο μου μισό, από το Λονδίνο για κάποιες μέρες, έμεινε σε μενα και περάσαμε όμορφα χρόνο μαζί, κατι που μου λείπει πολύ από τότε που έφυγε.

Ένα πραγμα για το οποίο ένιωσα ευγνωμων το Φεβρουάριο είναι: Που γνώρισα επιτέλους τον καλό μου στην κολλητή μου!

ΜΑΡΤΙΟΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Μάρτιο είναι: Διασκέδαση

Γιατί: Επειδή είχα την ευκαιρία να κάνω ένα καλό ξενύχτι αλά παλαιά, με ποτό, μουσική, υπέροχη παρέα και το παραδοσιακό "βρώμικο"¨για κλείσιμο.

Ένα πράγμα για το οποίο ενιωσα ευγνωμων το Μάρτιο είναι: Ότι αντέχω ακόμα στα ξενύχτια!

ΑΠΡΙΛΙΟΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Απρίλιο ήταν: Ανά(σ)ταση

Γιατί: Μαζί με την Ανάσταση του Κυρίου, ανασταίνεται και η φύση. Όλη αυτή η ομορφιά, τα χρώματα, ο ήλιος μου δημιουργούν ψυχική ανάταση

Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνωμων τον Απρίλιο είναι: Ότι μετά από δύο χρόνια γιορτάσαμε το Πάσχα όπως του αρμόζει, όλοι μαζί και χωρίς περιορισμούς

ΜΑΪΟΣ

Η λέξη που χαρακτηρίζει το Μάιο είναι: Αναβάθμιση

Γιατί: Μετακόμισα σε νέο σπίτι, πολύ καλύτερο από το προηγούμενο και αναβαθμίστηκε η ποιότητα ζωής μας. Επίσης, γιόρτασα τα γενέθλιά μου με πολύ κοντινούς μου ανθρωπους.

Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων το Μάιο είναι: Η χαρά που ένιωσαν για μένα οι δικοί μου με το καινούριο σπίτι, η χαρά για τον ίδιο λόγο των παιδιων μου και η βοήθεια στη μετακόμιση από ανθρώπους που δεν είχαν καμία υποχρέωση. 

ΙΟΥΝΙΟΣ

Η λέξη που χαρακτηρίζει τον Ιούνιο ειναι: Μουσική

Γιατί: Πήγα σε συναυλία μετά από πολύ καιρό.

Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Ιούνιο είναι: Η δυνατότητα μου να αναπολώ και να δημιουργώ νέες αναμνήσεις, να νιώθω πάντα ζωντανή.

ΙΟΥΛΙΟΣ

Η λέξη που χαρακτηρίζει τον Ιουλιο είναι: Έρωτας

Γιατί: Ένας χρόνος από εκείνο το πρώτο αναγνωριστικό ραντεβού, ένας χρόνος από το θερινό σινεμά, ένας χρόνος έρωτα.

Ένα πράγμα για το οποίο ενιωσα ευγνώμων τον Ιούλιο είναι: Μια γιορτή δίπλα στη θάλασσα κάτω από τα αστέρια.

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Η λέξη που χαρακτηρίζει τον Αύγουστο είναι: Ορόσημο

Γιατί: Επειδή τα παιδιά μας έμαθαν για τη σχέση μας και την αποδέχτηκαν με χαρά

Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Αύγουστο είναι: Το πόσο ανέλπιστα ομαλά κύλησαν οι πρώτες μας διακοπές με τα παιδιά μαζί.

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ

Η λέξη που χαρακτηρίζει το Σεπτέμβριο είναι: Απόφαση

Γιατί: Επειδή μια κρίση ενδοοικογενειακή με οδήγησε να πάρω μια πολύ σοβαρή απόφαση για την οποία αμφιταλαντευόμουν πολύ καιρό και θα επιφέρει μεγαλη αλλαγή στην καθημερινοτητα και στη ζωή μας.

Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Αύγουστο είναι: Η κατανόηση και αποδοχή των ανθρώπων μου.

