Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ - ΜΕΡΟΣ Α

 

Η συμμετοχή μου στο Γ' κύκλο του "Μια Ιδέα Μια Έμπνευση" του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη, μου βγήκε κάπως ΤΕΡΑΣΤΙΑ, επομένως τη χώρισα σε τρία μέρη.

Κεντρική Ιδέα Πλοκής.

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού, οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο όμορφο. Στα δεξιά δεμένα σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα. Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία  μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο κάρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της. Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά. Φτάνει το τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει χρόνος. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στην διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις ερχόταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.




 

ΜΕΡΟΣ Α’

Το λιμάνι μοιάζει μικρό και αφιλόξενο, παρά τις δεκάδες πλοία και ιδιωτικά σκάφη που είναι δεμένα στους κάβους του. Αυτό το λιλιπούτειο νησί, αυτό που γοητεύει τόσο τους ταξιδιώτες κάθε καλοκαίρι, για μένα κάποτε ήταν η φυλακή μου. Κοιτάζω γύρω μου τα όμορφα χρώματα που άπλωσε το δειλινό στον ουρανό, την ηρεμία της θάλασσας και τους ανθρώπους που νωχελικά μαζεύουν τις πετσέτες τους και φεύγουν από την παραλία. Άλλοι πάλι, παραμένουν να απολαύσουν ένα βραδινό μπανάκι. Το Αγκίστρι είναι από τα ελάχιστα νησιά που τα νερά δίπλα ακριβώς στο λιμάνι είναι τόσο διαυγή και γαλαζοπράσινα. Δε νιώθω τίποτα. Κανέναν ενθουσιασμό που τόσα χρόνια μετά επιστρέφω στη γενέτειρά μου. Πόσα αλήθεια; Πάνω από είκοσι σίγουρα. Έχασα το μέτρημα, δε με ενδιέφερε εξάλλου, ήθελα μόνο να τα αφήσω όλα πίσω μου και να μην στρέψω καν ξανά το βλέμμα μου. Να όμως, που η ζωή τα έφερε έτσι κι είμαι απόψε πάλι εδώ. Τόσα χρόνια μετά κι η καρδιά μου όχι μόνο δεν μαλάκωσε, αντίθετα το μίσος επέστρεψε δριμύτερο, μόλις έμαθα πως είχε το θράσος αυτό το καλοκαίρι να το περάσει στο νησί. Δεν είχε τολμήσει να εμφανιστεί από τότε, κάποτε άκουσα πως είχε φύγει στο εξωτερικό, στην Αυστραλία και μετά τα ίχνη χάθηκαν και κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν και τι έκανε. Μέχρι είκοσι μέρες πριν… Ξαφνικά, με αυτή τη σκέψη, νιώθω ένα ρίγος να διαπερνά την πλάτη μου και δεν είναι από τον ιδρώτα αυτή την ολόζεστη αυγουστιάτικη νύχτα. Αν δεν με είχε ειδοποιήσει η Ευγενία, που έπαθε κι εκείνη σοκ μόλις εμφανίστηκε μπροστά της, δεν θα μάθαινα ποτέ για την επιστροφή αυτή. Και μήπως θα ήταν καλύτερα έτσι; Από την ημέρα που το έμαθα, έχω χάσει τον ύπνο μου. Μου πήρε χρόνια να ξεπεράσω ότι μας είχε κάνει, μα τα κατάφερα και ζούσα μια έστω ήσυχη και σχετικά όμορφη ζωή. Τώρα μόνο μια λέξη έχει καρφωθεί στο μυαλό μου, η εκδίκηση. Έχει έρθει η ώρα να πληρώσει για όσα έκανε σε εμένα και την αδερφή μου, μας κατέστρεψε τη ζωή και τώρα θα χάσει τη δική του. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Κοιτάζω το μήνυμα στο κινητό μου, το έλαβα μόλις χτες από την Ευγενία «φτάνει το τέλος του μήνα, πρέπει να βιαστείς, δεν υπάρχει χρόνος». Στο τέλος του μήνα, στο τέλος του καλοκαιριού, θα φύγει και πάλι. Δε θα προλάβει. Τότε δείλιασα, μα τώρα θα τον σκοτώσω ακόμα κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω.

