Σαββατο βραδυ. Πετρου Ραλλη και Αγιας Αννης γωνια. Μια αιθουσα εκθεσης αυτοκινητων, που αποψε εχει αλλαξει οψη. Διαμορφωμενη ειδικα για το παρτυ γενεθλιων μιας καλης και αγαπημενης φιλης. Μεγαλα πανο στις βιτρινες, ζωγραφισμενα με γκραφιτι και συνθηματα. Μεσα, φωτορυθμικα, μπαλονια, σερπαντινες, κερια παντου και μια γωνια για τον ντι τζει. Η μουσικη εναλλασεται. Απο λατιν σε χιπ χοπ, σε λαϊκα, σε νησιωτικα και κρητικα ακομη. Σε μια ακρη ενα τραπεζι γεματο λιχουδιες και ποτα. Ολοι διασκεδαζουμε, χορευουμε, τα λεμε. Καιρο ειχαμε να βρεθουμε ολοι μαζι. Η αιθουσα εχει γεμισει καπνο, καποιος ανοιγει την μεγαλη πορτα της βιτρινας, αυτη που βλεπει στο δρομο για να φυγει λιγο η τσιγαριλα.
Ξαφνου, το βλεμμα μου πεφτει απεναντι. Και κοκκαλωνει εκει.
Μια σειρα απο ανθρωπους, τουλαχιστον καμια εικοσαρια-μηπως λεω λιγους;
Στεκονται εκει και μας κοιταζουν. Στην αρχη δεν καταλαβαινω. Ρωταω γυρω μου.
"Μη δινεις σημασια" μου λενε, "καθε βραδυ αυτο γινεται. Για βγες λιγο εξω και θα καταλαβεις."
Πλησιαζω προς την πορτα και βλεπω εκπληκτη ενα τσουρμο αλλοδαπους, στοιβαγμενους απο τη διασταυρωση με την Πετρου Ραλλη μεχρι εκει που εφτανε το ματι μου. Καθισμενους η ορθιους, αμιλητους, αγελαστους, μεσα στο κρυο. Ακουω μια φωνη πισω μου: " Οταν ερχομουν να εβλεπες τι γινοταν! Αυτοι μπροστα και πισω αστυνομικοι, να βριζουν, να φωναζουν, να τους σπρωχνουν, να τους πετανε πανω στα αυτοκινητα!"
Να βριζουν, να φωναζουν, να τους σπρωχνουν...ετσι απλα.
Κι εμεις διπλα τους, να μην ξερουμε καν οτι υπαρχουν. Να μην αντιλαμβανομαστε, η να μη θελουμε να αντιληφθουμε την παρουσια τους. Να μας κοιτανε που χορευουμε, που τρωμε...να μας κοιτανε με βλεμμα κενο.
Καποια στιγμη, λεω να παρω ενα πιατο με τυροπιττακια να τους τα παω. Βγαινω εξω και τα χανω! Ειναι πανω απο 100, τι να τους κανει ενα πιατο τυροπιττακια? Γυριζω πισω....
Ανθρωποι διπλα μας, γυρω μας, που πεινανε, που κρυωνουν. Που ζουσαν σε μια κολαση στον τοπο τους τοσο αβασταχτη, ωστε να προτιμησουν να ερθουν εδω, να ζουν στο δρομο, να τους σπρωχνουν, να τους βριζουν, να τους εξευτελιζουν. Να στεκονται και να βλεπουν με λαχταρα αυτα που για εμας ειναι τοσο καθημερινα και αυτονοητα! Για μια καλυτερη ζωη...
Νιωθω τοσο ανημπορη να τους βοηθησω...πως να τους βοηθησω; Ντρεπομαι να τους κοιταξω καταματα, καθως περναω μπροστα τους για να παω στο αυτοκινητο. Στο δρομο του γυρισμου, με μελαγχολια αναλογιζομαι ποσο τυχερη ειμαι, ποσο τυχεροι ειμαστε ολοι μας!
Σε τι φταιξανε αυτοι οι ανθρωποι για να ζουνε ετσι; Και που φταιμε εμεις, γιατι να νιωθουμε ενοχες για αυτο; Ισως γιατι ειμαστε τυφλοι η εθελοτυφλουμε. Ισως γιατι καθε φορα που οι ανθρωποι αυτοι μας πλησιαζουν, εμεις κανουμε πως δεν υπαρχουν η ακομα χειροτερα τους φερομαστε ασχημα, με φωνες. Ισως γιατι στεκομαστε πολυ ψηλα, μεσα στα αυτοκινητακια μας, τα ωραια μας ρουχα, το ζεστο μας σπιτι, που δεν μπορουμε να κοιταξουμε χαμηλα και να νιωσουμε την αγωνια τους, να ακουσουμε την κραυγη τους. Νιωθω πως περισσοτερο απο χρηματα η ο,τιδηποτε υλικο, αυτοι οι ανθρωποι εχουν αναγκη απο αποδοχη, απο αγαπη, απο την αισθηση οτι δεν ειναι μονοι αναμεσα σε εχθρους...