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ

Η λέξη που χαρακτηρίζει τον Οκτώβριο είναι: Μάθημα

Γιατί: Η συμμετοχή στο Race For the Cure για τον καρκίνο του στήθους μου έδωσε την ευκαιρία για ένα δυνατό μάθημα ζωής στα παιδιά μου, αλλά και υπενθύμισης σε μένα να μην παραμελώ το γυναικολογικό έλεγχο.

Ένα πραγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων τον Οκτώβριο είναι: Η επιβεβαίωση ότι είμαι υγιέστατη.

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

Η λέξη που χαρακτηρίζει τον Νοέμβριο είναι: Δύναμη

Γιατί: Ο σύντροφός μου έχασε πολύ ξαφνικά έναν αγαπημένο φίλο, εξαιρετικα νέο. Ένα παλικάρι που δυστυχώς δεν πρόλαβα να γνωρίσω καλά, αλλά όσο τον γνώρισα είχε ήδη κερδίσει μια θέση στην καρδια μου με την καλοσύνη, το χιούμορ και την καλή του διάθεση. Νιώθω τυχερή που πρόλαβα εστω αυτό το λίγο. Ήταν βαριά η απώλεια και ο τρόπος, η δύναμη με την οποια ο σύντροφός μου την αντιμετωπίζει με κάνουν να τον θαυμάζω ακόμα πιο πολύ.

Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων το Νοέμβριο είναι: Ότι ήμουν δίπλα του σε κάθε βημα και το περάσαμε όλο μαζί.

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ

Η λέξη που χαρακτηρίζει το Δεκέμβριο είναι: Ευλογία

Γιατί: Επειδή το να έχω δίπλα μου υγιείς και χαρούμενους όσους αγαπώ, το να μπορώ να προσφερω όμορφες στιγμές, το να έχω τη δύναμη και τη δυνατότητα για νέα ξεκινήματα και το να λαμβάνω και να δίνω τόση αγάπη, είναι η απόλυτη ευλογία.

Ένα πράγμα για το οποίο ένιωσα ευγνώμων το Δεκεμβριο είναι: ότι μπορώ να ανοίξω το σπίτι μου να γεμίσει με κόσμο.

Για το τέλος κράτησα δυο τραγούδια. Το πρώτο κάθε φορά που νιώθω αδύναμη, ότι έχω πελαγώσει, ότι τα κάνω όλα λάθος ή ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα, το ακούω και παίρνω κουράγιο. Unstoppable today, unstoppable every day!

https://www.youtube.com/watch?v=h3h035Eyz5A&ab_channel=Loku

Το δεύτερο, μου θυμίζει το φίλο που χάθηκε, εκείνος μας το είχε στείλει πρώτη φορά, δεν το είχαμε ξανακούσει και είναι τόσο χαρωπό όσο ήταν κι εκείνος. Να' σαι καλά εκεί που είσαι, φίλε...

https://www.youtube.com/watch?v=AtVPsPct4KM&ab_channel=INNA

Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ευχαριστώ. Αυτή η ανασκόπηση όλων των όμορφων αλλά και δυσκολων στιγμων του 2022 ηταν ενα δώρο Μαρίνα μου και με κάνει να νιώθω αληθινή ευγνωμοσύνη. Το ισοζύγιο της ζωής  μου είναι θετικό. Έχω υγεία, έχουν υγεία τα παιδιά μου πρώτα από όλα κι έπειτα όσοι αγαπώ, έχω έναν υπέροχο σύντροφο, μια οικογένεια δεμενη που λατρεύω, φίλους αληθινούς που στέκονται στα ζόρια και μοιράζονται τη χαρά. Έχω στέγη, φαγητό, δουλειά, ασφάλεια. Τίποτα από όλα αυτα δεν είναι δεδομενο, όλα είναι ρευστα, προσωρινά, εύθραυστα. Για όσο υπάρχουν λοιπόν, ζω κάθε μέρα απολαμβάνοντάς τα, βιώνοντας τη στιγμή, την κάθε στιγμή. Στα ζόρικα, στη μιζέρια, νταντεύω λίγο τον εαυτό μου, αλλά ξέρω ότι θα συνέλθω, γιατί έχω όλο αυτό το μικρόκοσμό μου και πάνω και πέρα από όλα έχω μέσα μου και γύρω μου ΑΓΑΠΗ!

