Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ- ΜΕΡΟΣ Α'

Το κείμενο είναι βασισμένο στο δρώμενο Μία Ιδέα, Μια Έμπνευση, του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη. 

Η βασική ιδέα του διηγήματος είναι η εξής:

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ -ΜΕΡΟΣ Α'



Υπάρχουν κάποιες ιστορίες που απλά πρέπει να ειπωθούν. Που όσα χρόνια κι αν περάσουν, περιμένουν ήσυχα στις σκιές, μέχρι να συναντήσουν τον άνθρωπο που θα τις ακούσει και σιγά σιγά θα τις βγάλει στο φως. Μπορεί να πάρει μέρες, μήνες, χρόνια η αιώνες. Μα σαν βρουν τον ξενιστή τους, χωνονται αργά κάτω από το δέρμα του και δεν ησυχάζουν μέχρι να γίνουν ένα μαζί του. Τον στοιχειώνουν λίγο λίγο, ώσπου να μην αντέξει πια και να τις απελευθερωσει. Μια τέτοια ιστορία είναι κι η δική μου.

Ούτε θυμάμαι πόσες φορές μέτρησα τις εποχές, κρεμασμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους. Χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη...κάποτε έχασα το μέτρημα. Κι έμεινα απλά να παρατηρώ τη ζωή. Τα φύλλα να χρυσιζουν, να πέφτουν, να γεμίζουν κόκκινο και καφέ τους δρόμους,  έπειτα τα γυμνά κλαδιά να δέρνονται από το βοριά. Το νέο κύκλο που άρχιζε με τα πρώτα χρωματιστά μπουμπούκια,  τους πρώτους οψιμους καρπούς κι έπειτα τον ήλιο, αστραφτερό και καυτό να χύνεται στα πράσινα φυλλωματα και να κάνει το νερό του ποταμού να στραφταλίζει.
Όσο ζούσα, η αγαπημένη μου εποχή ήταν το καλοκαίρι, τότε που η βόλτα στο ποτάμι δίπλα από το σπίτι μου άρχιζε το πρωί και τελείωνε μετά το σούρουπο.
Ψάρεμα, παιχνίδι με τα βότσαλα, μπάνιο στο παγωμένο νερό και ξάπλωμα στο δροσερό χορτάρι.
Την πρώτη φορά που την είδα, ήξερα ότι ήταν αυτή. Ειχαν περασει κι άλλοι όλα αυτά τα χρόνια. Πάνω απο τρεις δεκαετίες είχαν διαβει, το σπίτι δίπλα στο ποτάμι είχε δει μέρες δόξας, αλλά και παρακμής. Μετά το χαμό μου, η μητέρα μου δεν αντεχε να ζει εδώ και πούλησε τα πάντα. Πριν φύγει, προσπάθησα να της μιλήσω, να την κάνω να δει την αλήθεια, μα ήταν τόσο κλεισμένη στον εαυτό της, που στάθηκε αδύνατο. Το σπίτι πουλήθηκε σε έναν πλούσιο νεαρό, με μια ασθενική σύζυγο. Τα βράδια κάθονταν αγκαλιά στη βεράντα, εκείνη πάντα με μια κουβέρτα στα πόδια, ισχνη, χλωμη κι αδύναμη.  Με έβλεπε, αλλά δε με πιστευε, νόμιζε πως ήμουν παρενέργεια της μορφινης που έπαιρνε για να μην πονάει πολύ. Σύντομα εγκατέλειψα την προσπάθεια να επικοινωνήσω, εξάλλου μέσα σε έναν μόλις χρόνο, πέθανε κι εκείνη. Ο άντρας της, συντετριμμενος, την αγαπούσε τόσο πολύ, πούλησε το σπίτι κι έφυγε μακριά, άκουσα πως έγινε μοναχός.
Οι επόμενοι αγοραστές ήταν επίσης πλούσιοι, αλλά κακοί άνθρωποι. Τα λεφτά τους ήταν βουτηγμενα στο αίμα. Εκβιασμοί, τοκογλυφία, λαθρεμπόριο κι ότι άλλο βάζει ο νους, παντού ήταν μπλεγμένοι. Δεν έκανα καν την απόπειρα να τους προσεγγίσω, η παρουσία τους με ταραζε πιο πολύ από όσο θα τους ταραζε η δική μου. Ένα βράδυ, καποιος που του είχαν δολοφονήσει το παιδί, μπήκε κρυφά στον κήπο κι έβαλε φωτιά. Τους περίμενε να βγουν κι έτσι όπως ήταν αλαφιασμενοι από τον ύπνο και τον φόβο τους σκότωσε κι έπειτα ρίχτηκε στις φλόγες. Η φωτιά σβήστηκε από τους γείτονες, μα ζωντανός δεν έμεινε κανείς.
Μετά από αυτό, το σπίτι θεωρήθηκε καταραμένο. Και οι τρεις τελευταίοι ιδιοκτήτες του είχαν χτυπηθεί από μια τραγωδία, δεν μπορεί να ήταν τυχαίο αυτό, σωστα; Κανένας δεν τολμούσε να το αγοράσει κι όποιος περνούσε απ' έξω,  έκανε το σταυρό του με τρόμο και προσπερνουσε βιαστικά με το κεφάλι χαμηλωμένο.
Έτσι, βρέθηκα μόνη μου, να τριγυρνάω σε ένα άδειο κουφάρι, που σαπιζε μέρα τη μέρα όλο και πιο πολύ.
Όμως ο χρόνος κάνει τη μνήμη των ανθρώπων να φθίνει κι όλα σιγά σιγά λυγίζουν κάτω από το βάρος του. Ακόμα κι ο φόβος. Ακόμα κι ο θάνατος. 

