Το κείμενο είναι βασισμένο στο δρώμενο Μία Ιδέα, Μια Έμπνευση, του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη.
Η βασική ιδέα του διηγήματος είναι η εξής:
Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.
Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:
"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."
Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;
Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;
Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.
Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.
Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ - ΜΕΡΟΣ Ε
Η αστυνομία εξεταζε εξονυχιστικά το χώρο. Με τις υποδείξεις της Σοφης, είχαν βρει την κρυμμένη σπηλιά πίσω απο τον καταρράκτη και ειχαν ανακαλύψει το πτώμα μου. Η μάλλον το σωρό απο κόκαλα που είχε απομείνει απο το κορμι μου.
Μετά το ξύπνημα της, ολα στο μυαλό της ήταν ξεκάθαρα. Μίλησε στη μητέρα της για εμένα κι οπως ηταν φυσικό εκείνη προσπάθησε να την καθησυχάσει, λέγοντας της πως ηταν απλά ένας εφιάλτης. Χρειάστηκε αρκετός χρόνος και αρκετή επιμονή για να αποδεχτεί η μητέρα της την πιθανότητα έστω της ύπαρξης μου, ωστόσο δεν το πίστεψε απόλυτα, μέχρι που η Σοφη μου ζήτησε να σχηματισω με κάποιο τρόπο το ονομα μου. Πάνω στο τραπέζι, ο κεραμεικος κουμπαράς της Σοφης άρχισε να τρέμει. Έπεσε στο πάτωμα με θόρυβο, αναγκάζοντας τόσο τον πατέρα της όσο και το μωρό, που ακομα κοιμουνταν ανίδεοι για οσα διαδραματιζονταν, να ξυπνήσουν. Έμειναν να κοιτούν ολοι σαν υπνωτισμενοι καθως ενα ενα τα κέρματα υψωνονταν στον αέρα κι έπειτα ακουμπουσαν εκ νέου στο τραπέζι, διαδοχικά, το ενα μετά το αλλο. Όταν σταμάτησαν, μια λέξη είχε ξεκάθαρα σχηματιστεί πανω στο ξύλο: Λενιω. Αυτό ηταν το όνομα μου...το είχα σχεδόν ξεχάσει, αφού κανείς δεν το είχε προφέρει εδώ και τρεις και πλέον δεκαετίες.Επειτα, τα πράγματα πήραν το δρόμο τους, οπως συμβαίνει πάντα οταν ανοίγει η πρώτη μικρή ρωγμή που θα φέρει στο φως την αλήθεια.
Εκτός απο το σκελετό μου, είχε βρεθεί και το ημερολόγιο μου. Θυμάμαι με κάθε ανατριχιαστικη λεπτομέρεια την τελευταία φορά που ειχα γράψει.
"Είναι απαίσιος! Με κοιτάει με αυτο το γλοιώδες βλέμμα, το χαμόγελο του με ανατριχιαζει ολόκληρη! Πρέπει να πω στον πατέρα μου να τον διώξει, αλλά...θα με πιστέψει αραγε; Αυτός ειναι ο πιο έμπιστος εργάτης του, ο επιστάτης κι εγώ είμαι απλά ενα παιδι.
Χτες, όταν έκανα μπάνιο στο ποτάμι, τον είδα. Ήταν κρυμμένος πισω απο ενα θάμνο και με κοιτούσε. Δεν μπορουσα να δω τι εκανε, αλλα το χερι του ανεβοκατεβαινε γρηγορα. Βγηκα κι έτρεξα οσο πιο γρήγορα μπορουσα πισω στο σπιτι...φοβάμαι...
Σήμερα, πρέπει να μιλησω στον πατ..."
Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου. Άκουσα θόρυβο κι είδα μέσα από την κουρτίνα του νερού μια σκιά να πλησιάζει. Έκρυψα βιαστικά το ημερολόγιο σε μια εσοχη του βράχου πισω απο μια πέτρα. Η καρδιά μου σταματησε, όταν μεσα απο τον καταρράκτη, ξεπροβαλε η φρικτή μορφή του. Χαμογελούσε με τον πιο ανατριχιαστικο τρόπο. Δεν μπορουσα να αρθρωσω λέξη, είχα πετρωσει απο το φόβο μου.
Με πλησίασε κι έκανα ασυναίσθητα δύο βηματα πισω. Δεν είχα που να πάω.
-Ωραία η κρυψώνα σου, μικρή, παραδέχομαι πως μου πήρε καιρό να την ανακαλύψω. Ωραία και βολική. Κανείς δε θα μας δει, ούτε θα μας ακούσει. Θα περνάμε φίνα οι δυο μας.
