Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ -ΜΕΡΟΣ Δ

Το κείμενο είναι βασισμένο στο δρώμενο Μία Ιδέα, Μια Έμπνευση, του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη. 

Η βασική ιδέα του διηγήματος είναι η εξής:

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ - ΜΕΡΟΣ Δ


Παρέμεινα μέσα στη σοφίτα, μέχρι να βεβαιωθώ πως όλοι είχαν κοιμηθεί βαριά. Οι ώρες της αναμονής ήταν βασανιστικες. Η αμφιβολία με κατετρωγε. Κι αν δεν τα κατάφερω; Αν όσο και να προσπαθήσω, το υποσυνείδητο της μικρής με πετάξει έξω μια για παντα; Πάλευα με τον ίδιο μου τον εαυτό. Ήρθαν στιγμές που το κακό με κυριευε. Έχανα το στόχο μου και σκεφτόμουν πως άδικα θα έτρωγα άλλη μια ήττα, πως θα ηταν καλύτερα να αρχίσω απλά να εκτοξευω αντικείμενα πάνω τους μέχρι να τους τρομάξω και να ξεκουμπιστουν, να με αφήσουν στην αιώνια μοναξιά μου. Η ακόμα καλύτερα, να τους πετύχω και να τους σκοτώσω όλους. Όλους εκτός από τη Σοφη. Να ζήσει μόνο εκείνη, να τους δει να πεθαινουν, να νιώσει καλα τι σημαίνει απογνωση και δυστυχια. 

Κάθε φορά που αυτές οι σκέψεις απειλούσαν να καταπιουν ο,τι είχε απομείνει ζωντανό από μένα, έφερνα στο νου μου το γλυκό τραγούδι της μητέρας μου, το γεμάτο αγάπη βλέμμα της, τη μυρωδιά της...κι η ψυχή μου γαληνευε. Είχε μια βαθιά καλοσύνη η μαμά μου, μια πραότητα και έναν τρόπο να βλέπει πάντα το αγαθό στους άλλους. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο ήθελα να νιωθω πως ακόμα και από εδώ, θα ήταν περήφανη για την κόρη της.

Η νύχτα προχώρησε και στο παλιό αγροτοσπιτο επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Μπήκα στη μικρή καμαρα. Το μωρό κοιμόταν γαληνιο στην κούνια του. Το νεαρό ζευγάρι ήταν κουλουριασμενο αγκαλιά στο διπλό κρεβάτι. Ο βρυχηθμός που έβγαινε με κάθε αναπνοή από το στήθος του άντρα μαρτυρουσε τον καματο και την εξάντληση του. Η γυναίκα του είχε κουρνιασει στο στήθος του και φαινόταν τόσο εύθραυστη και μικροσκοπική. Σε ένα ντιβάνι που είχαν πρόχειρα τοποθετήσει προσωρινά, ώσπου να ολοκληρωθεί η ανακαίνιση του δωματίου της, κοιμόταν η Σοφη. Μόλις μπήκα στο χώρο, το σώμα της τιναχτηκε ελαφρά. Η ίδια δεν το συνειδητοποιουσε, μα το υποσυνείδητό της αντιλήφθηκε με μιας την παρουσία μου. 

Πλησιασα πολύ πολύ μαλακά. Όπως κάθε φορά, έτσι και τώρα, προχωρούσα ψηλαφιζοντας ένα σκοτεινό δωμάτιο, έτσι έμοιαζαν για μένα οι δυνατότητες του νεκρικου σύμπαντος. "Ωραία λοιπόν, ας συγκεντρώσω όλη μου την ενέργεια στο μηνυμα που θέλω να στείλω." Κι αυτό έκανα. Ένιωσα ξαφνικά να στροβιλιζομαι και να γίνομαι τόση δα, μικροσκοπική σαν ένα σπιρτόκουτο. Βρέθηκα σε ένα μαύρο φόντο κι ολα, οι τοιχοι, το πάτωμα, το ταβανι ηταν πελώρια και άχρωμα. Το μόνο που υπήρχε ήταν ένα κόκκινο στρογγυλό τραπεζάκι από αυτά που ακουμπούν τα τηλέφωνα. Και πάνω του, το καταγραφικό κασετοφωνακι της μαμάς μου.

Μια πόρτα άνοιξε, το δωμάτιο πλημμύρισε με φως και μπήκε μέσα η Σοφη. Την έβλεπα πελώρια, γίγαντας φάνταζε στα μάτια μου, έτσι που είχα συρρικνωθεί σαν μυρμήγκι για να μη με δει. Περιεργαστηκε με περιέργεια το μαγνητοφωνο και λίγο μετά πάτησε το play. Μια φωνή, ούτε παιδική ούτε γυναικεία, μια φωνη κοριτσιστικη εφηβική, ακούστηκε καθαρά. Η δική μου φωνή. Ξαφνιάστηκα, είχα χρόνια να μιλήσω, δεκαετίες να ακούσω τον εαυτό μου. 

"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."