Καλά Χριστούγεννα σε όλους!


Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


Μου έλειψε η αλήθεια ειναι αυτή εδώ η γωνίτσα. Συχνά πυκνά περνώ, κρυφοκοιτάζω, βεβαιωνομαι ότι αν όχι όλοι έστω οι περισσότεροι γνώριμοι γείτονες ειναι ακόμα εδώ., κάποιες φορές αφήνω μια καλημέρα, άλλες όχι, και συνεχίζω το δρομο μου.

Μια γειτονιά λοιπόν, ένα μικρό μπλογκοχωριό, γεμάτο διαφορετικές φωνές, μα τόσο ευπροσδεκτες! Γεμάτο αγάπη!

Θυμάσαι, κάποτε πιστεψαμε πως θα αλλάζαμε τον κόσμο; Και τον αλλάξαμε! Όχι τον μεγάλο απρόσωπο αχανή κόσμο, αυτός μάλλον δεν αλλάζει, αν και πάντα ελπίζουμε. Το δικό μας κόσμο τον αλλάξαμε, τον φωτίσαμε! Με ανταλλαγή απόψεων και ιδεών, με ποίηση, λογοτεχνία, καλλιτεχνίες, συνεργασίες, δρώμενα, δώρα, δράσεις και τόσα άλλα! Μα κυρίως με μια καλή κουβέντα κι ένα χαμόγελο.

Πάντα φεύγω απο εδώ, όπως ενα παιδί που μεγαλώνει και οι ώρες δεν του φτανουν, η μέρα ειναι πολύ μικρή και δεν προλαβαίνει να επιστρέψει στο σπίτι του. Κι έτσι ακριβώς, σαν παιδί, πάντα επιστρέφω....

Καλά Χριστούγεννα σε όλους! Αγάπη να πλημμυρίζει πάντα τις καρδιές μας! Η αγάπη θα σώσει τον κόσμο! Μόνο η ΑΓΑΠΗ!..

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ 2021

 Αντί άλλης ανάρτησης, σήμερα, ημέρα αφιερωμένη στη γυναίκα, στο αυτονόητο της ισότητας των ανθρώπων κάθε φυλου, που όμως δεν έγινε ποτε αυτονόητο, ένα απόσπασμα από το εν εξελίξει μυθιστόρημα μου "Στο σκοτάδι". Η ιστορία μιας γυναίκας και η γέννηση μιας φιλίας. 


"Οι μέρες κυλούσαν ήρεμα στο σπίτι του Χρήστου. Ένας μήνας είχε περάσει από τον υποτιθέμενο σεισμό και από το βράδυ που είχε βρει εκείνο το αηδιαστικό μάτι στο δωμάτιο του Στέφανου. Σιγά σιγά τα πάντα επέστρεφαν στον κανονικό τους ρυθμό. Τις πρώτες μέρες είχαν ταμπουρωθεί και οι τρεις στο σπίτι. Δεν έβγαιναν παρά μόνο για τα απαραίτητα ψώνια. Φρόντιζαν να είναι πάντα κάποιος με το παιδί και είχαν τα μάτια τους δεκατέσσερα. Ο Χρήστος ψηλάφισε έναν έναν όλους τους τοίχους, τα πατώματα, τράβηξε τα έπιπλα, έψαξε εξονυχιστικά όλο το σπίτι μέσα και έξω. Δεν βρήκε τίποτα άλλο. Πέρασε καμιά βδομάδα πριν αρχίσουν να ξεθαρρεύουν λιγάκι. Δεν είχαν κι άλλη επιλογή εξάλλου, ο Χρήστος έπρεπε να επιστρέψει στη δουλειά. Κι ο Στέφανος είχε ανάγκη να βγαίνει έξω, να περπατάει, να παίζει, να κάνει τελοσπάντων ο,τι κάνουν τα παιδάκια της ηλικίας του. Σχεδόν δηλαδή, αφού εξακολουθούσε να μη μιλάει ποτέ και σε κανέναν. Στην παρέα τους είχε προστεθεί και η Φωτεινή, μετά από απαίτηση της κυρίας Κατερίνας. 