Αρχισα να ουρλιαζω και ξέσπασε σε γέλια.
-Φωναζε οσο θες, ποιος θα σε ακουσει;
Ειχε δίκιο, ο καταρράκτης επνιγε τα ουρλιαχτά μου. Που να ήξερα οταν επέλεγα το ησυχαστήριο μου πως επέλεγα τον τοπο του μαρτυριου μου. Πλησίασε κι αλλο, με άρπαξε απο τα μαλλιά και με έριξε κατω. Έπεσε από πάνω μου μουγκριζοντας σα ζωο, τράβηξε το μαγιό μου κι έσκισε τη σάρκα μου μπαίνοντας μέσα μου δυνατά. Ουρλιαζα απο πόνο και φόβο κι οσο με άκουγε τόσο ερεθιζοταν. Δεν ξερω πόση ώρα κράτησε το βασανιστήριο, λίγα λεπτά λογικά, μα εμενα μου φάνηκαν αιωνας. Μόλις τελείωσε, σηκώθηκε κι εγώ συρθηκα κλαίγοντας στη γωνία.
-Έλα μην κλαις. Έτσι ειναι η πρώτη φορά, πονάει. Σου υπόσχομαι τις επόμενες θα ειναι πιο ωραία.
Τον κοιταξα με μάτια γουρλωμένα. Το φρικιαστικό του χαμόγελο ηταν απλωμένο στο προσωπο του.
-Τι νομιζες κούκλα; Μια φορά και τέλος; Εμείς μόλις αρχίσαμε. Και κοιτα μη σου ξεφύγει τιποτα στον πατέρα σου, αλίμονο σου!
Τιναχτηκα όρθια, ημουν έξαλλη απο οργή!
- Όλα θα τα πω! Κτήνος, τέρας!
- Τίποτα δε θα πεις! Με πλησίασε και μου γύρισε το χέρι, ο πόνος ηταν αβάσταχτο, μα ο θυμός που με επνιγε μεγαλύτερος.
-Άφησέ με! Δε θα γλιτώσεις μετά απο οσα μου έκανες!
Η τρέλα άστραψε στο μάτι του. Με πεταξε ξανά κατω και με έσυρε ως την είσοδο της σπηλιάς. Μπήκε ξανά μέσα μου ορμητικα, αλλά αυτή τη φορά φρόντισε το κεφάλι μου να ειναι κατω απο το νερο. Δεν μπορουσα να αναπνεύσω, ένιωθα το νερο να γεμίζει τα ρουθούνια, το λαιμό, τα πνευμονια μου, ενω αυτός σα μανιασμενος με βίαζε. Σε λιγο είχαν τελειώσει ολα. Με ειχε τραβήξει μέσα στη σπηλια, είχε βεβαιωθεί πως δεν ανασαινα πλεον και ειχε φύγει, εγκαταλειποντας με εκει.
Οι φωνές με επανέφεραν στο σήμερα. Η σήμανση ειχε κάνει τη σπηλια φύλλο και φτερό. Βρήκαν και το ημερολόγιο μου. Πίστευα πως θα είχε γίνει σκόνη μετά απο τόσα χρόνια, ομως άθελά μου, το προφυλαξα χωνοντας το πισω απο την εσοχη του βράχου. Η υγρασία του είχε κάνει καποια ζημιά, αλλά ευτυχώς δεν είχε βραχεί ποτέ.
Όλο το χωριό είχε μαζευτει στην όχθη του ποταμού. Η εξαφάνιση μου ηταν ενα μυστήριο που είχε συγκλονίσει τη μικρή μας κοινωνία. Πολλοί συγχωριανοι μου ζούσαν ακομα εδω και θυμούνταν πολυ καλά εκείνες τις ημέρες. Είχε έρθει επιτέλους η στιγμή της αποκατάστασης της αλήθειας.
Ξαφνικά, ενα ακομα περιπολικό σταματησε κοντά στα υπόλοιπα. Η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε και είδα ξανά, μετά από 30 χρόνια, τη λατρεμένη μορφη της μητέρας μου. Ήταν γερασμένη, τα μαλλιά της λευκά, το άλλοτε λυγερο κορμι της κυρτό, αλλα ημουν σίγουρη οτι ηταν εκείνη. Θα την αναγνώριζα ανάμεσα σε χιλιάδες.
Την ειχαν ειδοποιήσει οτι βρέθηκε ένας σκελετός στο μερος όπου είχα εξαφανιστεί και, παρόλο που δεν είχε γίνει ακομα ταυτοποίηση, εκείνη έτρεξε, σίγουρη πως πρόκειται για εμένα. Μόλις ειδε το ημερολόγιο μου, στα χερια μιας νεαρής αστυνόμου, καθε αμφιβολία διαλύθηκε και ξέσπασε σε ένα γοερο κλάμα.