Αυτό ήταν το μηνυμα μου. Για τη Σοφη ήταν ένα αίνιγμα. Για εμένα όμως ήταν μια κραυγή απελπισίας. Έπρεπε να την κάνω να θυμηθεί όσα είδε στο όνειρο της, να θυμηθεί εμένα, να θυμηθεί τον καταρρακτη. Αλλά έπρεπε ο εγκέφαλος της να επαναφέρει μόνος του την ανάμνηση, χωρίς εγώ να την εκβιασω, γιατί υπήρχε κίνδυνος αν τρόμαζε ξανα να με πετάξει ακόμα πιο πίσω, στις εντελώς κλειστές γωνίες του μυαλού της και να με αφήσει εκεί για πάντα. "Σου μένουν μόνο λίγες μερες"... ένιωθα την αλλαγή μέσα μου να γιγαντωνεται, αν δεν γινόταν κάτι, οτιδήποτε που να μου δώσει πίσω την ελπίδα, οι σκοτεινές δυνάμεις του θυμού, της οργής, της απόγνωσης και του μίσους θα κυριευαν την ψυχή μου και τότε ήμουν σίγουρη πως θα προξενουσα μεγάλο κακό, πόνο, φθορά, ακόμα και θάνατο. Και τότε, θα ήταν πια πολύ αργά για όλους μας.

Κοιτούσε το κασετόφωνο σαν υπνωτισμενη. Ήταν ξεκάθαρο πως δεν καταλαβαινε, η απορία της ήταν έκδηλη και λογική. Πάτησε ξανά το play. Το ίδιο μήνυμα ακούστηκε και πάλι. Εξακολουθούσε να κοιτάζει σαστισμενη. Έπρεπε το μήνυμα να γίνει πιο σαφές, πιο δυνατό. Το έβαλε να παίξει και μια τρίτη φορά. Η φωνή ακούστηκε δυνατή, καθαρή. Όμως, στο υπόβαθρο, δύο νέοι ήχοι έκαναν σιγά σιγά την εμφάνισή τους. Νερό, νερό που χύνεται, αρχικά σιγανό και σιγά σιγά ολο και πιο ορμητικο, ένας καταρράκτης που αδειάζει σε ένα ποτάμι. Κι έπειτα, κάτι σαν ψίθυρος. Απελπισμένος, βαθύς, απόκοσμος. "Βοήθησε με...πίσω από τον καταρρακτη"

Το πρόσωπο της Σοφης μαρτυρουσε την εναλλαγή των συναισθημάτων. Από την περιέργεια, στην απορία. Από την απορία στην έκπληξη. Από την έκπληξη στην προσπάθεια να καταλάβει. Κι από εκεί στη συνειδητοποίηση. Θυμοταν! Ήταν ολοφάνερο ότι θυμοταν!

Αρχισα σιγά σιγά να μεγαλώνω, μπροστα στα γαλάζια μάτια της που είχαν ανοίξει διάπλατα. 

-Μη φοβάσαι, σε παρακαλω... Βοήθησε με... είσαι η μόνη μου ελπίδα...

Είδα στο βλέμμα της πως με αναγνώρισε. Είδα κατανόηση, συμπονοια. Δεν είδα φόβο. Άπλωσα το χέρι μου κι άγγιξα το δικό της. Μου το εσφιξε χωρίς να πει κουβέντα. Ένα ρεύμα με διαπέρασε, σαν να ενώθηκαν οι ενέργειες μας. Και ξαφνικα...

-ΜΑΜΑΑΑΑΑΑΑΑ!

Η φωνή της διαπέρασε την ησυχία της νύχτας κι εγώ βρέθηκα πάλι στη μικρή καμαρα, να παρακολουθώ καθώς η μητέρα της έτρεχε δίπλα της όλο αγωνία. 


Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ- ΜΕΡΟΣ Γ


Το κείμενο είναι βασισμένο στο δρώμενο Μία Ιδέα, Μια Έμπνευση, του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη. 

Η βασική ιδέα του διηγήματος είναι η εξής:

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ - ΜΕΡΟΣ Γ

Τις επόμενες νύχτες, προσπάθησα πάλι να μπω στο όνειρό της. Στάθηκε αδύνατο. Όσο σφιχτά και αν έκλεινα τα-ανύπαρκτα στην πραγματικότητα- βλέφαρά μου, δεν μπορουσα να έρθω σε επαφή. Η μικρή με είχε κλείσει έξω, διαλύοντας χωρίς να το ξέρει κάθε προσδοκια μου για γαλήνη. Σιγά σιγά, ένιωθα κάτι μέσα μου να αλλάζει. Όλα αυτά τα χρόνια, είχα παραμείνει απλά θεατής στις ζωές των άλλων. Δεν είχα πάψει να σοκαρομαι από την κακία και τη βαρβαρότητα των ανθρώπων κι η ψυχή μου είχε μείνει παιδική, ανέγγιχτη, γεμάτη καλοσύνη. Τώρα όμως...το πνεύμα μου έχανε το φως του. Εκεί που άλλοτε φωλιαζε η αγάπη, σταδιακά ο θυμός έχτιζε το σπιτικό του κι ήταν τα θεμέλια γερά, η βία κι η αδικία που είχα βιώσει, μα πάνω από όλα η απελπισία. Κι όσο αποτυγχανα να μπω ξανά στο όνειρο της Σοφης, τόσο ο θυμός γινόταν οργή κι η οργή μίσος. Ήθελα να καταστρέψω, να διαλύσω, να προξενησω με τη σειρά μου σε άλλους τον πόνο που κάποτε μου προξένησαν. Αυτή η αλλαγή με τρόμαζε. Με παρηγορουσε η σκέψη πως ήμουν απλά ένα άυλο πνεύμα, τι κακό θα μπορούσα να κανω; Όμως το μίσος με τυλιγε ύπουλα σαν φίδι που με την παραμικρή λάθος κίνηση θα εμπηγε τα δόντια του στην τρυφερή σάρκα της ψυχής μου και θα την ποτιζε με δηλητήριο, μέχρι να σαπίσει κι αυτή, όπως είχε προ πολλού σαπίσει το δέρμα μου. 