Το Σαββατο το βραδυ εριξα μια ματια στους απεναντι...στην αλλη πλευρα και αυτο με σημαδεψε, γιατι αναγκαστηκα να ριξω και μια καλη ματια μεσα μου. Δεν εχω ιδεα πως και αν μπορω να αλλαξω κατι, ξερω μονο πως την επομενη φορα που καποιος θα ερθει να μου πουλησει χαρτομαντηλα, να μου καθαρισει το παρμπριζ, να μου ζητησει φαγητο, το λιγοτερο που μπορω να κανω ειναι να του χαμογελασω και να του πω "Καλημερα"!
Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007
Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007
ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
Μια διαδρομη.
Αιωνια διαδρομη,
σ'ενα ποταμι που δεν γυριζει πισω.
Σε ορμητικα νερα και χειμαρους.
Σε μικρες σταλες, διαφανες
και κυματα που σπανε πανω στους γερμενους κορμους.
Τα περιμενουν, τα αγκαλιαζουν.
Τα δεχονται μεσα τους και πλημμυριζουν απο αυτα.
Ξυπνανε θυμησες παλιες,
παναρχαιες, αρχεγονες
και ενστικτα καλα ριζωμενα στα βαθη της μνημης.
Ξαφνου,
πανω στον κορμο ανθιζει ενα λουλουδι.
Διπλα στις οχθες μαζευονται πουλια
- ψαροπουλια τα λενε.
Σκυβουν σαν γαληνευουν τα νερα,
σβηνουν τη διψα τους.
Τριγυρω,
ομορφα ελαφια δροσιζουν περηφανα κερατα,
διπλα στο θροϊσμα των φυλλων.
Τα αλογα εκθαμβα θωρουν τη αγερωχη κορμοστασια τους,
μες στον υγρο θολο καθρεφτη.
Ολα στην ιδια αναπνοη,
στο ιδιο ταξιδι.
Σ'ενα ποταμι που κυλαει, κυλαει,
ασταματητο, ατρομητο.
Μεχρι να βρει να αποθεσει την παγωμενη του ορμη
και να καταλαγιασει.
Μεχρι ν' αγγιξει το αλλο μισο της ψυχης του
και να χαθει.
Μεχρι να ενωθει
με τους ηχους της θαλασσας...
Αιωνια διαδρομη,
σ'ενα ποταμι που δεν γυριζει πισω.
Σε ορμητικα νερα και χειμαρους.
Σε μικρες σταλες, διαφανες
και κυματα που σπανε πανω στους γερμενους κορμους.
Τα περιμενουν, τα αγκαλιαζουν.
Τα δεχονται μεσα τους και πλημμυριζουν απο αυτα.
Ξυπνανε θυμησες παλιες,
παναρχαιες, αρχεγονες
και ενστικτα καλα ριζωμενα στα βαθη της μνημης.
Ξαφνου,
πανω στον κορμο ανθιζει ενα λουλουδι.
Διπλα στις οχθες μαζευονται πουλια
- ψαροπουλια τα λενε.
Σκυβουν σαν γαληνευουν τα νερα,
σβηνουν τη διψα τους.
Τριγυρω,
ομορφα ελαφια δροσιζουν περηφανα κερατα,
διπλα στο θροϊσμα των φυλλων.
Τα αλογα εκθαμβα θωρουν τη αγερωχη κορμοστασια τους,
μες στον υγρο θολο καθρεφτη.
Ολα στην ιδια αναπνοη,
στο ιδιο ταξιδι.
Σ'ενα ποταμι που κυλαει, κυλαει,
ασταματητο, ατρομητο.
Μεχρι να βρει να αποθεσει την παγωμενη του ορμη
και να καταλαγιασει.
Μεχρι ν' αγγιξει το αλλο μισο της ψυχης του
και να χαθει.
Μεχρι να ενωθει
με τους ηχους της θαλασσας...
Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2007
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ...
Μια φορα κι εναν καιρο ηταν ενα πλασμα ομορφο, εξυπνο και παρα μα παρα πολυ ικανο.
