Το κείμενο είναι βασισμένο στο δρώμενο Μία Ιδέα, Μια Έμπνευση, του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη.
Η βασική ιδέα του διηγήματος είναι η εξής:
Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.
Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:
"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."
Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;
Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;
Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.
Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.
Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ -ΜΕΡΟΣ Α'
Υπάρχουν κάποιες ιστορίες που απλά πρέπει να ειπωθούν. Που όσα χρόνια κι αν περάσουν, περιμένουν ήσυχα στις σκιές, μέχρι να συναντήσουν τον άνθρωπο που θα τις ακούσει και σιγά σιγά θα τις βγάλει στο φως. Μπορεί να πάρει μέρες, μήνες, χρόνια η αιώνες. Μα σαν βρουν τον ξενιστή τους, χωνονται αργά κάτω από το δέρμα του και δεν ησυχάζουν μέχρι να γίνουν ένα μαζί του. Τον στοιχειώνουν λίγο λίγο, ώσπου να μην αντέξει πια και να τις απελευθερωσει. Μια τέτοια ιστορία είναι κι η δική μου.
Ούτε θυμάμαι πόσες φορές μέτρησα τις εποχές, κρεμασμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους. Χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη...κάποτε έχασα το μέτρημα. Κι έμεινα απλά να παρατηρώ τη ζωή. Τα φύλλα να χρυσιζουν, να πέφτουν, να γεμίζουν κόκκινο και καφέ τους δρόμους, έπειτα τα γυμνά κλαδιά να δέρνονται από το βοριά. Το νέο κύκλο που άρχιζε με τα πρώτα χρωματιστά μπουμπούκια, τους πρώτους οψιμους καρπούς κι έπειτα τον ήλιο, αστραφτερό και καυτό να χύνεται στα πράσινα φυλλωματα και να κάνει το νερό του ποταμού να στραφταλίζει.Όσο ζούσα, η αγαπημένη μου εποχή ήταν το καλοκαίρι, τότε που η βόλτα στο ποτάμι δίπλα από το σπίτι μου άρχιζε το πρωί και τελείωνε μετά το σούρουπο.
Ψάρεμα, παιχνίδι με τα βότσαλα, μπάνιο στο παγωμένο νερό και ξάπλωμα στο δροσερό χορτάρι.
Την πρώτη φορά που την είδα, ήξερα ότι ήταν αυτή. Ειχαν περασει κι άλλοι όλα αυτά τα χρόνια. Πάνω απο τρεις δεκαετίες είχαν διαβει, το σπίτι δίπλα στο ποτάμι είχε δει μέρες δόξας, αλλά και παρακμής. Μετά το χαμό μου, η μητέρα μου δεν αντεχε να ζει εδώ και πούλησε τα πάντα. Πριν φύγει, προσπάθησα να της μιλήσω, να την κάνω να δει την αλήθεια, μα ήταν τόσο κλεισμένη στον εαυτό της, που στάθηκε αδύνατο. Το σπίτι πουλήθηκε σε έναν πλούσιο νεαρό, με μια ασθενική σύζυγο. Τα βράδια κάθονταν αγκαλιά στη βεράντα, εκείνη πάντα με μια κουβέρτα στα πόδια, ισχνη, χλωμη κι αδύναμη. Με έβλεπε, αλλά δε με πιστευε, νόμιζε πως ήμουν παρενέργεια της μορφινης που έπαιρνε για να μην πονάει πολύ. Σύντομα εγκατέλειψα την προσπάθεια να επικοινωνήσω, εξάλλου μέσα σε έναν μόλις χρόνο, πέθανε κι εκείνη. Ο άντρας της, συντετριμμενος, την αγαπούσε τόσο πολύ, πούλησε το σπίτι κι έφυγε μακριά, άκουσα πως έγινε μοναχός.
Οι επόμενοι αγοραστές ήταν επίσης πλούσιοι, αλλά κακοί άνθρωποι. Τα λεφτά τους ήταν βουτηγμενα στο αίμα. Εκβιασμοί, τοκογλυφία, λαθρεμπόριο κι ότι άλλο βάζει ο νους, παντού ήταν μπλεγμένοι. Δεν έκανα καν την απόπειρα να τους προσεγγίσω, η παρουσία τους με ταραζε πιο πολύ από όσο θα τους ταραζε η δική μου. Ένα βράδυ, καποιος που του είχαν δολοφονήσει το παιδί, μπήκε κρυφά στον κήπο κι έβαλε φωτιά. Τους περίμενε να βγουν κι έτσι όπως ήταν αλαφιασμενοι από τον ύπνο και τον φόβο τους σκότωσε κι έπειτα ρίχτηκε στις φλόγες. Η φωτιά σβήστηκε από τους γείτονες, μα ζωντανός δεν έμεινε κανείς.
Μετά από αυτό, το σπίτι θεωρήθηκε καταραμένο. Και οι τρεις τελευταίοι ιδιοκτήτες του είχαν χτυπηθεί από μια τραγωδία, δεν μπορεί να ήταν τυχαίο αυτό, σωστα; Κανένας δεν τολμούσε να το αγοράσει κι όποιος περνούσε απ' έξω, έκανε το σταυρό του με τρόμο και προσπερνουσε βιαστικά με το κεφάλι χαμηλωμένο.
Έτσι, βρέθηκα μόνη μου, να τριγυρνάω σε ένα άδειο κουφάρι, που σαπιζε μέρα τη μέρα όλο και πιο πολύ.
Όμως ο χρόνος κάνει τη μνήμη των ανθρώπων να φθίνει κι όλα σιγά σιγά λυγίζουν κάτω από το βάρος του. Ακόμα κι ο φόβος. Ακόμα κι ο θάνατος.
Χριστίνα μου,
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλώς όρισες, αγαπημένη μου φίλη και στον 4ο κύκλο του δρώμενού μας.
Με ένα πρώτο μέρος, που απογειώνει κάθε μας προσδοκία για να περιμένουμε ένα θρίλερ, πιστεύω, που θα μάς καθηλώσει και φυσικά θα μάς συγκινήσει.
Η ηρωίδα σου, έχει την οπτική της "απέναντι πλευράς", πράγμα πολύ δύσκολο και ιδιαίτερο. Αφήγημα, που δεν έχουν επιλέξει πολλοί καθώς έχει δυσκολίες. Έχει όμως τη δική του ομορφιά. Έχει το σκοτάδι και το φως του, όπως ακριβώς και το σπίτι που είναι έδρα των γεγονότων.
Η μικρή Σόφη θα είναι καταλύτης και η επίσκεψή της στα όνειρά της είναι μια υπέροχη οπτική, που επέλεξες.
Ξέρεις ότι αγαπώ και ταυτίζομαι με τη γραφή σου. Είμαι έτοιμος λοιπόν να φύγω μαζί σου στο όνειρό σου.
Ενδιαφέρον Χριστίνα μου. Και ωραία γραφή. Για να δουμε τη συνέχεια. Οι περιγραφές ολοζώντανες μας βάζουν στο χώρο. Και η φώτο πολύ όμορφη , αχ και να μουν εκεί! Καλή συνέχεια
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ιδιεταιρη ιστορία. Οι περιγραφές ζωντανές, η νεκρή ηρωίδα, δε μας τρομάζει. Με έναν έξυπνο τρόπο και όμορφη γραφή μας προκαλεί να μάθουμε περισσότερα για τη ζωή και το θάνατο της.
ΑπάντησηΔιαγραφή