Μια μέρα ένιωθα τόσο μα τόσο θυμωμένη! Πλεον, απέφευγε ακομα και να στρεψει το βλεμμα της πανω μου, ας ηξερε πως ημουν εκει. Την είδα να κοιτάζει απο το παράθυρο της προς τον κήπο κι αξαφνα, η λευκή τριανταφυλλια πήρε φωτιά! Ήταν η αγαπημένη τριανταφυλλια της Σοφης, τη φύτεψε η ίδια μαζί με τον πατέρα της την ιδια μερα που ηρθαν στο σπιτι, την είχαν φέρει απο τον τοπο τους για καλη τυχη. Ευτυχώς, ο πατέρας της ήταν κοντά και πρόλαβε να την σβήσει πριν επεκταθεί. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι ξεκίνησε τη φωτιά, όμως εγώ ήξερα. Ήταν η οργή μου. Δεν το έκανα επίτηδες, μα ήμουν σίγουρη πως εγώ το είχα προκαλέσει. 

Παράξενες δαιμονικές σκέψεις μπήκαν τότε μέσα μου. Θα μπορούσα να βάλω φωτιά και στο σπίτι; Ναι, θα μπορούσα. Ίσως μάλιστα, να έβαζα στην καμαρα την ώρα που κοιμόνταν όλοι. Η ακόμα καλύτερα στο μπάνιο, όταν έπαιρνε η Σοφη το λουτρό της. Ναι! Αυτή έφταιγε που δεν κατάφερνα να λυτρωθω, αυτή με κρατούσε εδώ κάτω στη φυλακή μου! Γιατί να πονάω μόνο εγω; Γιατί μόνο η δική μου μαμά να θρηνει; Ας δει και η δική τους οικογένεια τι θα πει να χάνεις ότι αγαπάς, ας δει κι η Σοφη πως είναι να είσαι εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους! Κι έτσι τουλάχιστον, θα είχα και παρέα...

Οι ίδιες μου οι σκέψεις με τρόμαξαν. Είχα χάσει βίαια τη ζωή μου, μα τώρα ένιωθα πρώτη φορά πως έχανα το δρόμο μου. Ήμουν κουρασμενη... 