Ειχαν περασει τόσα χρόνια μοναξιάς, τόσος καιρός που η ιστορία μου δεν είχε ειπωθεί, που το είχα πια σχεδόν πάρει απόφαση πως δε θα έφευγα ποτέ από αυτό το καταραμένο μεταίχμιο. Νεκρή, μα όχι ελεύθερη. Και πώς να πετάξει η ψυχή μου στον ουρανό, αφού δεν είχε ακόμα δικαιωθει; Απελπισμένη, μετρούσα την αιωνιοτητα.
Ήταν ένα πρωινό της άνοιξης όταν σταμάτησε ένα φορτηγό μπροστά στη σκουριασμενη πόρτα του κήπου. Δευτερόλεπτα μετά ο τόπος γέμισε φωνές και βήματα. Ένας νεαρός άντρας, μια γυναίκα, ένα μωρό στην αγκαλιά, ένα σκυλάκι να τριγυριζει γύρω από τα πόδια τους ...κι εκείνη. Με δύο μακριές ξανθιές κοτσίδες, δύο γεμάτα περιέργεια γαλάζια μάτια, που κοίταξαν απευθείας επάνω μου. Οι υπόλοιποι κοιτούσαν το σπίτι, την αυλή, τις φθορές. Όμως εκείνη είχε καρφώσει πάνω μου το βλεμμα κι ήμουν σίγουρη ότι μπορούσε να με δει. Δεν έμοιαζε φοβισμένη ούτε καν έκπληκτη, μα θα ορκιζόμουν πως έστρεψε προς το μέρος μου ένα χαμόγελο. Ήταν μικρή, ίσως εννιά η δέκα χρόνων. Ήμουν μόλις τεσσερα χρόνια μεγαλύτερη όταν έφυγα από τη ζωή. Παιδί κι εγώ μα με λογαριασαν για γυναίκα. Και με σκοτωσαν.
Τις επόμενες μέρες έμαθα πως την έλεγαν Σοφη. Το σπίτι, μαζί με το οικόπεδο, το αγορασε ο πατέρας της. Είχε πάντα όνειρο μια αγροικια, μια φάρμα, ένα τόπο δικό τους που θα τους έδινε τις χαρές και τους καρπούς της γης. Η γυναίκα του δε συμφωνούσε, μα στήριζε την επιθυμία του αγογγυστα. 
Ο άντρας κάθε πρωί ρίχνονταν από το χάραμα στη δουλειά ως αργά το σούρουπο. Κάποιες φορές μαζί με εργάτες, αλλά τις περισσότερες μόνος του. Ήταν το προσωπικό του στοίχημα να μετατρέψει αυτό το παλιό παραπηγμα ξανά σε σπιτικό. Και πράγματι, σιγά σιγά στα χέρια του όλα έπαιρναν πάλι ζωή. Με μεγάλη φροντίδα και μεράκι, το σπίτι των παιδικών μου αναμνησεων άρχισε να θυμίζει κάτι από την παλιά του αίγλη. 
Η Σοφη συνέχισε να με κοιτάζει με αυτό το διαπεραστικό της βλέμμα, μα δεν έδειχνε καμία αντίδραση στην παρουσία μου, σα να ήταν για εκείνη το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Ήθελα τοσο να της μιλήσω, αλλά η μητέρα της δεν την άφηνε στιγμή μόνη, ούτε εκείνη ούτε το μωρό. Κι είχε δίκιο, το σπίτι στην κατάσταση που βρισκόταν ήταν ένας ζωντανός κίνδυνος, σε κάθε γωνιά του παραμονευε κάποια σαπισμενη ταβλα, κάποια σκουριασμενη βίδα, κάποιο σπασμένο γυαλί. Μέχρι να ολοκληρωθεί η ανακαίνιση, ζούσαν περιορισμένοι στο υπνοδωμάτιο της υπηρεσίας και στο μπάνιο του, τα μόνα που ήταν κάπως κατοικήσιμα. Η μέρα κυλούσε αργά, ίσως βαρετά, η μικρή Σοφη κοιτούσε νοσταλγικα σχεδόν έξω από το παράθυρο, τον κήπο, το ποτάμι, αλλα περίμενε με υπομονή τη μέρα που η μητέρα της θα έκρινε πως ήταν ασφαλής. 
Περίμενα κι εγώ την κατάλληλη στιγμή κι όταν κατάλαβα πως αυτη θα αργούσε, αποφάσισα να την επισκεφτώ στο μόνο μέρος που ήταν πραγματικά μόνη. Στα όνειρα της.