Η μητερα του ηταν η Φυση. Ζουσε σε ενα ωραιο σπιτι και ειχε συντροφια του τεσσερα ξωτικα, που τον φροντιζαν. Τις νυχτες του χειμωνα που κρυωνε, ερχοταν η Φωτια να ζεστανει το κορμι του. Τις ημερες του καλοκαιριου που ο ηλιος εκαιγε και στεγνωνε ο λαιμος του, το Νερο ηταν παντα εκει να τον ξεδιψασει. Οταν φανταζοταν πως να ηταν ο κοσμος εξω απο το σπιτι του, ερχοταν ο Ανεμος και του ψιθυριζε ιστοριες απο μερη μακρινα, απο τα ταξιδια του. Κι οταν καμια φορα τον τυλιγε μια γλυκια νυστα που μουδιαζε το σωμα του, εγερνε στην Γη κι αυτη αγκαλιαζε τα ονειρα του.
Το πλασμα αυτο ηταν εργατικο και φιλοτιμο. Ποτε δεν θεωρουσε τιποτα δεδομενο εκτος απο τη αγαπη της μητερας του της Φυσης. Και για την αγαπη αυτη πασχιζε, για να την κανει περηφανη και χαρουμενη. Ενιωθε μεγαλη ευγνωμοσυνη για τη στοργη και την προστασια που του χαριζαν τα τεσσερα στοιχειά. Φροντιζε με καθε τροπο να τους τα ανταποδιδει και να τους δειχνει την ευγνωμοσυνη του.
Κι ετσι κυλουσε η ζωη, απλοϊκα και ομορφα. Τιποτα δεν μπορουσε να διαταραξει τη γαληνη του ομορφου σπιτικου. Ζουσαν ολοι μαζι ευτυχισμενα, αρμονικα, σε απολυτη ισορροπια. Και τα χρονια περνουσαν κι οι εποχες αλλαζαν και το πλασμα δεν ενιωθε ουτε μοναξια, ουτε λυπη. Ειχε ολα οσα χρειαζοταν γυρω του.
Μια φορα κι εναν καιρο, ηταν ενα πλασμα που ηξερε μονο να αγαπαει και να σεβεται.
Μια φορα κι εναν καιρο ηταν ενα πλασμα που δεν ηξερε τι ειναι κερδος, τι ειναι συμφερον, τι ειναι ζηλεια, τι ειναι μισος.
Μια φορα κι εναν καιρο ηταν ενα πλασμα που ειχε βρει το αληθινο νοημα της ζωης.
Μια φορα κι εναν καιρο....ηταν ο Ανθρωπος!
Η μητερα του ηταν η Φυση. Ζουσε σε ενα ωραιο σπιτι και ειχε συντροφια του τεσσερα ξωτικα, που τον φροντιζαν. Τις νυχτες του χειμωνα που κρυωνε, ερχοταν η Φωτια να ζεστανει το κορμι του. Τις ημερες του καλοκαιριου που ο ηλιος εκαιγε και στεγνωνε ο λαιμος του, το Νερο ηταν παντα εκει να τον ξεδιψασει. Οταν φανταζοταν πως να ηταν ο κοσμος εξω απο το σπιτι του, ερχοταν ο Ανεμος και του ψιθυριζε ιστοριες απο μερη μακρινα, απο τα ταξιδια του. Κι οταν καμια φορα τον τυλιγε μια γλυκια νυστα που μουδιαζε το σωμα του, εγερνε στην Γη κι αυτη αγκαλιαζε τα ονειρα του.
Το πλασμα αυτο ηταν εργατικο και φιλοτιμο. Ποτε δεν θεωρουσε τιποτα δεδομενο εκτος απο τη αγαπη της μητερας του της Φυσης. Και για την αγαπη αυτη πασχιζε, για να την κανει περηφανη και χαρουμενη. Ενιωθε μεγαλη ευγνωμοσυνη για τη στοργη και την προστασια που του χαριζαν τα τεσσερα στοιχειά. Φροντιζε με καθε τροπο να τους τα ανταποδιδει και να τους δειχνει την ευγνωμοσυνη του.
Κι ετσι κυλουσε η ζωη, απλοϊκα και ομορφα. Τιποτα δεν μπορουσε να διαταραξει τη γαληνη του ομορφου σπιτικου. Ζουσαν ολοι μαζι ευτυχισμενα, αρμονικα, σε απολυτη ισορροπια. Και τα χρονια περνουσαν κι οι εποχες αλλαζαν και το πλασμα δεν ενιωθε ουτε μοναξια, ουτε λυπη. Ειχε ολα οσα χρειαζοταν γυρω του.
Μια φορα κι εναν καιρο, ηταν ενα πλασμα που ηξερε μονο να αγαπαει και να σεβεται.
Μια φορα κι εναν καιρο ηταν ενα πλασμα που δεν ηξερε τι ειναι κερδος, τι ειναι συμφερον, τι ειναι ζηλεια, τι ειναι μισος.
Μια φορα κι εναν καιρο ηταν ενα πλασμα που ειχε βρει το αληθινο νοημα της ζωης.
Μια φορα κι εναν καιρο....ηταν ο Ανθρωπος!