Πριν μπω στον κοσμο των νεκρων, κουβαλουσα ολες τις πεποιθήσεις των προγονων μου, τις ιστορίες που περνουσαν απο γενια σε γενια. Για μενα ο θανατος ειχε τη μορφη ενος γαληνιου υπνου. Το σωμα κοιμοταν, ενω το πνεύμα ανεβαινε προς τα ουράνια. Ποσο αφελης αληθεια... Η στιγμη που η ψυχη μου αποκολληθηκε απο το κορμι μου ηταν ο,τι πιο επωδυνο ειχα βιώσει ποτε. Αισθανθηκα σαν λουλούδι που το ξεριζωναν βιαια κι έπειτα το ποδοπατουσαν. Η ζωη ειχε σβησει απο μεσα μου κι εγω εσπαγα σε μικρα μικρα κομματια. Κοιταζα το κουφαρι που ειχε απομείνει απο εμενα να κειτεται στο χωμα, ομως σαν εστρεψα το βλεμμα πανω στα χερια και στα ποδια μου, ηταν ακομα εκει, τα εβλεπα να κινούνται, μόνο ηταν καπως πιο διαφανα. Εκανα να αγγιξω το προσωπο μου και το μονο που βρηκα ηταν αερας και σκόνη. Αρχισα να ουρλιαζω, αλλα η φωνη μου ειχε χαθεί. Βγηκα τρέχοντας εξω απο τον καταρράκτη και γυρισα στο σπιτι μου. Βρήκα τη μητερα και τον πατέρα μου αναστατους να με ψάχνουν, ολη η γειτονια ειχε μαζευτει στην αυλη μας και ετοιμαζονταν να βγουν να με ψαξουν. Μιλουσα, κουνούσα τα χερια μου, εμπαινα μπροστα τους, "ΕΔΩ ΕΙΜΑΙ!" φωναζα με όλη μου τη δυναμη... μάταια...ούτε με άκουγαν ούτε με έβλεπαν. Και ξαφνικα, τον είδα! Ηταν κι αυτος εκεί, ανάμεσα σε οσους με αναζητουσαν, σαν να μην ηξερε πως στη σπηλια πισω απο τον καταρρακτη ηταν το πτώμα μου, σαν να μη με ειχε αφησει ο ιδιος εκει. Ο πονος ηταν διαπεραστικός, ολο μου το είναι φλεγοταν. Και τότε καταλαβα... δεν μπορουσα να φυγω. Η ψυχη μου διψουσε για δικαιοσύνη, ηταν ταραγμενη, ο παραδεισος δεν τη χωρουσε. Επρεπε να μεινει ωσπου να βρει τον τροπο να διηγηθει τι μου συνέβη. Γυρισα στη σπηλια, στο μερος που ειχα ανακαλυψει τυχαία κολυμπώντας στο ποταμι, στο μερος που ενιωθα καταδικο μου, που φιλοξενησε τα ονειρα μου, το ημερολόγιο μου, που ηταν το καταφυγιο μου, που εκει ένιωθα ασφαλης. Και που εμελλε να γινει ο υγρος μου ταφος. Κουρνιασα σε μια γωνια κι έμεινα να κοιταζω το παγωμενο πια εφηβικο κορμι μου. Δεν ξερω ποσος καιρος περασε, δεν ενιωθα πεινα, διψα, ζεστη, κρυο, κουραση. Οχι σωματικη τουλάχιστον. Οταν μια μερα μπήκε στη σπηλια ενα πουλί, αναθαρρησα. Ποτέ δεν είχα δει κανένα ζωο, ηταν τόσο καλά κρυμμένη πισω απο το νερο που χυνοταν ορμητικα, που δεν την ειχαν ανακαλύψει ως τοτε. Ηταν μουσκεμα και τιναζε τα φτερα του για να στεγνωσει. Σταθηκε πανω στο κουφαρι μου. Το περιεργαστηκε για λιγο κι επειτα εσκυψε και πηρε κατι στο στομα του. Κοιταξα προσεκτικά, ηταν ενα σκουληκι. Οχι απο το χωμα. Απο το αριστερο μου ματι. Απο το δικο μου αριστερο ματι! Τι φρικη, Θεέ μου! Βγήκα τρεχοντας απο τη σπηλια. Ετρεχα κι ετρεχα, χωρις να ξερω που πηγαινω, παντως σιγουρα δε θα επεστρεφα εκει. Μετα απο ώρες, τα βηματα μου με έφεραν μπροστά απο τη γνωστή καγκελοπορτα. Ολα ηταν ερημα. Περιπλανηθηκα σε ενα ενα τα δωματια. Λιγοι ιστοι αραχνης εδω κι εκεί κι ο ξεραμενος κήπος έδιναν την εικονα της εγκαταλειψης. Ανθρωπινη παρουσία πουθενα. Μονο δεκαδες αναμνησεις που με διελυαν. Τα πρώτα μου βηματα, τα πρώτα γενέθλια, τα πρωτα Χριστούγεννα. Πράγματα που σαν παιδι δε θα μπορούσα να θυμαμαι, εχοντας μπει στον κοσμο των πνευματων ομως, τα εβλεπα μπροστα μου ολοζωντανα. Αποφασισα πως θα εμενα εδω. Οσο κι αν υπεφερα απο τις θύμησες, αυτες ηταν τουλάχιστον μια παρηγοριά. Κι ημουν στο κατω κατω σπίτι μου. Ακομα και τοτε ομως, μετα απο ολα οσα ειχα περασει, τα απανωτα σοκ, τη μοναξια, το θρηνο, δεν σκληρυνα, δεν αφησα το σκοταδι να με τυλιξει. Ισως γιατι ειχα το πιο σημαντικό από όλα. Την ελπίδα. 

Τωρα, η ελπιδα μου είχε χαθει κι υπαίτιο ηταν ένα κοριτσι με γαλαζια ματια. Ο θυμός με κατεκλυε. Ηξερα στο βαθος πως κι η ιδια δεν έφταιγε, φοβηθηκε, μα αυτό δε με εκανε να της κακιωνω λιγότερο. Ημουν χαμενη...

Ένιωσα την ανάγκη να κάνω κάτι που είχα χρόνια έστω και να σκεφτώ...να προσευχηθώ. Πηγα στο μικρό παρεκκλήσι που είχαν χτίσει οι γονείς μου, αφιερωμένο στην Παναγία. Εκεί βαπτίστηκα, εκεί έλαβα την πρώτη μου κοινωνία. Μόλις πλησίασα, η ξύλινη πόρτα έκλεισε με δύναμη. Δεν μπορούσε φυσικά να με κρατήσει έξω, μα ήταν ένα ξεκάθαρο σημάδι πως ήμουν ανεπιθύμητη. Και πώς να μην ειμαι; Η ψυχή μου οδευε ολοταχώς για την κόλαση. Το καταλάβαινα, μου το ψιθυριζε όλο μου το είναι, μεταμορφωνομουν σε κάτι σκοτεινό κι είχα πολύ λίγο χρόνο να κάνω κάτι για αυτό. Μπήκα στην εκκλησία ούτως ή άλλως. Τα φώτα τρεμοπαιξαν και με το ζορι καταπολέμησα μια παρορμηση να φύγω γρήγορα. Το μισό μου πνεύμα δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί, το άλλο μισό το είχε απόλυτη ανάγκη. Νίκησε το δεύτερο. Για την ώρα έστω. Προσευχηθηκα με όλη μου τη δύναμη. "Βοήθησε με, μη με αφήσεις να χαθω... δείξε μου τον τρόπο...στείλε μου κατι!" Λίγα λεπτά αργότερα, εφυγα απογοητευμενη. Καμία απάντηση, κανένα σημάδι... 