Η Φωτεινή ήταν κάτι σαν ψυχοκόρη της, την είχε βρει κουρελιασμένη και χτυπημένη δίπλα από έναν κάδο σκουπιδιών. Ο άντρας της την κακοποιούσε και την βίαζε κατ’ επανάληψη, μέχρι που μάζεψε το κουράγιο κι έφυγε. Αλλά δεν είχε πού να πάει… ολομόναχη ήταν στον κόσμο, εκτός από τον πατέρα της… σε εκείνον δεν θα πήγαινε ούτε νεκρή. Τα ίδια κι αυτός, βάναυσος με τη μάνα της μέχρι που την πέθανε, βάναυσος και με κείνη αργότερα. Τελικά, την πούλησε, παρά τη θέλησή της, 16 χρονών κοριτσάκι σε έναν μεσήλικα γαιοκτήμονα με αντάλλαγμα το κρέας και τα τυριά των επόμενων 3 χρόνων. Μερικά κιλά κρέας και κάμποσα κεφάλια τυρί… τόσο άξιζε για αυτόν η ζωή της κόρη του. Σαν κρέας την αγόρασε και σαν κρέας τη μεταχειρίστηκε το κάθαρμα, δυο παιδιά έχασε από τους ξυλοδαρμούς του, τον ανέχτηκε για τέσσερα χρόνια, τέσσερις αιώνες ολόκληρους, ώσπου έφυγε ένα βράδυ, που στεκόταν από πάνω του ώρες με το μαχαίρι στο χέρι, έτοιμη να του κόψει το λαρύγγι μέσα στον ύπνο του. Δεν το έκανε… δεν ήθελε να γίνει σαν τα μούτρα του… όμως μα τω Θεώ αν την άγγιζε ξανά, θα τον ξεκοίλιαζε… τότε κατάλαβε πως είχε έρθει η στιγμή να φύγει, να σωθεί πριν χάσει τα λογικά της. Τίποτα δεν πήρε μαζί της, ούτε ρούχα ούτε χρήματα. Αλλόφρων άνοιξε την πόρτα, μόνο τα ρούχα της, το παλτό της και τη φωτογραφία της μάνας της πήρε, μόνο να τρέξει, να τρέξει όσο γίνεται πιο μακριά, να τρέξει μην τυχόν και ξυπνήσει το τέρας και την προλάβει… Κι έτρεξε, έτρεξε σαν τον άνεμο, έτρεξε όσο ποτέ δεν είχε τρέξει, βγήκε από το χωριό της και συνέχισε να τρέχει, έφτασε στην Ξάνθη, ξημέρωνε κι έκανε κρύο, τα πόδια της λύγισαν, έπεσε λιπόθυμη μέσα σε μια οικοδομή εγκαταλειμμένη. Όταν ξύπνησε ήταν νύχτα, ούτε ήξερε πόσο είχε μείνει εκεί, ήταν εξαντλημένη, δεν μπορούσε να κουνηθεί σχεδόν. Με μεγάλο κόπο, βγήκε έξω, το στομάχι της είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται, αλλά δεν είχε τίποτα μαζί της. Να ζητιανέψει δεν της πήγαινε, στην αστυνομία δεν τολμούσε να πάει, ο άντρας της είχε πολλές γνωριμίες, βρέθηκε να ψάχνει για υπολείμματα σε έναν κάδο σκουπιδιών. Βρήκε κάτι μισοφαγωμένα μπιφτέκια και λίγες ντομάτες σχεδόν σάπιες και τα καταβρόχθισε με λαιμαργία. Καθώς συνειδητοποίησε τι έκανε, της ήρθε αναγούλα κι άδειασε το περιεχόμενο του στομαχιού της στο πεζοδρόμιο. Γονάτισε δίπλα στον κάδο κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Εκεί την βρήκε η κυρία Κατερίνα, τη μάζεψε στο σπίτι της, την τάισε, την άφησε να κάνει μπάνιο και να ηρεμήσει κάπως, φαινόταν πως είχε περάσει πολλά.