Οι επόμενες ώρες, μερες δεν είχαν σημασία. Περίμενα ευλαβικά για δύο μονο στιγμές.
Η πρώτη ηταν όταν τον βρήκαν και τον συνέλαβαν. Γέρος πια, γύρω στα 70, ειχε μετακομισει σε μια κοντινη πολη μετα το φονικό. Τον έφεραν στον τόπο του εγκλήματος. Τα παραδέχτηκε ολα, με καθε ανατριχιαστικη λεπτομέρεια. Το πρόσωπο του δεν έδειχνε ίχνος μεταμελειας, έμοιαζε ωστόσο σαν να την περίμενε αυτή τη μερα, σαν να ηθελε επιτέλους κάπου να πει το μεγάλο του μυστικό. Η ίσως απλά να μη φοβόταν πλέον τίποτα. Ειχαν περασει τόσα χρόνια που το έγκλημα είχε παραγραφεί, οπως ακουσα να λενε αργότερα την ίδια μερα. Τον συνέλαβαν, αλλά δύσκολα θα μπορούσαν να τον χωσουν στη φυλακή για το υπόλοιπο της ζωής του οπως του άξιζε. Δεν είχε όμως πια σημασία. Εγω ήθελα να μαθευτεί η αλήθεια. Και έκανα τα πάντα για αυτό, κόντεψα να χάσω την ψυχή μου. Τώρα, ηταν στα χερια της δικαιοσύνης. Επίγειας η μετα θάνατον.
Το δεύτερο που ανυπομονούσα να κανω, ηταν να αποχαιρετισω επιτέλους τη μάνα μου. Τη μανούλα μου που έζησε 30 και πλέον χρόνια χωρίς να ξέρει τι απέγινε η μονάκριβη κόρη της. Τη μανούλα μου που μου είχε τόσο λείψει το χάδι, το γέλιο, η φωνή, η μυρωδιά της.
Οι γονείς της Σοφης την φιλοξενουσαν στο σπιτι. Στην αστυνομία ειχαν πει πως τυχαία βρήκαν τη σπηλια και το πτώμα μου κολυμπώντας στο ποταμι. Ήταν τελη Μάη και το ποτάμι παγωμένο, αλλά δε θα μπορούσαν να δώσουν άλλη εξήγηση. Στη μητέρα μου όμως είπαν την αλήθεια. Η Σοφη της διηγήθηκε οσα ειχαν διαδραματιστει τους τελευταίους δυο μήνες. Της είπε ακομα και κάποιες λεπτομέρειες που δε θα μπορούσε κανείς πέρα απο εμενα να γνωρίζει, οπως το αγαπημένο μου νανούρισμα η εκείνη τη μερα που ειχα βρει μια νεκρή νυχτερίδα και έκλαιγα τοσο πολυ που οι γονείς μου αναγκάστηκαν να της φτιάξουν τάφο και να της κάνουν ολόκληρη τελετή για να με πείσουν πως θα πάει στον παράδεισο.
Τα μάτια της έλαμπαν απο προσμονή κι από τα δάκρυα που έτρεχαν ελεύθερα.
-Είναι εδώ τωρα; ρώτησε με αγωνία.
Η Σοφη εγνεψε θετικά κι έδειξε προς το μέρος μου.
-Λενιω μου...η μητέρα μου πλησίασε κι άπλωσε τα χέρια της σαν να ήθελε να με αγκαλιασει. Στο δωμάτιο απλώθηκε δυνατό φως κι ένιωσα μια ζεστασιά να με τυλιγει. Λες και αφυπνιστηκαν μαγικά οι αισθήσεις μου, μπορουσα να μυρίσω τον κόρφο της, να γευτω την αλμύρα απο το δάκρυ της, να νιώσω τα χέρια της στην πλάτη και τα μαλλιά μου.
Λίγα μόνο δευτερόλεπτα κράτησε κι ήξερα πια πως είχε έρθει η ώρα να φυγω.
Εγνεψα στη Σοφη ευχαριστώ και μου χαμογέλασε πλατιά. Η μητέρα της είχε αγκαλιάσει τη δική μου, τη χαιδευε και την παρηγορουσε, οπως μονο μια μάνα μπορεί να νιώσει.
Το φως που ειχε πλημμυρίσει το χώρο άρχισε να με μαγνητίζει, να με καταπίνει, μέχρι που έγινα ενα μαζί του και χάθηκα μέσα του.
Χαμογελούσα. Ήμουν ελεύθερη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Καλωσορισες στο κουκουλι μου.