Οι επόμενες ώρες με βρήκαν στη σοφίτα. Δεν ήθελα να αντικρυσω ούτε από μακρυά τη Σοφη, έτρεμα στην ιδέα του τι μπορεί να προκαλέσει μια τέτοια συνάντηση. Προσπαθούσα να ηρεμήσω τη φλόγα μου, αλλά δεν ήξερα πως. Μια δύναμη φούντωνε μέσα μου και χωρίς να το καταλάβω ο,τι κοιτούσα άρχισε να πέφτει κάτω. Με κίνδυνο να γίνω αντιληπτή, συνέχισα. Με κάθε αντικείμενο που έσπαγε, καταλαγιαζε μια ικμαδα η οργή μου. Τότε το είδα. Ένα παλιό κασετοφωνακι καταγραφικό. Το είχε η μητέρα μου κι έγραφε τη φωνή της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Στη συνέχεια μου έβαζε τις κασέτες να τις ακούω όσο κοιμόμουν, για να νιωθω ασφαλής με συντροφιά τη φωνή της. Αχ, μαμά μου! Η σκέψη της και μόνο με γέμισε θαλπωρή και ηρεμία. 

Το σημάδι που γυρευα ήταν εδώ. Και μια νέα ιδέα σχηματίστηκε, για να μπω ξανά στα όνειρα της Σοφης, χωρίς να με δει και φοβηθεί. Δεν είχα ιδέα πώς θα τα κατάφερνα, αλλά αν έμαθα ένα πράγμα από τότε που πέθανα, είναι πως ολα είναι δυνατά.



Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ-ΜΕΡΟΣ Β

Το κείμενο είναι βασισμένο στο δρώμενο Μία Ιδέα, Μια Έμπνευση, του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη. 

Η βασική ιδέα του διηγήματος είναι η εξής:

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ - ΜΕΡΟΣ Β

Δεν είναι εύκολο να μπαίνεις στα όνειρα καποιου. Οι αναμνήσεις σου μπλέκονται με τις δικές του, οι φόβοι, τα άγχη, οι χαρές σας μπερδεύονται κι η εικόνα σου κινδυνεύει να ξεθωριάσει με το πρώτο πεταρισμα των βλεφάρων του. Όχι, δεν είναι εύκολο. Και κυρίως, δεν είχα ιδέα πώς να το κάνω.