Χαμένη σε όλες αυτές τις σκέψεις, ούτε που κατάλαβα για πότε έδεσε το καράβι και αποβιβαστήκαμε. Τώρα περπατώ στα στενάκια που μεγάλωσα, κρατώ χαμηλά τα μάτια μου, κρύβω το πρόσωπό μου πίσω από το χείμαρρο των μαλλιών μου, δε θέλω κανέναν να δω, κανείς να με αναγνωρίσει, δεν θα αντέξω άλλο ένα κύμα οίκτου στο βλέμμα τους ή ακόμα χειρότερα, αποδοκιμασία που έφυγα κι άφησα πίσω την Ευγενία να το παλέψει όλο αυτό ολομόναχη. Όμως, δεν άντεχα να μείνω, δεν άντεχα λεπτό ακόμα. Ήμουν δειλή; Ίσως… Μα ο κόσμος μόνο να κρίνει ξέρει, μόνο να σχολιάζει μπορεί, χωρίς να έχει ιδέα τι περνάει ο άλλος. Αν δεν έφευγα, θα τους μισούσα όλους. Την Ευγενία, που για χάρη της μόνο θα έμενα, τη μάνα μου που μοιρολογούσε νύχτα μέρα, τον πατέρα μου που δεν τον σκότωσε και δε με άφησε να αναζητήσω δικαιοσύνη, τον εαυτό μου τον ίδιο. Ενώ τώρα, μισούσα μόνο εκείνον…

Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, η Ευγενία είναι ήδη εκεί και με περιμένει, με δάκρυα στα μάτια. Πέφτει στην αγκαλιά μου και κλαίει.

-Παλιοκόριτσο! Μου έλειψες τόσο πολύ!

Αφήνομαι στην αγκαλιά της, τη σφίγγω πάνω μου, κι εμένα μου έχει λείψει αφάνταστα. Από τότε που έφυγα, κάθε χρόνο έρχεται και μένει ένα μήνα μαζί μου, μα αυτό δεν είναι τίποτα. Κάποτε ήμασταν αχώριστες, δίδυμες αδερφές, σχεδόν ολόιδιες εξωτερικά, μα τόσο αλλιώτικες στο χαρακτήρα. Ήρεμη θάλασσα εκείνη, φωτιά μαινόμενη εγώ. Δε με χωρούσε ο τόπος, ήθελα να απλώσω τα φτερά μου ψηλά, τόσο ψηλά που να άγγιζα τον ήλιο. Τόσο ψηλά νόμιζα πως θα πετάξω, που τελικά κάηκα…