-Έννοια σου και ξέρω τι κάνω. Όχι, δεν φοβάμαι, βασανισμένο κορίτσι είναι. Ώχου μωρέ Βασίλη, άσε με ήσυχη, μεγάλη γυναίκα είμαι, δεν θα μου αλλάξεις τώρα εσύ τα μυαλά!


Την άκουσε η Φωτεινή τη συζήτηση με το γιο της που τη μάλωνε που έβαλε μια άγνωστη από το δρόμο στο σπίτι της. «Δίκιο έχει το παλικάρι» σκέφτηκε κι έκανε να φύγει, το τελευταίο που ήθελε ήταν να της δημιουργήσει προβλήματα. Η κυρία Κατερίνα την πρόλαβε.


-Άκου να δεις κορίτσι μου, είμαι σε μια ηλικία που έχουν δει πολλά τα μάτια μου και τον κακό τον άνθρωπο ξέρω και τον ξεχωρίζω. Κάτσε.. να πιούμε ένα κρασί… να μου τα πεις αν θες να ξαλαφρώσεις.


Μάτι δεν έκλεισαν όλη τη νύχτα οι δυο γυναίκες. Έκλαιγε κι έλεγε η Φωτεινή, έλεγε κι έκλαιγε. Έκλαιγε κι η κυρία Κατερίνα που ένιωθε τον πόνο να βγαίνει από την ψυχούλα της… μια ηλικία είχε με τη μικρή της κόρη, που σπούδαζε Θεσσαλονίκη. «Καλύτερα στο δρόμο παρά να ξαναγυρίσω εκεί» της έλεγε κάθε τόσο. Το πρωί τις βρήκε αγκαλιά, η Φωτεινή αντάμωσε τη μάνα που τόσο της έλειπε κι αποκοιμήθηκε καθώς η κυρία Κατερίνα της χάιδευε τα μαλλιά στοργικά.

Από το βράδυ εκείνο αχώριστες έγιναν. Σε όλα σαν μάνα πράγματι της στάθηκε. Και λεφτά της έδωσε και δουλειά τη βοήθησε να βρει και δικηγόρο έβαλε να της κάνει τα χαρτιά για το διαζύγιο. Κι όταν ο προκομμένος έκανε το λάθος να εμφανιστεί στην πόρτα της να της ζητήσει το λόγο, τον στόλισε κανονικά. Και μετά του έστειλε ένα γειτονόπουλο αθλητή μαζί με δυο φίλους του να του παραδώσουν ένα μήνυμα, μη και τολμήσει να πλησιάσει ξανά τη Φωτεινή. Του το παρέδωσαν πράγματι. Μαζί με μερικές κλωτσιές και μια φωτιά στο αυτοκίνητό του. 


-Αμ ξέρουμε κι εμείς να παίζουμε βρώμικα κύριε! Μουρμούρισε χαμογελώντας μόλις έμαθε ότι το είχε βάλει στα πόδια τρέχοντας. Ήξερε πόσο θρασύδειλοι είναι αυτοί οι άντρες- ο Θεός να τους κάνει- κι ήταν σίγουρη πως είχε καταλάβει καλά την προειδοποίηση και θα τις άφηνε ήσυχες. Έτσι κι έγινε. Λίγους μήνες αργότερα η Φωτεινή έπιασε σπίτι δικό της. Όμως η επίσκεψη στην κυρία Κατερίνα έγινε αγαπημένη καθημερινή συνήθεια. Κάθε μέρα ανελλιπώς, εδώ και δυόμιση χρόνια."