Για πολλές νύχτες στεκόμουν απλά από πάνω της και την κοιτούσα καθώς κοιμόταν. Έψαχνα να βρω έναν τρόπο, μια πορτουλα να τρυπωσω στον εγκέφαλο της. Πάνω που σκεφτόμουν να τα παρατήσω, απλά συνέβη. Αν με ρωτήσει κανείς να περιγράψω πώς το έκανα, δεν θα ξέρω να πω. Ένιωσα ξαφνικά μια ακατανίκητη ανάγκη να κλείσω τα βλέφαρά μου. Μόλις τα άνοιξα, βρισκόμουν σε ένα άγνωστο για εμένα σπίτι. Η μυρωδιά ενός κέικ έβγαινε από την κουζίνα και πάνω σε μια όμορφη κουνιστη πολυθρόνα είδα τη Σοφη στα πόδια μιας ηλικιωμένης κυριας. Υπέθεσα πώς ηταν η γιαγιά της. Όλο αυτό ήταν πρωτόγνωρο για μένα. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κανω. Άραγε αν τη φώναζα θα με άκουγε; Θα ήμουν ορατή μόνο σε εκείνη η και στη γιαγιά της; Κι αν τρόμαζε και ξυπνούσε ουρλιάζοντας; Δεν είχα άλλη επιλογή πάρα να δοκιμάσω. Προχώρησα προς το μέρος της, λίγα αργά δειλά βήματα. Όσο πλησίαζα, μια γλυκιά θαλπωρή με τυλιγε. Σήκωσα το βλέμμα μου και ξαφνικά, αντί για την ηλικιωμένη γυναίκα, ήταν η μητέρα μου στην κουνιστη πολυθρόνα που κρατούσε τη Σοφη στην αγκαλιά της. Σαστισα. Η ανάμνηση αυτή ήταν δική μου...και πόνεσε βαθιά. Που να ήταν άραγε σήμερα η μαμά μου; Τι θα έκανε αν μάθαινε την αλήθεια για το τι συνέβη εκείνο το πρωί; Ανοιγοκλεισα δύο φορές γρήγορα τα βλέφαρά μου, το όνειρο αυτό ανήκε στη Σοφη κι εγώ ήμουν εκεί για ένα και μόνο λόγο. Για να την πλησιάσω. Έφτασα κοντά της, με κοίταξε με αυτά τα μεγάλα αθώα μάτια της και μου άπλωσε το χέρι.
-Ήρθες! Είπε χαμογελώντας.
-Έλα να παίξουμε, την προσκάλεσα.
Μπλέξαμε τα δάχτυλα μας, όπως κάνουν τα νεαρά κορίτσια. Στην αίσθηση της αφής, με το ζόρι συγκράτησα τα δάκρυα μου. Είχα σχεδόν ξεχάσει πως ήταν να αγγίζει δέρμα με δέρμα, οι νεκροί δεν έχουν φυσική υπόσταση κι όμως, με ένα μαγικό τρόπο, εγώ μέσα στον κόσμο των ονείρων είχα. Ήταν σα να επέστρεψα για λίγο από την ανυπαρξία. Αυτή η αίσθηση ήταν μεθυστική όσο και εθιστική. Και σκληρή ταυτόχρονα. Είναι πολύ άδικο να επιστρέφεις στην ανθρώπινη φύση που τόσο βίαια στερήθηκες μόνο για να την αποχωριστείς ξανά λίγα λεπτά αργότερα.
Προχωρήσαμε παρέα. Τώρα οδηγούσα εγώ την ανάμνηση. Βρισκόμασταν στο δρομάκι δίπλα στο ποτάμι. Ήταν άνοιξη κι όλα λαμπυριζαν στον πρωινό ήλιο. Γελούσαμε και τρέχαμε χαρούμενες. Ήθελα να την πάω εκεί, μα τα βήματα μου γίνονταν όλο και πιο αργά, άθελά μου. Δεν είχα γυρίσει ποτέ ξανά όλα αυτά τα χρόνια. Στη σκέψη της επιστροφής, κοκαλωσα και δεν μπορούσα να προχωρήσω. Η Σοφη στράφηκε προς το μέρος μου και το χαμογελαστό προσωπάκι της έγινε μια μάσκα φρίκης. Κατέβασα τα μάτια μου. Ένα ζεστό κόκκινο ρυάκι ξεκινούσε χαμηλά ανάμεσα στα πόδια μου κι έφτανε μέχρι το χώμα, βαφοντας κόκκινη την όχθη του ποταμού. Το ρυάκι γινόταν όλο και πιο πυκνό, ενώ η αίσθηση πως δεν μπορώ να αναπνεύσω με έκανε να φέρω τα χέρια μου στο λαιμό και στο στήθος μου.   Έβλεπα το απαίσιο χαμόγελο του καθώς απλωνε τα χέρια του πάνω μου, καθώς έσκιζε με το όργανο του τη λεπτή σάρκα μου και πονουσα πονουσα! Ένιωθα τα χέρια του να με κρατάνε κατω από το νερό και το λεπτό μου σώμα να αδυνατεί να του αντισταθεί. Δεν είχα αέρα, πνιγομουν, υπέφερα, πονούσα πολύ, χαμηλά στην κοιλιά, στο κεφάλι μου που αιμορραγουσε κι αυτό, η φωνή μου δεν έβγαινε, μόνο ένιωθα τον αέρα να λιγοστεύει, τα πνευμονια μου να γεμιζουν με νερό, τον πόνο να δυναμώνει και ικετευα σιωπηλά να σταματήσει, να σταματήσει αυτό το μαρτύριο!
-Βοηθησε με...
Η φωνή μου βγήκε πνιχτη, ένας μακαβριος ψίθυρος που δεν θα αναγνωριζε ποτέ κανείς για ανθρώπινου πλάσματος. Έσφιξα τα δόντια μου και έκανα υπερανθρωπη προσπάθεια.
-Σε παρακαλώ...στο ποτάμι...πίσω από τον καταρράκτη...
Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα, αλλά παρέμεινε ακίνητη και με κοιτούσε με θλίψη. Δεν ήξερα αν μπορούσε να δει και να νιώσει όσα κι εγώ η αν απλά με λυποταν. Ίσως και να ήταν φόβος αυτό το σκοτάδι στο βλέμμα της.
Από το βάθος ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, στην αρχή μακρινή, μα ολο και πλησίαζε.
-Σοφη! Σοφη! ΣΟΦΗ!
-Μαμά;
Αυτό ήταν. Η μικρή μου φίλη ξύπνησε κι εγώ έχασα ξανά όλες τις γήινες αισθήσεις μου και χάθηκα στις σκιές, με την ψυχή κουρελιασμενη από τη δύναμη της τραυματικης αναμνησης, που πανω απο 30 χρόνια ειχα θαψει τοσο βαθια!
Η μητέρα της την κρατούσε τρυφερά και την παρηγορουσε, καθώς δάκρυα μουσκευαν τα τρυφερά μαγουλάκια της. Έγινε αυτό που φοβόμουν. Την τρόμαξα. Μα δεν το ήθελα, δεν μπορουσα να το ελέγξω.
Τις κοιτούσα έτσι αγκαλιασμενες και η σκέψη μου έτρεχε και πάλι στις μέρες που η ζωή ήταν όμορφη και κάθε πόνος περνούσε με ένα φιλί. Αχ πόσο μου λείπεις, μαμά, μαμά μου!
Κι έπειτα, την άκουσα να λέει κάτι που έκανε την ψυχή μου να πετρωσει.
-Τι έβλεπες αγάπη μου και ξύπνησες τόσο τρομαγμένη;
-Δε...δε θυμάμαι....
Νομίζω πως αν ήμουν ζωντανή, θα είχε σταματήσει η καρδιά μου. Αυτό το κορίτσι ήταν η τελευταία μου ελπίδα. Περίμενα ήδη τόσο πολύ! Πέρασαν τόσοι ακατάλληλοι άνθρωποι, βούτηξα τόσο βαθιά στη μοναξιά μου! Η ψυχή μου κραυγαζε, ήθελε να πετάξει, αποζητουσε με απογνωση την ελευθερία! Καμία ψυχή δεν αξίζει να υπάρχει δέσμια σε έναν εφιάλτη που ποτέ δεν επέλεξε, ούτε καν προκάλεσε. Όχι, όχι, δεν ήταν δυνατόν να μη θυμάται! Αν η Σοφη με ξεχνούσε,  θα ήμουν καταδικασμενη να χαθω στη λήθη και σε μια αιώνια φυλακή....