Ήταν καλοκαίρι του 1990, μόλις είχαμε κλείσει τα 17. Το νησί ήταν ακόμα παρθένο και το επέλεγαν μόνο οι ψαγμένοι και οι πλούσιοι. Ανάμεσά τους κι εκείνος. Πλουσιόπαιδο, γόνος μεγάλης εφοπλιστικής οικογένειας, είχε μόλις αποκτήσει μια βίλα στο νησί, δώρο του πατέρα του για την εισαγωγή του στην Ιατρική Αθηνών. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που τον είδα, στην παραλία. Είχαμε μαζευτεί καμιά δεκαριά λυκειόπαιδα, είχαμε ανάψει φωτιά και τραγουδούσαμε, ενώ δυο αγόρια έπαιζαν κιθάρα. Ήμουν μόνη, η Ευγενία δούλευε στην ταβέρνα του πατέρα μου. Έτσι περνούσαμε τα καλοκαίρια, μοιράζαμε τις βάρδιες, η μία το μεσημέρι κι η άλλη το βράδυ. Η μοναχική και ντροπαλή Ευγενία, προτιμούσε να έχει ελεύθερα τα πρωινά της, να χάνεται στις πιο απόμερες σπηλιές του νησιού με ένα βιβλίο στο χέρι. Εγώ πάλι, ήθελα να είμαι ελεύθερη τα βράδια, να βγαίνω, να χορεύω στην παραλία. Τα είχαμε βρει μεταξύ μας κι οι γονείς μας δεν είχαν αντίρρηση. Όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω μου, ήταν φανερό πως με έτρωγε με τα μάτια. Ήξερα καλά ποιος ήταν, τα ακριβά του ρούχα πρόδιδαν την καταγωγή του κι άλλωστε είχε βουήξει ο τόπος, δεν αγόραζε κάθε μέρα σπίτι στο Αγκίστρι κάποιος τόσο πλούσιος. Άλλη στη θέση μου ίσως να είχε δειλιάσει, να είχε νιώσει άβολα, μα όχι εγώ. Ανταπόδωσα θαρρετά το βλέμμα και χαμογέλασα. Πήρε θάρρος, με πλησίασε κι η ανάσα μου πλημμύρισε από το άρωμά του. Όλο το βράδυ δεν έφυγε από δίπλα μου, το ξημέρωμα μας βρήκε αγκαλιασμένους, χωρίσαμε με ένα φιλί κι ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το βράδυ, ίδια ώρα, ίδιο μέρος. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, μια ερωτοχτυπημένη έφηβη! Όλο το καλοκαίρι σχεδόν, το περάσαμε παρέα. Είχα κλείσει τα αυτιά μου σε όλες τις προειδοποιήσεις της Ευγενίας πως πρέπει να φυλάγομαι, πως οι άντρες σαν κι αυτόν δεν μένουν με γυναίκες φτωχές σαν εμένα, μόνο τις γλεντάνε και φεύγουν. Αυτός ήταν διαφορετικός! Αυτός με αγαπούσε! Μου το είχε πει! Και γιατί παρακαλώ; Τι είχαν οι πλούσιες που δεν είχα εγώ, εκτός από χρήματα; Μέχρι ότι με ζήλευε την κατηγόρησα. Οι μέρες έγιναν εβδομάδες, τα φιλιά του πιο απαιτητικά, τα χέρια του ταξίδευαν στο κορμί μου, όμως κάτι μέσα μου δε με άφηνε να κάνω το μεγάλο βήμα και να γίνω δική του. «Γιατί δε θες να κάνουμε έρωτα;», με ρώτησε ένα βράδυ, αφού και πάλι τον είχα σταματήσει από το να με γδύσει. Δεν ήξερα πώς να το πω για να μην ακουστεί χαζό, αποφάσισα να το ξεφουρνίσω όπως και να έχει. «Δε γίνεται όσο είμαστε έτσι, καλέ μου. Πρέπει να με ζητήσεις πρώτα από τον πατέρα μου». Ούτε κατάλαβα για πότε πετάχτηκε πάνω και εγώ βρέθηκα από την αγκαλιά του ριγμένη στην άμμο. Πήγαινε πάνω κάτω πανικόβλητος και ούτε λίγο ούτε πολύ με κατηγόρησε πως προσπάθησα να τον τυλίξω, να του φάω τα χρήματά του και μου είπε πως ποτέ δε θα παντρευόταν μια γυναίκα σαν εμένα. Σηκώθηκα κι έφυγα κλαίγοντας, δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο ταπεινωμένη στη ζωή μου…ως εκείνη τη στιγμή έστω. Γύρισα σπίτι, η Ευγενία κοιμόταν, την ξύπνησα, της είπα πόσο δίκιο είχε και έμεινε ξάγρυπνη όλη νύχτα να με παρηγορεί. Από το ίδιο πρωί κιόλας, μάζεψα την περηφάνια μου και περπάτησα με το κεφάλι ψηλά. Άπειρες φορές, προσπάθησε να με πλησιάσει, αλλά τον αγνοούσα. Ακόμα κι όταν μου ζήτησε συγνώμη για όσα είπε και με παρακάλεσε να το πάρουμε από την αρχή, ήμουν σίγουρη από το βλέμμα του πως δεν το εννοούσε. Τον απέρριψα κι έφυγε πολύ θυμωμένος. Δυο μέρες αργότερα, θα βίωνα όσα ούτε στο χειρότερο εφιάλτη μου δε φανταζόμουν.