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

ΞΑΝΑΠΙΑΝΟΥΜΕ ΔΟΥΛΕΙΑ!!!

 Κάποτε, αρκετά χρόνια πίσω, με αφορμή ένα ιδιαίτερο περιστατικό (κλικ) και μια μοναδικη ταινια (κλικ), γεννήθηκε σε αυτό εδώ το ιστολόγιο ένα δρώμενο και ένα νέο ιστολόγιο μέσα από αυτό.

Οι παλιότεροι φίλοι ίσως να το θυμάστε, οι πιο καινούριοι το ακούτε για πρώτη φορά.

Πρόκειται για την "Επανάσταση της Καλοσύνης". Η ιδέα είναι πολύ απλή. Σε έναν κόσμο που πάντα προβάλλεται το κακό, που η έμφαση δίνεται στο λάθος και ο φόβος παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας, όλοι έχουμε ανάγκη από μικρές ή μεγάλες ανάσες ελπίδας για να ομορφαίνει η καθημερινότητά μας.

Κι αν κοιτάξουμε πολύ προσεκτικά, θα δούμε ότι δεν είναι ούτε πολύ μικρές ούτε και τόσο σπάνιες όσο πιστεύουμε. Αντίθετα, κάθε μέρα γύρω μας υπάρχει αγάπη, υπάρχει ενσυναίσθηση, υπάρχει αλληλεγγύη προς τον συνάνθρωπο και εκδηλώνεται με πολλους τρόπους. 

Αυτά τα περιστατικά καλοσύνης προσπαθήσαμε να αναδείξουμε με αυτό το δρώμενο. Μαζέψαμε λοιπόν όμορφες καθημερινές ιστορίες. Πράξεις καλοσύνης που κάναμε, που δεχθήκαμε, που είδαμε, που ακούσαμε. Πράξεις από απλούς μικρούς πρίγκιπες ή από γνωστούς και διάσημους. Πράξεις που έκαναν πάταγο και πράξεις που θα μπορούσαν και να περάσουν εντελώς απαρατήρητες. Από τη δωρεά ενός ευκατάστατου ανθρώπου σε ένα νοσοκομείο, μέχρι το μικρό παιδάκι που δώρισε την κοτσιδα του για να φτιαχτούν περούκες για τους καρκινοπαθείς, όλα αυτά καταδεικνύουν την ομορφιά της ανθρώπινης ψυχής, την ομορφιά της φύσης μας, που εντέχνως προσπαθούν να μας κάνουν να ξεχάσουμε.

Στείλτε μου λοιπόν τις δικές σας ιστορίες καλοσύνης στο butterflysworld@hotmail.com. Θα τις συγκεντρώσω και θα τις αναρτώ με το όνομα του συντάκτη φυσικά, στο μπλοκ και τη σελίδα στο φβ που δημιουργήθηκαν ακριβώς για αυτόν τον σκοπό:

http://epanastasikalosinis.blogspot.com/

https://www.facebook.com/epanastasitiskalosinis

Δεν υπάρχει ημερομηνία, αρχή ή τελος σε αυτό το δρώμενο. Δεν υπάρχει αριθμός συμμετοχών. Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για ιστορία δική σας ή κάποιου άλλου, αν είναι καινούργια ή παλιά, φτάνει να είναι αληθινή.

Ο στόχος είναι να πολεμήσουμε τη μαυρίλα των καιρών με χρώμα, να πολεμήσουμε το σκοτάδι με φως, να αναδείξουμε τον καλύτερο εαυτό μας και όλα τα απλά και ιδανικά πράγματα που κρύβουμε μέσα μας. 

Ελάτε να διαδώσουμε ξανά την ελπίδα! Ελάτε να γίνουμε μαζί ξανά επαναστάτες της καλοσύνης!

Γιατί η καλοσύνη σαν στάση ζωής δεν είναι αφέλεια, είναι επανάσταση!