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ- ΜΕΡΟΣ Α'

Το κείμενο είναι βασισμένο στο δρώμενο Μία Ιδέα, Μια Έμπνευση, του φίλου Γιάννη Πιταροκοίλη. 

Η βασική ιδέα του διηγήματος είναι η εξής:

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

"Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες."

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕ -ΜΕΡΟΣ Α'



Υπάρχουν κάποιες ιστορίες που απλά πρέπει να ειπωθούν. Που όσα χρόνια κι αν περάσουν, περιμένουν ήσυχα στις σκιές, μέχρι να συναντήσουν τον άνθρωπο που θα τις ακούσει και σιγά σιγά θα τις βγάλει στο φως. Μπορεί να πάρει μέρες, μήνες, χρόνια η αιώνες. Μα σαν βρουν τον ξενιστή τους, χωνονται αργά κάτω από το δέρμα του και δεν ησυχάζουν μέχρι να γίνουν ένα μαζί του. Τον στοιχειώνουν λίγο λίγο, ώσπου να μην αντέξει πια και να τις απελευθερωσει. Μια τέτοια ιστορία είναι κι η δική μου.

Ούτε θυμάμαι πόσες φορές μέτρησα τις εποχές, κρεμασμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους. Χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη...κάποτε έχασα το μέτρημα. Κι έμεινα απλά να παρατηρώ τη ζωή. Τα φύλλα να χρυσιζουν, να πέφτουν, να γεμίζουν κόκκινο και καφέ τους δρόμους,  έπειτα τα γυμνά κλαδιά να δέρνονται από το βοριά. Το νέο κύκλο που άρχιζε με τα πρώτα χρωματιστά μπουμπούκια,  τους πρώτους οψιμους καρπούς κι έπειτα τον ήλιο, αστραφτερό και καυτό να χύνεται στα πράσινα φυλλωματα και να κάνει το νερό του ποταμού να στραφταλίζει.
Όσο ζούσα, η αγαπημένη μου εποχή ήταν το καλοκαίρι, τότε που η βόλτα στο ποτάμι δίπλα από το σπίτι μου άρχιζε το πρωί και τελείωνε μετά το σούρουπο.
Ψάρεμα, παιχνίδι με τα βότσαλα, μπάνιο στο παγωμένο νερό και ξάπλωμα στο δροσερό χορτάρι.
Την πρώτη φορά που την είδα, ήξερα ότι ήταν αυτή. Ειχαν περασει κι άλλοι όλα αυτά τα χρόνια. Πάνω απο τρεις δεκαετίες είχαν διαβει, το σπίτι δίπλα στο ποτάμι είχε δει μέρες δόξας, αλλά και παρακμής. Μετά το χαμό μου, η μητέρα μου δεν αντεχε να ζει εδώ και πούλησε τα πάντα. Πριν φύγει, προσπάθησα να της μιλήσω, να την κάνω να δει την αλήθεια, μα ήταν τόσο κλεισμένη στον εαυτό της, που στάθηκε αδύνατο. Το σπίτι πουλήθηκε σε έναν πλούσιο νεαρό, με μια ασθενική σύζυγο. Τα βράδια κάθονταν αγκαλιά στη βεράντα, εκείνη πάντα με μια κουβέρτα στα πόδια, ισχνη, χλωμη κι αδύναμη.  Με έβλεπε, αλλά δε με πιστευε, νόμιζε πως ήμουν παρενέργεια της μορφινης που έπαιρνε για να μην πονάει πολύ. Σύντομα εγκατέλειψα την προσπάθεια να επικοινωνήσω, εξάλλου μέσα σε έναν μόλις χρόνο, πέθανε κι εκείνη. Ο άντρας της, συντετριμμενος, την αγαπούσε τόσο πολύ, πούλησε το σπίτι κι έφυγε μακριά, άκουσα πως έγινε μοναχός.
Οι επόμενοι αγοραστές ήταν επίσης πλούσιοι, αλλά κακοί άνθρωποι. Τα λεφτά τους ήταν βουτηγμενα στο αίμα. Εκβιασμοί, τοκογλυφία, λαθρεμπόριο κι ότι άλλο βάζει ο νους, παντού ήταν μπλεγμένοι. Δεν έκανα καν την απόπειρα να τους προσεγγίσω, η παρουσία τους με ταραζε πιο πολύ από όσο θα τους ταραζε η δική μου. Ένα βράδυ, καποιος που του είχαν δολοφονήσει το παιδί, μπήκε κρυφά στον κήπο κι έβαλε φωτιά. Τους περίμενε να βγουν κι έτσι όπως ήταν αλαφιασμενοι από τον ύπνο και τον φόβο τους σκότωσε κι έπειτα ρίχτηκε στις φλόγες. Η φωτιά σβήστηκε από τους γείτονες, μα ζωντανός δεν έμεινε κανείς.
Μετά από αυτό, το σπίτι θεωρήθηκε καταραμένο. Και οι τρεις τελευταίοι ιδιοκτήτες του είχαν χτυπηθεί από μια τραγωδία, δεν μπορεί να ήταν τυχαίο αυτό, σωστα; Κανένας δεν τολμούσε να το αγοράσει κι όποιος περνούσε απ' έξω,  έκανε το σταυρό του με τρόμο και προσπερνουσε βιαστικά με το κεφάλι χαμηλωμένο.
Έτσι, βρέθηκα μόνη μου, να τριγυρνάω σε ένα άδειο κουφάρι, που σαπιζε μέρα τη μέρα όλο και πιο πολύ.
Όμως ο χρόνος κάνει τη μνήμη των ανθρώπων να φθίνει κι όλα σιγά σιγά λυγίζουν κάτω από το βάρος του. Ακόμα κι ο φόβος. Ακόμα κι ο θάνατος. 

Ειχαν περασει τόσα χρόνια μοναξιάς, τόσος καιρός που η ιστορία μου δεν είχε ειπωθεί, που το είχα πια σχεδόν πάρει απόφαση πως δε θα έφευγα ποτέ από αυτό το καταραμένο μεταίχμιο. Νεκρή, μα όχι ελεύθερη. Και πώς να πετάξει η ψυχή μου στον ουρανό, αφού δεν είχε ακόμα δικαιωθει; Απελπισμένη, μετρούσα την αιωνιοτητα.
Ήταν ένα πρωινό της άνοιξης όταν σταμάτησε ένα φορτηγό μπροστά στη σκουριασμενη πόρτα του κήπου. Δευτερόλεπτα μετά ο τόπος γέμισε φωνές και βήματα. Ένας νεαρός άντρας, μια γυναίκα, ένα μωρό στην αγκαλιά, ένα σκυλάκι να τριγυριζει γύρω από τα πόδια τους ...κι εκείνη. Με δύο μακριές ξανθιές κοτσίδες, δύο γεμάτα περιέργεια γαλάζια μάτια, που κοίταξαν απευθείας επάνω μου. Οι υπόλοιποι κοιτούσαν το σπίτι, την αυλή, τις φθορές. Όμως εκείνη είχε καρφώσει πάνω μου το βλεμμα κι ήμουν σίγουρη ότι μπορούσε να με δει. Δεν έμοιαζε φοβισμένη ούτε καν έκπληκτη, μα θα ορκιζόμουν πως έστρεψε προς το μέρος μου ένα χαμόγελο. Ήταν μικρή, ίσως εννιά η δέκα χρόνων. Ήμουν μόλις τεσσερα χρόνια μεγαλύτερη όταν έφυγα από τη ζωή. Παιδί κι εγώ μα με λογαριασαν για γυναίκα. Και με σκοτωσαν.
Τις επόμενες μέρες έμαθα πως την έλεγαν Σοφη. Το σπίτι, μαζί με το οικόπεδο, το αγορασε ο πατέρας της. Είχε πάντα όνειρο μια αγροικια, μια φάρμα, ένα τόπο δικό τους που θα τους έδινε τις χαρές και τους καρπούς της γης. Η γυναίκα του δε συμφωνούσε, μα στήριζε την επιθυμία του αγογγυστα. 
Ο άντρας κάθε πρωί ρίχνονταν από το χάραμα στη δουλειά ως αργά το σούρουπο. Κάποιες φορές μαζί με εργάτες, αλλά τις περισσότερες μόνος του. Ήταν το προσωπικό του στοίχημα να μετατρέψει αυτό το παλιό παραπηγμα ξανά σε σπιτικό. Και πράγματι, σιγά σιγά στα χέρια του όλα έπαιρναν πάλι ζωή. Με μεγάλη φροντίδα και μεράκι, το σπίτι των παιδικών μου αναμνησεων άρχισε να θυμίζει κάτι από την παλιά του αίγλη. 
Η Σοφη συνέχισε να με κοιτάζει με αυτό το διαπεραστικό της βλέμμα, μα δεν έδειχνε καμία αντίδραση στην παρουσία μου, σα να ήταν για εκείνη το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Ήθελα τοσο να της μιλήσω, αλλά η μητέρα της δεν την άφηνε στιγμή μόνη, ούτε εκείνη ούτε το μωρό. Κι είχε δίκιο, το σπίτι στην κατάσταση που βρισκόταν ήταν ένας ζωντανός κίνδυνος, σε κάθε γωνιά του παραμονευε κάποια σαπισμενη ταβλα, κάποια σκουριασμενη βίδα, κάποιο σπασμένο γυαλί. Μέχρι να ολοκληρωθεί η ανακαίνιση, ζούσαν περιορισμένοι στο υπνοδωμάτιο της υπηρεσίας και στο μπάνιο του, τα μόνα που ήταν κάπως κατοικήσιμα. Η μέρα κυλούσε αργά, ίσως βαρετά, η μικρή Σοφη κοιτούσε νοσταλγικα σχεδόν έξω από το παράθυρο, τον κήπο, το ποτάμι, αλλα περίμενε με υπομονή τη μέρα που η μητέρα της θα έκρινε πως ήταν ασφαλής. 
Περίμενα κι εγώ την κατάλληλη στιγμή κι όταν κατάλαβα πως αυτη θα αργούσε, αποφάσισα να την επισκεφτώ στο μόνο μέρος που ήταν πραγματικά μόνη. Στα όνειρα της.